Το επίσηµο κράτος εξακολουθεί να τις αγνοεί, µη εµπνεόµενο από τον τρισµέγιστο θρύλο τους, και κανένας πανεπιστηµιακός διδάσκαλος δεν µελέτησε στα σοβαρά τις γιγαντοµαχίες Βέργας, ∆ιρού και Πολυαράβου. Γιατί, κατά τις µάχες αυτές, κατανικήθηκε τρεις φορές ο αήττητος Ιµπραήµ και έχασε τα δύο τρίτα του στρατού του σε νεκρούς και τραυµατίες. Επιπλέον, χωρίς τις νίκες αυτές των σπαρτιατικών αρµάτων, είναι απόλυτα βεβαιωµένο ότι δεν θα είχαµε το Ναυαρίνο, γιατί απλούστατα, η Επανάσταση θα είχε σβήσει.

«...Εις τον καιρόν του προσκυνήµατος εφοβήθηκα µόνο για την Πατρίδα, όχι άλλη φορά. Ούτε εις τες αρχές της Επαναστάσεως, ούτε εις τον καιρόν του ∆ράµαλη, όπου ήρθε µε 30.000 στράτευµα εκλεκτό, ούτε ποτέ άλλοτε. Μόνον εις το προσκύνηµα εφοβήθηκα. Η Ρούµελη ήτον όλη προσκυνηµένη, η Αθήνα πεσµένη, τα Ρουµελιώτικα στρατεύµατα διαλυµένα. Μόνον η Πελοπόννησος (µέρος - η Μάνη) ήταν µεινεµένη µε τα δυο νησιά, Υδρα και Σπέτσες... Αυτό το καλοκαίρι εχάλασα είκοσι ρίζιµα (πάκα) χαρτί εις γράµµατα και διαταγάς... Είχα εξ Γραµµατικούς και έγραφαν ηµέραν και νύχτα και δεν επρόφθαιναν...».

Αυτά λέει ο Γέρος του Μοριά, που µόλις έχει αποφυλακισθεί και προσπαθεί να σώσει ό,τι µπορεί. Η ίδια θλιβερή κατάσταση παρατηρείται και στη θάλασσα. Τα πλοία ήταν δεµένα στην Υδρα και στις Σπέτσες χωρίς πληρώµατα και επισκευαστικές εργασίες, µε πανιά ρακένδυτα και ξάρτια σπασµένα. Και τα θρυλικά πυρπολικά ήταν παραµεληµένα τελείως και άνευ πολεµικής ικανότητος. Αυτή ήταν, δυστυχώς, η κατάντια του Ιερού Αγώνος του Εικοσιένα, υστέρα από την αλληλοφαγωµάρα και τη βαρβαρική επιδροµή της τουρκοαιγυπτιακής λαίλαπας.

Μέσα, όµως, στη µεγάλη αυτή απόγνωση, η Θεία Πρόνοια έχει διαφυλάξει άθικτη και αλώβητη µια ακραία κόχη της ελληνικής γης. Μια αξέψυχη σπίθα. Τη σκληροτράχηλη και αδούλωτη Μάνη. Προς την οποία ο Ιµπραήµ στέλνει, µε πολλήν αναίδειαν, χαιρέκακην έπαρση και άµετρη κοµπορρηµοσύνη τελεσίγραφο: Να παραδοθεί αµαχητί, άλλως θα την περάσει όλη από το σπαθί του και δεν θ’ αφήση «µήτε ίχνος οσπιτίου...».

Και ο Γεωργάκης Μαυροµιχάλης. που κρατά το ξερότειχο της Βέργας, στο ιταµό αυτό τελεσίγραφο απαντά σαν άλλος Λεωνίδας: «... Σε περιµένοµε µε όσας διαθέτεις δυνάµεις... Οι κάτοικοι της Μάνης γράφοµε και σε περιµένοµε...» - ΓΕΩΡΓΑΚΗΣ ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗΣ - Αρχηγός Σπαρτιατών.

