«... Εκτός από τη µεγάλη ευθύνη των Συµµάχων, που απέφυγαν να ενηµερώσουν κατά τρόπο επίσηµο την Ελλάδα για τις “ζώνες επιρροής”, η ευθύνη βαρύνει και εµάς, τους Έλληνες, που δεν θελήσαµε να συνειδητοποιήσουµε τις διεθνείς εξελίξεις και να κατανοήσουµε τη γενικότερη πολιτική των Μεγάλων ∆υνάµεων, πολιτική που προσδιορίζεται συνήθως από τα δικά τους συµφέροντα.

Το χειρότερο είναι ότι δεν θελήσαµε να λάβουµε υπόψη µας ούτε τα όσα κατά τρόπο ανεπίσηµο ανακοινώθηκαν την εποχή εκείνη, δηλαδή αρκετά πριν από την επίσηµη συµφωνία Τσόρτσιλ - Στάλιν, που έγινε τον Οκτώβριο του 1944. Και εδώ θα ήθελα να αναφερθώ σε γεγονότα που έζησα από κοντά και που για πρώτη φορά, νοµίζω, έρχονται στη δηµοσιότητα.

Οι πρώτες συζητήσεις για “ζώνες επιρροής” έγιναν στις αρχές του 1944 και κορυφώθηκαν τον Μάιο - Ιούνιο του ίδιου έτους. Σαν µια πρώτη ανεπίσηµη ενηµέρωση προς την ΠΕΕΑ µπορεί να θεωρηθεί η πρωτοβουλία του τότε υπουργού της κυβέρνησης Παπανδρέου, Κων. Ρέντη, να µε ενηµερώσει, υπό την ιδιότητά µου ως µέλους της ΠΕΕΑ, τον Ιούλιο του 1944, για τις συζητήσεις που γίνονταν µεταξύ των Συµµάχων για “ζώνες επιρροής” και για το ότι, κατά πληροφορίες που είχε η ελληνική κυβέρνηση, η Ελλάδα θα υπαγόταν υπό την αγγλική επιρροή. Και στην πληροφόρηση αυτή ο Κ. Ρέντης κατέληγε επί λέξει, όπως αναφέρω στο σχετικό σηµείωµα που υπέβαλα στα άλλα µέλη της ΠΕΕΑ: “Αυτό πρέπει να το έχετε υπόψη, καθώς και η Επιτροπή του Βουνού, γιατί η τυχόν αδιάλλακτη τακτική και η επίτευξη συµφωνίας µεταξύ µας µπορεί να έχει ως αποτέλεσµα την παράταση της παραµονής των ξένων στην Ελλάδα και την επαναφορά του Γεωργίου».

Δυστυχώς, η πληροφόρηση αυτή του Ρέντη δεν ελήφθη σοβαρά υπόψη, ούτε δόθηκε η σηµασία που έπρεπε από τα κοµµουνιστικά µέλη της ΠΕΕΑ, που θεωρούσαν µια τέτοια συµφωνία των Συµµάχων αδιανόητη. Όταν, στις παραµονές των Δεκεµβριανών, οπότε οι διαπραγµατεύσεις Παπανδρέου - Άγγλων και ΕΑΜ είχαν φθάσει σε κρίσιµο αδιέξοδο, προσπάθησα να επηρεάσω και να µεταπείσω τον Σιάντο, που ήταν ο σκληρός εκπρόσωπος του ΚΚΕ και του ανέφερα τα της συµφωνίας Τσόρτσιλ - Στάλιν για την εκχώρηση της Ελλάδας στη σφαίρα επιρροής της Αγγλίας, ο Σιάντος µου απάντησε κατηγορηµατικά: “Αυτά τα διαδίδουν οι Άγγλοι για να µας επηρεάσουν. Δεν είναι δυνατόν οι Ρώσοι να παραχωρήσουν, χωρίς να το ξέρουµε, την Ελλάδα στους Άγγλους. Αν υπήρχε µια τέτοια συµφωνία, θα είχα ενηµερωθεί από τους Ρώσους».

Ο Σιάντος, που είχε περάσει το µεγαλύτερο µέρος της ζωής του στις φυλακές και ζούσε υπό την επίδραση της µονολιθικής κοµµουνιστικής θεωρίας, δεν µπορούσε να καταλάβει ότι οι διεθνείς συνθήκες είχαν αλλάξει και ότι οι Μεγάλοι ρύθµιζαν τα συµφέροντά τους αδιαφορώντας για τα συµφέροντα των µικρών λαών και ότι η ιδεολογία έρχεται συχνά σε δεύτερη µοίρα.

