Έρευνα και µελέτη των µεγάλων αµερικανικών πανεπιστηµίων έχει ως αντικείµενο την οθωµανική εξωτερική πολιτική που τη διαχειρίζονταν επί 330 χρόνια αποκλειστικά οι Φαναριώτες. Και όταν ο σουλτάνος αποκεφάλιζε, το 1821, τον µέγα δραγουµάνο της Πύλης, τον Κωστάκη Μουρούζη, αυτός του είπε: «Τετρακόσια χρόνια σου κρατήσαµε µια αυτοκρατορία από τον ∆ούναβη µέχρι τον Νείλο και από το Αραράτ µέχρι το Γιβραλτάρ.

Αυτοί στους οποίους παραδίδεις την αυτοκρατορία, τους Ντονµέδες, σε έναν αιώνα θα σου έχουν αφήσει την Αγκυρα και τα περίχωρα». Αυτήν τη φαναριώτικη πολιτική ας γνωρίζουµε από κοντά και ίσως καταλάβουµε ποιους έχουµε απέναντί µας. Ισως...

Η τουρκική εξωτερική πολιτική κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσµίου Πολέµου θα έπρεπε να καθοριζόταν από τη Συνθήκη Συµµαχίας την οποία η τουρκική κυβέρνηση υπέγραψε µε τους Βρετανούς και τους Γάλλους το φθινόπωρο του 1939. Οι Τούρκοι, όµως, δεν εκπλήρωσαν τις υποχρεώσεις τους και ακολούθησαν µια απρόβλεπτη πορεία, που έφερνε σε αµηχανία και εξόργιζε τους συµµάχους τους.

Μόνο το 1944 οι Τούρκοι διέκοψαν τις σχέσεις µε τη Γερµανία. Λίγους µήνες αργότερα, δειλά-δειλά, κήρυξαν τον πόλεµο. Ποτέ, όµως, δεν υπήρξαν πραγµατικοί µαχητές του συµµαχικού συνασπισµού. Η Βρετανία και αργότερα οι Ηνωµένες Πολιτείες έκριναν την τουρκική διπλωµατία ως αδιαλείπτως κακόπιστη. Από την άλλη πλευρά, πάλι, Τούρκοι ιστορικοί και µερικοί ξένοι ερευνητές την υποστήριξαν ως τη µόνη λογική πορεία για µια χώρα µε µικρές στρατιωτικές δυνάµεις και ασθενή οικονοµία.

Τα τουρκικά αρχεία παραµένουν ακόµη κλειστά για τους ερευνητές, τα επίσηµα όµως γερµανικά και βρετανικά έγγραφα, που ανοίχτηκαν µετά τον πόλεµο, δείχνουν ότι όσοι υπερασπίζονται τη στάση της Τουρκίας είναι µόνο εν µέρει ακριβείς. Το 1938, οι Τούρκοι θα είχαν προτιµήσει µια συµµαχία µε τη Γερµανία από τη συµµαχία που επρόκειτο να διαπραγµατευθούν έναν χρόνο αργότερα µε τη Βρετανία και τη Γαλλία.

Εκείνη, όµως, την εποχή το υπουργείο Εξωτερικών στο Βερολίνο ήταν απρόθυµο να δεχθεί µια συνεργασία µαζί τους. Μερικοί Γερµανοί πολιτικοί προτιµούσαν έναν διακανονισµό µε τους Αραβες παρά µια συµµαχία µε τους Τούρκους, ενώ άλλοι προσπαθούσαν να επιτύχουν µια αδιατάρακτη σχέση µε τη Ρωσία, σχέση που θα ανέβαλλε την απειλή ενός πολέµου στο Ανατολικό Μέτωπο, όταν ο πόλεµος θα ξεσπούσε στη ∆ύση. ∆εν ήθελαν να συµµαχήσουν µε την Τουρκία, παλιό εχθρό της Ρωσίας.

«Αυτοί στους οποίους παραδίδεις την αυτοκρατορία, τους Ντονμέδες, σε έναν αιώνα θα σου έχουν αφήσει την Αγκυρα και τα περίχωρα».

Ετσι, λοιπόν, η Γερµανία αγνόησε περιφρονητικά τους Τούρκους και τους έσπρωξε να επιδιώξουν έναν συµβιβασµό µε τη Βρετανία. Οταν, επιτέλους, κάθισαν στην τράπεζα των διαπραγµατεύσεων µε τους Συµµάχους, οι Τούρκοι, παρ’ όλους τους ενδοιασµούς που είχαν στο παρελθόν, συζητούσαν µε ζωηρότητα και ενθουσιασµό.




Οι Τούρκοι διαπραγµατευτές ελάχιστα αναφέρθηκαν στις στρατιωτικές και οικονοµικές αδυναµίες της χώρας τους, τις ίδιες αυτές αδυναµίες που µερικοί ιστορικοί αναφέρουν για να δικαιολογήσουν τις αποφάσεις της Τουρκίας σχετικά µε την εξωτερική της πολιτική.