Ο Ιµπραήµ φρενιάζει από τη λύσσα του και το πρωί της 22ας Ιουνίου του 1826 αρχίζει ο τιτάνιος, ο υπέρτατος αγώνας των Μανιατών για να σώσουν τα ιερά τους χώµατα. Χρησιµοποιεί περίπου 15.000 δυνάµεις από στεριά και θάλασσα. Βοµβαρδίζει µε τον στόλο του τις θέσεις των αµυνοµένων και εξαπολύει κατά κύµατα τα γιουρούσια 8.000 πεζών και ιππέων κατά των 2.400 περίπου κυρίως Μανιατών.
Χωρίς τις νίκες των σπαρτιατικών αρμάτων, είναι απόλυτα βεβαιωμένο ότι δεν θα είχαμε το Ναυαρίνο, γιατί, απλούστατα, η Επανάσταση θα είχε σβήσει

Οκτώ µε δέκα γιουρούσια την ηµέρα, µε αµέτρητη καβαλαρία και πολλά κανόνια από στεριά και θάλασσα έκανε ο Ιµπραήµ το τριήµερο 22, 23 και 24 Ιουνίου, µα η Βέργα δεν λύγισε και δεν πατήθηκε. Γιατί πίσω από αυτό το ξερότειχο είχαν στήσει ταµπούρι άπαρτο µε τα ατσάλινα στήθη τους οι αρειµάνιοι Μανιάτες, που το υπεράσπιζαν και το διαφέντευαν σαν αληθινοί απόγονοι των αρχαίων Σπαρτιατών, «τοις κείνων ρήµασι πειθόµενοι».

Η ίδια πανωλεθρία περίµενε τον επαρµένο σερασκέρη και στο δεύτερο µέτωπο που άνοιξε στρατηγικότατα στην καρδιά της Μάνης, στον ∆ιρό, όπου οι γυναίκες µε τα δρεπάνια του θερισµού, µε πέτρες, µε ξύλα, µε τα δόντια και τα νύχια ακόµα, ξέσχισαν και θέρισαν στην κυριολεξία τις δυνάµεις του. Οι τροµερές σκηνές άφθαστου ηρωισµού που λαµβάνουν χώρα στα λουριά του ∆ιρού και σ’ όλη τη γύρω περιοχή είναι απίστευτου ιστορικού και εθνικού µεγαλείου.

Μερικά από τα εχθρικά πλοία που είναι στον ∆ιρό πάνε στον διπλανό όρµο για να χτυπήσουν το παλάτι των Μαυροµιχαλαίων, στο Λιµένι. Οι εύστοχες βολές του 18ετούς κανονιέρη Λουκά Λουκέα, από τον Λάκκο Οιτύλου, τα πισωγυρίζουν στον ∆ιρό.

Οι προς Αρεόπολη, Πύργο και Χαριά επιδραµώντες Τουρκοαιγύπτιοι πιάνουν µερικούς γέροντες και γερόντισσες να κοιµούνται στα αλώνια, όπου εφύλαγαν τις θηµωνιές τους, και τους κατασφάζουν. Για το γεγονός αυτό πρέπει να διευκρινίσουµε ότι ο Ιµπραήµ, µε τον διµέτωπο πόλεµο κατά της Μάνης, επεδίωκε και το µεγάλο υπέρ αυτού πλεονέκτηµα του αιφνιδιασµού. Γι’ αυτό και αποβίβασε τις δυνάµεις του τη νύχτα της 22ας προς την 23η Ιουνίου στον ∆ιρό, ώστε, µόλις άρχιζε να φωτίζει, να έχει περιζώσει τα γύρω χωριά.

Ο πρωτοσύγγελος Ρηγανάκος, όµως, που λειτουργούσε στον ∆ιρό, και ο παπα-Πουλάκος στον Αγιο Νίκωνα της Χαριάς πρωτοβάρεσαν τις καµπάνες και από αυτούς πήραν το φοβερό µήνυµα και όλα τα άλλα χωριά της Μάνης. Την εικόνα του παµµανιάτικου αυτού συναγερµού µας τη δίνει εναργέστερα ο αρχιµανδρίτης Αµβρόσιος Φραντζής, ο οποίος λέγει µεταξύ άλλων στα αποµνηµονεύµατά του:

