Το αναφέρουμε, το συζητάμε, αλλά μας είναι στην ουσία terra incognita. Καιρός λοιπόν με την είσοδο του 2020 να το επισκεφθούμε και να το γνωρίσουμε, με ευκαιρία τις αναπόφευκτες κοινωνικές και οικονομικές τριβές που θα εμφανιστούν παράλληλα με τον νέο εποικισμό που κουρταλεί τις θύρες μας και δρομολογεί νέες συνθήκες.

Είχε προηγηθεί το 1997 ο κανονισμός «∆ουβλίνο Ι» και το 2003 ακολούθησε ο κανονισμός «∆ουβλίνο ΙΙ» (όλοι τους πρακτικά με το ίδιο περιεχόμενο). Ο εν λόγω κανονισμός καθορίζει ότι όταν ένας αλλοδαπός εισέλθει παράνομα στην Ε.Ε. και αιτηθεί άσυλο, το κράτος που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αυτής της αίτησης είναι αυτό της αρχικής εισόδου. Η ευθύνη αυτή δεν μεταβιβάζεται ούτε αναιρείται με τη μετάβαση του αιτουμένου άσυλο σε άλλο κράτος της Ε.Ε., παρά μόνο αν αυτό αποδεχθεί τη σχετική ευθύνη οικειοθελώς.

Με τον τρόπο αυτόν οι χώρες του ευρωπαϊκού κέντρου τυπικά έχουν πάντα στη διάθεσή τους μια χώρα «πρώτης απέλασης», αφού, αν στο έδαφός τους συλληφθεί ένας μετανάστης που προηγουμένως έχει αιτηθεί άσυλο σε χώρα της περιφέρειας, αυτός μπορεί πάντα να επαναπροωθηθεί στο κράτος «αρχικής εισόδου». Με τις ρυθμίσεις αυτές το «∆ουβλίνο ΙΙ» αποσαφήνισε τυπικά την ευθύνη εξέτασης αίτησης και χορήγησης ασύλου μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε., αλλά στην πράξη στεγανοποίησε τον ευρωπαϊκό πυρήνα και μετέθεσε το βάρος του χειρισμού της παράνομης μετανάστευσης στις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας, οι οποίες, εξ αντικειμένου, είναι οι χώρες υποδοχής, δεδομένου ότι αυτές διαθέτουν εξωτερικά σύνορα.

Στην κατάσταση αυτή, η Ελλάδα κατέχει μια ελάχιστα επίζηλη θέση: με τη δυνατότητα άσκησης δημογραφικής και μεταναστευτικής πολιτικής διπλά υπονομευμένη, αφενός από την οικονομική της αδυναμία και αφετέρου από την ιδεολογική σύγχυση που μόνιμα τη διακατέχει, διαθέτει το αρνητικό προνόμιο να είναι γεωγραφικά η πλέον εκτεθειμένη χώρα-μέλος της Ε.Ε. στα μεταναστευτικά ρεύματα που ήδη καταφθάνουν από την Ασία και την Αφρική. Επίσης, έχει την «ατυχία» να συνορεύει με την Τουρκία, η οποία για περισσότερο από μία δεκαετία έχει λειτουργήσει ως το εφαλτήριο της παράνομης μετανάστευσης από την Ασία και την Αφρική προς την Ευρώπη.

Στα παραπάνω αρνητικά δεδομένα θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και οι περιορισμοί τους οποίους επέβαλε (τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια εφαρμογής του) ο ευρωπαϊκός κανονισμός 343 του 2003, γνωστός και ως «∆ουβλίνο ΙΙ». Αναγνωρίζοντας έμμεσα αυτή την ασυμμετρία, η Ε.Ε. προχώρησε ως αντιστάθμισμα από το 2005 στη σύσταση της Frontex, η οποία είναι η ευρωπαϊκή υπηρεσία που ως αποστολή έχει να συντονίζει και να συνδράμει τα κράτη-μέλη στη διαχείριση των εξωτερικών συνόρων και παράλληλα να διασφαλίζει την ενιαία εφαρμογή των σχετικών κοινοτικών μέτρων. Με τον τρό-πο αυτόν τα κράτη της ευρωπαϊκής περιφέρειας επικουρούνται στη φύλαξη των συνόρων τους, αλλά δεν αίρονται οι συνέπειες που έχει για αυτές το «∆ουβλίνο ΙΙ».

Οπως ήταν φυσικό, ο κανονισμός «∆ουβλίνο ΙΙ» επιβάρυνε υπέρμετρα τις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Ετσι, είναι εντυπωσιακό ότι η Ελλάδα στο παρελθόν κατηγορήθηκε από διεθνείς οργανισμούς, όπως π.χ., η Υπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNCΗR), για πλημμελή εφαρμογή των προβλεπόμενων διαδικασιών και κακομεταχείριση μεταναστών (υπο-βαθμισμένες συνθήκες στα κέντρα κράτησης, μεγάλες καθυστερήσεις στην επεξεργασία των αιτημάτων ασύλου κ.λπ.).

Σε μια πολύ ενδιαφέρουσα εξέλιξη τον ∆εκέμβριο του 2011 το Ευρωπαϊκό ∆ικαστήριο Ανθρωπίνων ∆ικαιωμάτων (Ε∆Α∆) εξέτασε δύο διαφορετικές περιπτώσεις αίτησης ασύλου, στις οποίες οι αιτούμενοι είχαν εισέλθει στην Ε.Ε. μέσω Ελλάδας και Βελγίου και απεφάνθη ότι ο κανονισμός «∆ουβλίνο ΙΙ» δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται αυτομάτως (Π3.71).

