Δεν ξέρω αν το όνομα «Νίκος Γούναρης» σημαίνει πια κάτι για τους πολλούς. Ομως για τους γλεντζέδες του ’50 και του ’60 ήταν σχεδόν συνώνυμο του κεφιού και της διασκέδασης. «Οσο υπάρχει Γούναρης, το λαϊκό τραγούδι δεν μπορεί να σηκώσει κεφάλι», φέρεται να είχε πει ο Βασίλης Τσιτσάνης. Για του λόγου το αληθές, δε, ο Μίμης Πλέσσας στην αυτοβιογραφία του μαρτυρά το παρακάτω περιστατικό από μια μεγάλη συναυλία, που έλαβε χώρα το 1958 στο Καλλιμάρμαρο, προς ενίσχυση των τότε σεισμοπλήκτων του Βόλου: «Το Στάδιο γεμάτο και ο κόσμος ευγενικός, μ’ ένα χειροκρότημα συγκρατημένο. Στην άδεια, μεγάλη εξέδρα, κρατώντας την κιθάρα του, προχώρησε με ιδιόρρυθμο βήμα και χωρίς συνοδεία τραγούδησε: “Ενα βράδυ που ’βρεχε”, ταραραράμ (η κιθάρα του), “που ’βρεχε μονότονα” ταραραράμ - επέμεινε. Δεν προλάβαμε να σκεφτούμε ότι θα πάει άπατος, χωρίς τα δικά μας “μεγαλεία”, γιατί στο μεταξύ είχε φτάσει στο ρεφρέν. Και τότε 60.000 στόματα ακούστηκαν με μια φωνή: “Αχ, αυτός ο άτιμος ήθελε μαχαίρωμα!”. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα τι σημαίνει λαϊκός τραγουδιστής και αγαπημένο τραγούδι».

Λέγεται, επίσης, ότι κάπου στα μισά της δεκαετίας του ’50, στο κέντρο «Βυζάντιο» της Νέας Υόρκης, ο σπουδαίος δεξιοτέχνης Αντρέ Σεγκόβια (με τον οποίο έκτοτε συνδέθηκε με φιλικούς δεσμούς) δήλωσε τον θαυμασμό του για το περίτεχνο παίξιμό του στην κιθάρα. Τετάρτη 5 Μαΐου του 1965 (ώρα 5.30 το απόγευμα), όταν ο τραγουδοποιός Νίκος Γούναρης, ο «τροβαδούρος της Αθήνας», όπως τον έλεγαν, αφήνει την τελευταία του πνοή στην πρωτεύουσα, χτυπημένος από τον καρκίνο στα πενήντα του χρόνια. Ο θάνατός του -αναμενόμενος για το ευρύ κοινό, που είχε πληροφορηθεί από τα λαϊκά περιοδικά τη βαριά κατάσταση της υγείας του- δεν δείχνει να αιφνιδιάζει κανέναν. Παιγνιώδης, με καρδιά μικρού παιδιού και γενναιόδωρος, ήταν αγαπητός από όλους. Ακόμα και από τους ανταγωνιστές του. Οπως τον Τώνη Μαρούδα... Οι δυο τους, κατά την κουτσομπολίστικη παραφιλολογία εκείνου του καιρού, αποτελούσαν για το λεγόμενο «ελαφρύ τραγούδι» ό,τι το συγκρουσιακό δίπολο «Βουγιουκλάκη - Καρέζη» στο σινεμά ή το «Καζαντζίδης - Μπιθικώτσης» στη λαϊκή μουσική.

«Ημασταν πάντα φίλοι με τον Νίκο. Δεν μαλώσαμε ποτέ», έχει δηλώσει ο ίδιος ο Μαρούδας σε μια από τις σπανιότατες τηλεοπτικές του παρουσίες, εστιάζοντας σε αυτά που τους ένωναν ιδιαιτέρως: το φαΐ και τα ντουέτα: «Πολλές φορές ήθελε να πηγαίνουμε στις ταβέρνες να τρώμε μαζί. Γιατί είχαμε το ίδιο ελάττωμα... Οταν πηγαίναμε μαζί στην ταβέρνα, έφευγε η ταβέρνα. Οχι εμείς... Συγκεκριμένα, μία φορά στη Νέα Υόρκη ήθελε να μου κάνει το τραπέζι όταν εγώ θα έφευγα για την Αθήνα και πήγαμε στο “Πάνθεον”, μια ταβέρνα φημισμένη για την ελληνική της κουζίνα. Και φάγαμε οχτώ κεφαλάκια, δεν ξέρω πόσους ντολμάδες και πόσες μπύρες, ώσπου τα γκαρσόνια φοβηθήκανε. Και όταν φεύγαμε βγήκανε στις πόρτες, να δούνε πού θα πέσουμε. Σε ποιο σημείο θα πέσουμε, για να μας σηκώσουνε. Αλλά εμείς δεν πέσαμε (...). Μας συνέδεσε ο μαέστρος ο Σουγιούλ, για να τραγουδήσουμε μαζί, επειδή θεωρούσε πως οι φωνές μας είχανε μια ομοιογένεια. Και πράγματι τραγουδήσαμε ντουέτο σε δίσκους τεράστιες επιτυχίες».

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Secret στις 4 Μαρτίου 2022