Αλλά στο ίδιο λάθος έπεσε και ο τότε πρωθυπουργός, Γεώργιος Παπανδρέου, που δεν αξιοποίησε την πληροφορία αυτή για να αποφευχθούν τα ∆εκεµβριανά, ενώ είχε κάθε λόγο να τηνπροβάλει, γιατί έτσι θα διετηρείτο η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, που τόσο ανάγκη είχε η χώρα. Πρέπει να προσθέσω, ακόµα, ότι και εµείς, τα µη κοµµουνιστικά µέλη της ΠΕΕΑ, δεν αξιοποιήσαµε σε ικανοποιητικό βαθµό την πληροφόρηση Ρέντη. Είναι από τα µοιραία εκείνα λάθη, για τα οποία δεν βρίσκει κανείς εξήγηση.

Πάντως, τη µεγαλύτερη ευθύνη για τα Δεκεµβριανά και τα όσα επακολούθησαν φέρει η τότε ηγεσία του ΚΚΕ, που δεν µπόρεσε να συνειδητοποιήσει τις τότε διεθνείς συνθήκες, δεν θέλησε να λάβει υπόψη τις έµµεσες προειδοποιήσεις Ρέντη, ούτε και τη γενικότερη στάση της Σοβιετικής Ενωσης. Ναι µεν, οι Ρώσοι δεν ενηµέρωσαν -όπως φαίνεται- απευθείας το ΚΚΕ για τη συµφωνία τους µε τους Άγγλους, είχαν όµως δείξει µε την όλη τους τακτική ότι ήταν υπέρ της δηµοκρατικής εξέλιξης των πολιτικών προβληµάτων στην Ελλάδα.

Θα αναφέρω µερικές χαρακτηριστικές ενδείξεις, που θα έπρεπε να είχαν προβληµατίσει την τότε ηγεσία του ΚΚΕ.

Μια πρώτη ένδειξη είναι η σύσταση του Σοβιετικού πρεσβευτή στο Κάιρο Νοβίκοφ ότι, µετά την Απελευθέρωση, θα έπρεπε να λάβουµε µέρος στις εκλογές, όπου η επιτυχία της κεντροαριστεράς παράταξης, κατά την άποψη των Σοβιετικών, θα ήταν σηµαντική.

Αυτό έδειχνε την επιθυµία αποφυγής κάθε βίαιης ενέργειας. Μια δεύτερη ένδειξη είναι ότι οι Σοβιετικοί ανάγκασαν τους Βουλγάρους να αποχωρήσουν από σηµαντικά εδάφη της Μακεδονίας που είχαν καταλάβει κατά την Κατοχή.

Τέλος, οι Σοβιετικοί, όταν άρχισαν οι συγκρούσεις των Δεκεµβριανών, απέφυγαν και να διαµαρτυρηθούν και να τα σχολιάσουν στον καθηµερινό Τύπο.

Και αυτό έδειχνε ότι αναγνώριζαν την πρωτοβουλία των Άγγλωνόσον αφορά την Ελλάδα.

Βέβαια, ο Στάλιν, όπως προανέφερα, απέφυγε να ενηµερώσει τους Ελληνες κοµµουνιστές, γιατί ήθελε, εκµεταλλευόµενος τα γεγονότα της Ελλάδας, να επιτύχει πλήρη κυριαρχία στις ανατολικές χώρες. Οταν τελικά το επέτυχε, δεν δίστασε να τους αποδοκιµάσει κατά τρόπο απόλυτο. Πράγµατι, τον Φεβρουάριο του 1948, αρκετό χρόνο µετά τα Δεκεµβριανά και ενώ ο Εµφύλιος βρισκόταν σε έξαρση, σε συνάντησή του µε τους Γιουγκοσλάβους ηγέτες Καρντέλ και Τζίλας, ο Στάλιν τούς είπε: «Είναι καθαρή αυταπάτη να νοµίζετε ότι οι ∆υτικές ∆υνάµεις θα αφήσουν την Ελλάδα στους κοµµουνιστές. Εσείς και οι Ελληνες ζείτε σε µια χίµαιρα και µας θέτετε µπροστά σε σοβαρές πολιτικές δυσκολίες».