«... Οι Μανιάται έκρουσαν τους κώδωνας των Εκκλησιών των και όλοι οι συναχθέντες Αρχιερείς, Ιερείς, άνδρες, γυναίκες, γέροντες και παίδες έδραµον κατά το ∆ιρόν... γράφοντες προς τους εν Αλµυρώ αµυνοµένους, να µη ταραχθώσι ποσώς... µηδέ ν’ αφήσωσι την θέσιν των... καθ ότι οι αποβιβασθέντες εχθροί... θέλουν απολαύσει την αντιµισθίαν των... παρά των αυτό σε... αίµα».
Και η αλάθητη λαϊκή µούσα µάς διεφύλαξε ατόφιο τον µεγάλο και ανεπανάληπτο θρύλο των γυναικών της Μάνης, που, αντί να στήσουν ένα καινούργιο Ζάλογγο, έκαναν κάτι το πρωτόγνωρο, αδιανόητο, αφάνταστο, ηρωικό, επικό και µεγαλειώδες: «... Οι γυναίκες εν τω άµα κάµανε µεγάλο θάµα. Ανασκουµπώνουν τις ποδιές και βάνουν πέτρες στρογγυλές. Καύκαλα ανοίγουνε πολλά ή σκορπούνε τα µυαλά και αρπάζουν τα τραπάνια και τους κόβουν τα κεφάλια...».

Αλλο, πάλι, περιστατικό αναφέρει ότι η κόρη του γερο-Βοζίκη Πανωραία (Πανώρια), πηγαίνοντας στο χωράφι µε ψωµί και βλέποντας δύο Τουρκοαιγυπτίους να προσπαθούν να δέσουν τον καταληφθέντα εξ απήνης γέροντα πατέρα της, απέκοψε τον λάρυγγα του ενός µε το δρεπάνι και µε τη βοήθεια του πατέρα της εξέκαµε και τον άλλον. Ενώ η γυναίκα του Γεωργούλια Γερακαράκου µε τον µικρό γιο της, ονόµατι Κατσιβαρδά, που πήγαινε λίγο ψωµί και τυρί στον άντρα της που πολεµούσε στη Βέργα νηστικός τρία µερόνυχτα, µπλέχτηκε στον πόλεµο µαζί µε τις άλλες γυναίκες στο Λαγκάδι της Χαριάς, κοντά στα Ξεπαπαδιάνικα, κι ενώ το παιδί της πολεµούσε µε το όπλο, εκείνη κυνηγούσε τους Τούρκους µε τις πέτρες. Κι όταν το παιδί της χτυπήθηκε θανάσιµα, πήρε το όπλο του και, κλείνοντας τα µατάκια του, του είπε: «... Κοιµήσου, παιδάκι µου, κοιµήσου. Πήρα εγώ τη θέση σου...».

Ενώ οι οπλαρχηγοί της Βέργας γράφουν: «... Τι τα θέλετε, κύριοι... Εις αυτήν την εποχήν, αι γυναίκες των Σπαρτιατών έδειξαν περισσοτέραν γενναιότητα από τους άνδρας των... Αύται µετά των γερόντων έδιωξαν τον εχθρόν από την Τζήµοβα (Αρεόπολιν).

Μόλις από τους 2.000 και πλέον αποβιβασθέντων εχθρών διεσώθησαν 400, οι δε λοιποί εχάθησαν.... ∆ιότι οι Σπαρτιάται έκαµον και άλλον ένα περίεργον εις αυτήν την εποχήν. ∆ηλαδή, όταν οι εχθροί επηδούσαν εις την θάλασσαν διά να σωθούν, απηδούσαν και αυτοί συγχρόνως σύροντές τους από τα µαλλιά εις την ξηράν διά να τους αφοπλίσουν πρώτα και ύστερις να τους δώσουν του διαβόλου...» - 26 Ιουνίου 1826. Εκ του Στρατοπέδου του Αλµυρού. ΟΙ ΟΠΛΑΡΧΗΓΟΙ ΤΗΣ ΒΕΡΓΑΣ.

Eνα µεγάλο ευχαριστώ στον Αντώνιο Ξεπαπαδάκο, ιστορικό-συγγραφέα, το πόνηµα του οποίου αποτέλεσε το έρεισµα για τη συγγραφή του σηµερινού, επετειακού άρθρου.