Όταν αυτοπυρπολήθηκε ο μικροπωλητής Μοχάμεντ Μπουαζίζι στο Σίντι Μπουζίντ της Τυνησίας στις 17 Δεκεμβρίου 2010, δεν θα μπορούσε να είχε φανταστεί τις συνέπειες που θα είχε αυτή η απονενοημένη πράξη διαμαρτυρίας του.

Πυροδοτώντας ένα κύμα πολιτικών αναταραχών σε ολόκληρο τον αραβικό κόσμο, έδωσε το έναυσμα για τον πιο ριζικό μετασχηματισμό της περιοχής μετά το τέλος της αποικιοκρατίας.

Κατ’ αρχάς ξέσπασε η «Επανάσταση των Γιασεμιών» στην Τυνησία, η οποία οδήγησε στην αποπομπή του επί μακρόν προέδρου της χώρας Ζιν Ελ Αμπιντίν Μπεν Άλι. Πολύ σύντομα οι διαμαρτυρίες εξαπλώθηκαν και σε άλλες αραβικές χώρες, με αποτέλεσμα την ανατροπή και άλλων απολυταρχικών ηγετών – συγκεκριμένα, του Χόσνι Μουμπάρακ στην Αίγυπτο, του Μουαμάρ Ελ-Καντάφι στη Λιβύη και του Αλί Αμπντουλάχ Σαλέχ στην Υεμένη.

Στη Συρία, ο Πρόεδρος Μπασάρ αλ-Άσαντ κατάφερε να διατηρήσει την εξουσία – με τίμημα να βυθίσει τη χώρα του σε έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο, ο οποίος έχει σκοτώσει περισσότερους από μισό εκατομμύριο ανθρώπους, έχει εξαναγκάσει εκατομμύρια να εγκαταλείψουν τη χώρα και εκατομμύρια άλλους να εκτοπιστούν στο εσωτερικό της. Η σύγκρουση αυτή έφερε τη Συρία πίσω στο στρατόπεδο της Ρωσίας και μετέτρεψε τα εδάφη της σε πεδίο μάχης ανάμεσα στο Ιράν και στο Ισραήλ.

Οι περισσότεροι λαοί που κατάφεραν να ανατρέψουν τους αυταρχικούς ηγέτες τους κατά τη λεγόμενη Αραβική Άνοιξη δεν είδαν τις ελπίδες τους για δημοκρατία να ευοδώνονται και να ανθούν. Η «Επανάσταση του Καφέ» της Υεμένης εξελίχθηκε γρήγορα σε εμφύλιο πόλεμο μεταξύ της κεντρικής κυβέρνησης και των ανταρτών Χούτι που υποστηρίζονταν από το Ιράν. Μπορεί εντέλει να παραιτήθηκε ο Σαλέχ, όμως ο λαός της Υεμένης δεν ανακουφίστηκε. Αντίθετα, η Σαουδική Αραβία εξαπέλυσε μια βίαιη επέμβαση εναντίον των Χούτι, μετατρέποντας την Υεμένη σε θέατρο ενός άγριου «πολέμου δι’ αντιπροσώπων» ανάμεσα στην ίδια και στο Ιράν. Το αποτέλεσμα είναι η χειρότερη ανθρωπιστική καταστροφή που έχει γνωρίσει η ανθρωπότητα.

Όσο για τη Λιβύη –που είναι έτσι κι αλλιώς μια «τεχνητή» χώρα, δημιούργημα των αποικιοκρατών– η αλλαγή καθεστώτος που επήλθε μετά από τη Δυτική ανθρωπιστική παρέμβαση υπήρξε χαοτική. Από το 2011 και μετά, η χώρα ταλανίστηκε επανειλημμένα από διαμάχες μεταξύ δυνάμεων που υποστηρίζονται από ποικίλους εξωτερικούς παράγοντες, όπως π.χ. από την Αίγυπτο, τη Ρωσία, την Τουρκία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, καθώς και από αποστάτες στρατηγούς και τοπικούς πολέμαρχους.

Τα ντόμινο εξακολούθησαν να πέφτουν για πολλά χρόνια, με το Κίνημα Χιράκ της Αλγερίας να εκρήγνυται τον Φεβρουάριο του 2019 – έξι μέρες μετά την ανακοίνωση του Αμπντελαζίζ Μπουτεφλίκα ότι έθετε υποψηφιότητα για την πέμπτη προεδρική θητεία του. Οι διαμαρτυρίες υποχρέωσαν τον Μπουτεφλίκα σε παραίτηση και οδήγησαν σε μεγάλης κλίμακας μποϊκοτάζ των προεδρικών εκλογών του Δεκεμβρίου του 2019. Ο νικητής εκείνης της εκλογικής αναμέτρησης, Αμπντελματζίντ Τεμπούν, δεν είναι παρά ένα ακόμη «κοσμικό» πρόσωπο ενός φαινομενικά ατελείωτου στρατιωτικού καθεστώτος.