Γρήγορα, οι Γερµανοί παραδέχθηκαν ότι έσφαλαν απορρίπτοντας την τουρκική βοήθεια. Καθώς οι σχέσεις τους µε το Λονδίνο και το Κρεµλίνο χειροτέρευαν, µεγάλωνε αντιστοίχως και η στρατηγική σηµασία µιας συµµαχίας µε τους Τούρκους.

Οι Τούρκοι θα µπορούσαν να επανδρώσουν τον έναν βραχίονα µιας γιγαντιαίας γερµανικής λαβίδας. Ανεβαίνοντας από τον Νότο, θα µπορούσαν να βοηθήσουν στην παγίδευση και εξόντωση του Ερυθρού Στρατού. Κατεβαίνοντας από τον Βορρά, θα µπορούσαν να εκδιώξουν τις ολιγάριθµες βρετανικές προφυλακές στη Μέση Ανατολή.

Οταν, όµως, ο κεραυνοβόλος πόλεµος απέτυχε να υποτάξει τους Βρετανούς, οι Τούρκοι, χωρίς να δείχνουν λιγότερη διάθεση να συµµετάσχουν στον πόλεµο, άρχισαν να ανεβάζουν το αντίτιµο. Πίεζαν τους Γερµανούς να εισβάλουν στο Ιράκ, ώστε να µπορέσει η Τουρκία να αποκτήσει τα πετρέλαια της Μοσούλης.

Θέλοντας να επιτύχουν µια δίοδο διά ξηράς προς την Εγγύς Ανατολή και την Αίγυπτο, οι Γερµανοί ενεπλάκησαν σε αυτήν την ιρακινή επικίνδυνη περιπέτεια, αν και δεν αποτελούσε µέρος του αρχικού τους προγράµµατος. Οι προετοιµασίες τους υπήρξαν ελάχιστες, το σχέδιο δράσης ασαφές και η ήττα τους στη Βαγδάτη ταπεινωτική.

Η εκδίωξη της Γερµανίας από το Ιράκ το 1941 τής στοίχισε την εµπιστοσύνη των Αράβων οπαδών της και την κατέστησε περισσότερο ευάλωτη παρά ποτέ στους τουρκικούς εκβιασµούς. Μόνοι οι Τούρκοι κρατούσαν το κλειδί της διόδου διά ξηράς προς τη ∆ιώρυγα τού Σουέζ και τον Περσικό Κόλπο, δηλαδή προς τις περιοχές εκείνες όπου η Γερµανία θα µπορούσε κάλλιστα να πλήξει τη Βρετανία γρήγορα και καίρια.

Το Λονδίνο είχε σοβαρούς λόγους να ευγνωµονεί την Τουρκία για την ουδετερότητά της, η οποία εµπόδιζε την πρόσβαση του Χίτλερ προς τη Μέση Ανατολή. Γενικώς, όµως, η βρετανική κυβέρνηση εξακολουθούσε να θεωρεί την αγγλοτουρκική συµµαχία µια σχέση άκαρπη και ταπεινωτική.

Ο Τσόρτσιλ ήθελε να ανοίξει ένα δεύτερο µέτωπο στα Βαλκάνια, η άρνηση όµως της Τουρκίας να συµµετάσχει έκανε να µαταιωθεί ο στόχος του. Ηθελε να προωθήσει περισσότερο πολεµικό υλικό προς την πολιορκούµενη Ρωσία, αλλά οι Τούρκοι απαγόρευσαν τη χρήση των Στενών γι’ αυτήν την αποστολή. Τέλος, οι Τούρκοι απειλούσαν την ακεραιότητα της ίδιας της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Προσφέρθηκαν να µπουν στον πόλεµο µε αντάλλαγµα την παραχώρηση της ∆ωδεκανήσου, την οποία η Ιταλία είχε πάρει το 1911 από τον Τούρκο σουλτάνο.

Το Φόρεϊν Οφις ίσως να είχε δεχθεί αυτό το αίτηµα, αν δεν αντιλαµβανόταν ότι η Τουρκία ήταν έτοιµη να συνεχίσει ζητώντας τη βρετανική αποικία της Κύπρου. Μέχρι το 1914, η Κύπρος νοµίµως ανήκε στην Τουρκία και µια µεγάλη τουρκική µειονότητα ζούσε ακόµη στο νησί. Καµία, όµως, βρετανική κυβέρνηση, υπό την ηγεσία ενός αποικιοκράτη, όπως ήταν ο Τσόρτσιλ, δεν ήταν διατεθειµένη να διαπραγµατευθεί µε αυτές τις προϋποθέσεις. Ετσι, λοιπόν, ούτε το Oυάϊτχολ ούτε η Βίλελµστρασε κατάφεραν να φέρουν την Τουρκία στον πόλεµο.