Σύμφωνα με το Ε∆Α∆, τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. δεν έχουν το δικαίωμα να επιστρέφουν τους αιτούμενους άσυλο σε κράτος-μέλος όπου «θα διατρέξουν ουσιαστικό κίνδυνο να υποστούν απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση». Σχετικά υπήρξαν καταδικαστικές αποφάσεις κατά των δύο χωρών. Οι αποφάσεις αυτές λειτούργησαν ως άρση του κανονισμού «∆ουβλίνο ΙΙ», αφού έκτοτε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες προχώρησαν σε άμεση εξέταση ασύλου, χωρίς να είναι κράτη αρχικής εισόδου. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι όσα συνέβησαν με την έκρηξη των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών το 2015, όταν πολλές ευρωπαϊκές χώρες παραμέρισαν το «∆ουβλίνο ΙΙ» και ανέλαβαν απευθείας να εξετάσουν αιτήματα ασύλου (όπως π.χ. των Σύριων προσφύγων που είχαν εισέλθει στην Ε.Ε. μέσω Ελλάδας και στη συνέχεια είχαν φτάσει στην Κεντρική Ευρώπη). Παρά τις εξελίξεις αυτές, θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι οι επικρίσεις που κατά καιρούς διατυπώθηκαν κατά της Ελλάδας μπορεί τυπικά να είχαν κάποια βάση, αλλά παρέβλεπαν το κυριότερο: ότι το «μποτιλιάρισμα» των μεταναστών που παρατηρήθηκε συχνά στην Ελλάδα οφειλόταν εν πολλοίς στη μεταναστευτική πολιτική της Ε.Ε., της οποίας βασικός πυλώνας είναι το «∆ουβλίνο ΙΙ». Για να το θέσουμε με τα λόγια του αρθρογράφου Στιβ Κόουλ στο αμερικανικό περιοδικό «New Yorker» (2012): «Η πολιτική αυτή επέτρεψε σε κράτη όπως η Γαλλία, η Γερμανία και άλλες χώρες που αποτελούν ελκυστικούς προορισμούς για τους οικονομικούς μετανάστες να φορτώσουν στην Ελλάδα το καθήκον να αστυνομεύει τα σύνορά της και να φροντίζει για τους μετανάστες, καθήκον που οι αδύναμες κυβερνήσεις της χώρας δεν μπορούσαν να φέρουν εις πέρας ούτε τις καλές εποχές πριν από την οικονομική κρίση» (Π8.14).

Κλείνοντας το εδάφιο αυτό, θα θέλαμε να τονίσουμε ότι η πληθυσμιακή έκρηξη του Τρίτου Κόσμου, πέρα από τη μεταναστευτική της διάσταση, δημιουργεί πρωτόγνωρες συνθήκες, απαιτήσεις και προοπτικές σε πλανητική κλίμακα. Σε έναν κόσμο όπου, σύμφωνα με το ενδιάμεσο σενάριο του ΟΗΕ, το 2030 ο συνολικός πληθυσμός θα αριθμεί 8,3 δισεκατομμύρια, τα πάντα τίθενται σε πολύ διαφορετική κλίμακα από ό,τι μόλις λίγες δεκαετίες πριν.

Στο πλαίσιο της παρούσας ανάλυσης θα επισημάνουμε μόνο το πιο προφανές: στις διαμορφούμενες συνθήκες αποκτά επιπρόσθετη σημασία ο έλεγχος και η διαχείριση των φυσικών πόρων, από τους πιο πρωταρχικούς, όπως είναι η γεωργική γη και οι υδάτινοι πόροι, έως τους βιομηχανικά αναγκαίους, όπως είναι το πετρέλαιο, τα μέταλλα και γενικά ο ορυκτός πλούτος. Τα στοιχεία αυτά και οι πάσης φύσεως υποδομές (μεταφορών, ενέργειας κ.λπ.) αποτελούν με όλο και μεγαλύτερη επίταση βασικά διεκδικούμενα από τα οικονομικώς και πολιτικώς κυρίαρχα διεθνή υποκείμενα, τα οποία, άλλοτε διαγκωνιζόμενα και άλλοτε συνεργαζόμενα, προσπαθούν να ελέγξουν όσο γίνεται μεγαλύτερα τμήματα της παγκόσμιας σκακιέρας.

Για να πετύχουν αυτούς τους στόχους, αξιοποιούν όλα τα διαθέσιμα μέσα: ένοπλες επεμβάσεις στο όνομα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εκμετάλλευση της απώλειας εθνικού ελέγχου που γεννούν ο υπερδανεισμός κρατών και η διαφθο-ρά πολιτικών ηγεσιών, διάδοση και εμπέδωση μιας παγκόσμιας υπερεθνικής «υποκουλτούρας», η οποία εξαλείφει και ισοπεδώνει εθνικές αναφορές κ.ά.

Για όσους μπορούν βεβαίως να αξιοποιούν ή να ελέγχουν προς όφελός τους τις εξελίξεις, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι και η μετανάστευση θα αναδειχθεί σε ένα ακόμη εργαλείο πολιτικής, αφού μέσω αυτής μπορούν να επιτευχθούν πολλοί στόχοι ταυτόχρονα: απεθνικοποίηση και αποσύνθεση των συλλογικών υποκειμένων, που θα μπορούσαν να αντισταθούν στην απαλλοτρίωση των εθνικών τους χώρων, εμπλουτισμός του εργατικού δυναμικού με άφθονους και δεκτικούς μετανάστες, οι οποίοι μπορούν να υποκαταστήσουν τους απαιτητικούς και ακριβούς γηγενείς εργάτες, δημογραφική τόνωση των κυρίαρχων πολιτικά χωρών με επιλεκτική αποδοχή μεταναστών υψηλού μορφωτικού επιπέδου κ.λπ.