Η Αραβική Άνοιξη αποκάλυψε τη σύμφυτη ευθραυστότητα πολλών από τις πληγείσες χώρες. Ορισμένοι ηγέτες κατόρθωσαν να διατηρήσουν την εξουσία και ορισμένοι στρατιωτικοί μηχανισμοί καταστολής παραμένουν ισχυροί, ωστόσο η ισχνή νομιμοποίησή τους –που συχνά εδράζεται σε εκλογές που κέρδισαν με νοθεία– τους αφήνει εξαιρετικά ευάλωτους, ιδιαίτερα ενόψει των φυλετικών ή ισλαμιστικών τάσεων στους πληθυσμούς τους. (Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι αραβικές μοναρχίες –το Μαρόκο, η Ιορδανία και η Σαουδική Αραβία– που αντλούν σε μεγάλο βαθμό τη νομιμοποίησή τους από τη θρησκεία, τα πήγαν πολύ καλύτερα από τις ψευδο-προεδρικές δημοκρατίες.)

Φέρνοντας στο φως τις κρατικές αδυναμίες, η Αραβική Άνοιξη άνοιξε τον δρόμο για την άνοδο της σουνιτικής τρομοκρατικής ομάδας «Ισλαμικό Κράτος» σε περιοχές της Συρίας, του Ιράκ και της χερσονήσου του Σινά, όπου οι κεντρικές κυβερνήσεις δεν είχαν κανέναν έλεγχο. Τοπικές και διεθνείς δυνάμεις κατάφεραν εντέλει να καταλύσουν το «χαλιφάτο» του λεγόμενου ΙΣΙΣ,

όμως η ομάδα του εξακολουθεί να έχει «εκπροσώπους» στην Αίγυπτο, τη Συρία και τη Λιβύη. Όσο παραμένει χωρίς να αντιμετωπίζεται το πρόβλημα της κρατικής αδυναμίας, θα εξακολουθήσουν να αναδύονται Σουνίτες πολέμαρχοι.

Ο κόσμος δείχνει να εναποθέτει τις εκλογικές του ελπίδες στο πολιτικό Ισλάμ, το οποίο έχει αναδειχθεί ως η κύρια εναλλακτική λύση στην κοσμική απολυταρχία την τελευταία δεκαετία. Οπουδήποτε πραγματοποιήθηκαν ελεύθερες εκλογές, τα ισλαμιστικά κόμματα κέρδισαν την εξουσία. Το μετριοπαθές κόμμα Ενάχντα της Τυνησίας, για παράδειγμα, διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στο γεγονός ότι η Τυνησία αναδείχθηκε ως η μόνη χώρα όπου η Αραβική Άνοιξη πέτυχε, με τις τρεις εκλογικές αναμετρήσεις από το 2011 και μετά να έχουν οδηγήσει σε ειρηνικές μεταβιβάσεις εξουσίας.

Στην Αίγυπτο, ο Μοχάμεντ Μόρσι της Μουσουλμανικής Αδελφότητας κέρδισε την προεδρία το 2012. Όμως, μετά από μόλις έναν χρόνο και κάτι στην εξουσία, ο στρατός, με επικεφαλής τον Στρατάρχη Αμπντέλ Φατάχ αλ-Σίσι, εκτόπισε τον Μόρσι και εγκατέστησε ένα καθεστώς ακόμη πιο καταπιεστικό από εκείνο του Μουμπάρακ.

Κανένα αφήγημα της ιστορίας του πρόσφατου μετασχηματισμού της Μέσης Ανατολής δεν είναι πλήρες χωρίς αναφορά στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στα πρόσφατα δημοσιευμένα απομνημονεύματά του, ο Μπαράκ Ομπάμα ομολόγησε πως, αν ήταν νεαρός Αιγύπτιος, θα είχε προσχωρήσει στους διαδηλωτές στην πλατεία Ταχρίρ του Καΐρου το 2011. Αντ’ αυτού, όμως, ως πρόεδρος των ΗΠΑ, θυσίασε τους δύο πιο κοντινούς περιφερειακούς συμμάχους της Αμερικής, τον Μουμπάρακ και τον Μπεν Άλι, ανοίγοντας τον δρόμο για την επαναχάραξη του στρατηγικού χάρτη της Μέσης Ανατολής.

Όπως κατέστησε σαφές στον Ομπάμα ο Μοχάμεντ Μπιν Ζαγέντ, διάδοχος του θρόνου στο Εμιράτο του Αμπού Ντάμπι και αναπληρωτής Ανώτατος Διοικητής των Ενόπλων Δυνάμεων των ΗΑΕ, το γεγονός ότι οι ΗΠΑ επέτρεψαν τον εκτοπισμό του Μουμπάρακ και αποδέχτηκαν την εκλογική νίκη του Μόρσι έδωσε την εντύπωση ότι οι ΗΠΑ δεν ήταν αξιόπιστος μακροπρόθεσμος εταίρος. Λαμβάνοντας υπόψη τη συσσωρευμένη αίσθηση προδοσίας μεταξύ των Αράβων εταίρων της Αμερικής, ο Ομπάμα διαπραγματεύτηκε στη συνέχεια το Κοινό Συνολικό Σχέδιο Δράσης (JCPOA) με το Ιράν και επανέφερε την ισορροπία στις στρατηγικές προτεραιότητες των ΗΠΑ έναντι της Ασίας, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο στη Ρωσία για να επεκτείνει την επιρροή της στη Μέση Ανατολή.

Οι μη αραβικές περιφερειακές δυνάμεις –το Ιράν, η Τουρκία και το Ισραήλ– έσπευσαν κι αυτές να εκμεταλλευτούν τα δεινά των Αράβων. Όσο η Αμερική ήταν απασχολημένη με το να πολεμά τον ΙΣΙΣ, το Ιράν βοήθησε στη διάσωση του καταδικασμένου συριακού καθεστώτος και ανέπτυξε τις δικές του δυνάμεις κατά μήκος των συνόρων του Ισραήλ. Η εμβέλειά του εκτείνεται τώρα από τη Συρία και το Ιράκ ως τις ακτές της Μεσογείου στον Λίβανο.

Εν τω μεταξύ, η Τουρκία έχει γίνει η κυρίαρχη δύναμη στη Βόρεια Συρία, όπου ισχυρίζεται ότι εμποδίζει τη δημιουργία ενός αυτόνομου κουρδικού κράτους στο κατώφλι της, ενώ έχει παγιώσει και τη στρατιωτική της παρουσία στο Κατάρ. Ακόμα και η εισροή Σύρων προσφύγων στην Τουρκία έχει μετατραπεί σε ένα ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί για τον Πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος έχει απειλήσει να στείλει εκατομμύρια πρόσφυγες στην Ευρώπη εάν οι ηγέτες της επικρίνουν τις δικτατορικές πρακτικές του.

Ίσως όμως το πιο συγκλονιστικό αποτέλεσμα των πρόσφατων αναταραχών στον αραβικό κόσμο έχει να κάνει με το Ισραήλ. Θεωρώντας το Ισραήλ έναν απαραίτητο μεσολαβητή για να κινηθούν τα νήματα στην Αμερική, και τώρα έναν αξιόπιστο σύμμαχο στην αντιπαράθεσή τους με το Ιράν, ορισμένα αραβικά κράτη –όπως το Μπαχρέιν, τα ΗΑΕ, το Μαρόκο και το Σουδάν– έχουν ομαλοποιήσει τις διμερείς τους σχέσεις με το Ισραήλ. Μόλις ακολουθήσει το παράδειγμά τους και η Σαουδική Αραβία, η αραβοϊσραηλινή διαμάχη ουσιαστικά θα λήξει, παρόλο που το παλαιστινιακό ζήτημα παραμένει άλυτο. Κάτι τέτοιο θα σημάνει μια σημαντικότατη πολιτική μετατόπιση στη Μέση Ανατολή.

Καθώς μπαίνουμε στο 2021, το γεωπολιτικό τοπίο στον αραβικό κόσμο θα συνεχίσει να μετατοπίζεται. Το αποτέλεσμα αυτών των μετατοπίσεων θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες

και κυρίως από το αν –ή το πότε– θα κινητοποιήσει και πάλι τους αραβικούς πληθυσμούς η επιδίωξη του στόχου της δημοκρατίας.

Από την επάνοδο της Ρωσίας ως την ομαλοποίηση των σχέσεων του Ισραήλ με έναν αυξανόμενο αριθμό αραβικών κρατών, η δεκαετία που μεσολάβησε από την «Αραβική Άνοιξη» ως σήμερα αναδιαμόρφωσε και συνεχίζει να αναδιαμορφώνει τον γεωπολιτικό χάρτη της Μέσης Ανατολής. Το αποτέλεσμα αυτών των μετατοπίσεων θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες και κυρίως από το αν –ή το πότε– θα κινητοποιήσει και πάλι τους αραβικούς πληθυσμούς η επιδίωξη του στόχου της δημοκρατίας.