Την Τετάρτη το απόγευμα, 6 Οκτωβρίου 1993, μια είδηση στα ραδιόφωνα και τις τηλεοράσεις έδινε μία άλλη διάσταση στις κόρνες, στα συνθήματα και στις αφίσες των προεκλογικών συγκεντρώσεων- οι εκλογές θα γινόντουσαν σε 4 μέρες.
«Η ηθοποιός Κατερίνα Γώγου ,53 ετών, βρέθηκε νεκρή την Κυριακή (Σ.Σ.: 3 Οκτωβρίου), αλλά μόλις χθες διαπιστώθηκε η ταυτότητά της» , έλεγαν οι εκφωνητές λίγο πριν να μεταδώσουν το δελτίο καιρού της επόμενης μέρας.

Την Πέμπτη το πρωί, η είδηση του θανάτου της πέρναγε στις καλλιτεχνικές σελίδες των εφημερίδων, οι οποίες ενημέρωναν: Σήμερα στις 3 μ.μ. γίνεται η κηδεία της στο Α΄Νεκροταφείο. Τα σχετικά δημοσιεύματα, περιελάμβαναν –ως συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις - φωτογραφίες , βιογραφικά της και αποσπάσματα από διάφορες συνεντεύξεις της. «Είμαστε φτιαγμένοι από εκρήξεις αυτοκτονημένων αστεριών», έλεγε σε μία από αυτές. Και λίγο αργότερα σε κάποια άλλη: «Δεν θέλω να γίνω μελό, δεν πουλάω τα παιδικά μου χρόνια ούτε τα πρόσφατα… Ελπίζω. Αν δεν ελπίζω εγώ, ποια θα ελπίζει; Είμαι μάχιμη, ουαί και αλίμονο αν αυτό δεν είναι ναι στη Ζωή… Έγραφα γιατί ήταν μια αναγκαιότητα για μένα. Μία κίνηση για να μην αυτοκτονήσω… Τώρα μου ‘χει περάσει. Δεν θέλω να αυτοκτονήσω, έχω φύγει από αυτό…».
Ο ποιητής και εκδότης του περιοδικού «Οδός Πανός», θυμάται: «Ένα πρωί φορτώναμε το τεύχος για το πρακτορείο εφημερίδων. Μπήκε τρεκλίζοντας. Ήταν ξενυχτισμένη. Τόχω πει και θα το πω και τώρα. Ζήτησε ποτό. Το είδε πίσω από το κεφάλι μου. Ποτέ δεν σου ζήτησα τίποτα. Δώσε μου να πιώ. Ποτέ δεν σου ζήτησα τίποτα. Φεύγω. Πάω για κει. Είπε. Η προσευχή που έκανα καθώς έφευγε, με αποχαιρετούσε, δεν έπιασε. Σε λίγες μέρες πήγαινα στην κηδεία της».

«Τον τελευταίο χρόνο ήταν κάτι που ένιωθε και ή ίδια. Είχε κλείσει τον κύκλο της. Είχε ολοκληρωθεί. Δεν είχε κάτι άλλο να δώσει. Μου το έλεγε. Γύρισε στο σπίτι που μεγάλωσε, της γιαγιάς μου. Ένα παλιό σπίτι στο Μεταξουργείο. Εμένα μου φάνηκαν όλα σαν να είχαν στηθεί από την ίδια, σαν να τα είχε σκεφθεί όλα. Είχα μπει σε ένα ταξί και άκουγα ένα τραγούδι του Κατσιμίχα και γύρισα και είπα στο φίλο μου τον Κυριάκο ότι κάτι γίνεται με την Κατερινούλα και δάκρυσα ασυναίσθητα και μου είπε θα πάμε αύριο να τη δούμε. Μόνο που δεν την είδα…», είχε αφηγηθεί σε τηλεοπτική εκπομπή η μοναχοκόρη της Μυρτώ, παιδί από τον γάμο της με τον –εκλιπόντα πλέον- κινηματογραφιστή Παύλο Τάσιο.

Γεννημένη την 1η Ιουνίου (είχε γενέθλια μαζί με την Μέριλιν Μονρόε και τον τέως βασιλιά Κωνσταντίνο) του 1940 η Κατερίνα Γώγου δουλεύει από 5 χρονών σε θεατρικούς θιάσους. Θεωρείται παιδί-θαύμα. Παίζει από επιθεώρηση μέχρι αρχαία τραγωδία. Σπουδάζει Υποκριτική στη δραματική σχολή του Τάκη Μουζενίδη και χορό στη σχολή της Κούλας Πράτσικα. Τα πρώτα της επαγγελματικά βήματα στο θέατρο τα έκανε με τον θίασο του Ντίνου Ηλιόπουλου στο έργο των Ευαγγελίδη - Μαρή «Κύριος 5%». Το 1952 πρωτοεμφανίστηκε στον κινηματογράφο στην ταινία του Αλέκου Σακελλάριου «Ο Άλλος», δίπλα στον Γιώργο Παππά. Κάνει συνολικά 50 ταινίες. Παίρνει δύο βραβεία στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

«Κάποια εποχή η Κατερίνα ήταν πάρα πολύ καλά. Είχε οικονομικές δυνατότητες να δίνει, να έχει φίλους, δηλαδή κάθε μέρα στο σπίτι μας υπήρχε κόσμος. Υπήρχαν παιδιά, νέοι και της άρεσε πάρα πολύ…», θα πει η Μυρτώ.
Ήταν, προφανώς η εποχή (δεκαετία του ’60 μέχρι αρχές της δεκαετίας του ’70) που ανήκει στο «θίασο» της Φίνος Φίλμ και κερδίζει φήμη (ίσως) και χρήμα, διαπρέποντας σε δεύτερους ρόλους, κωμικούς επί το πλείστον, όπου συνήθως, υποδύεται την «θεότρελη» μικρή αδελφή, το «ατίθασο νιάτο» ή την «χαζοχαρούμενη» υπηρέτρια. Ήταν τα χρόνια και της δικής της αθωότητας. Σε αυτά που, λες και «πάγωσε» η εικόνα της στο σινεμά του μυαλού μας. Για τους πολλούς παραμένει ως και σήμερα:

Η σκανταλιάρα συμμαθήτρια της Βιουγιουκλάκη- Παπασταύρου στο «Ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο» του Αλέκου Σακελλάριου, που εγκαινίασε το νεοσυσταθέν φεστιβάλ κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης το 1960.
Η τεντιμπόισα κόρη της Αρώνη-Πάστα Φλώρας στο «Μια τρελή-τρελή οικογένεια» του Ντίνου Δημόπουλου, λίγα χρόνια αργότερα. Η αγράμματη ετοιμόλογη Παγώνα, υπηρέτρια του Γιώργου Κωνσταντίνου και της Μάρως Κοντού στο βραβευμένο διεθνώς «Η δε γυνή να φοβείται τον άντρα» του Γιώργου Τζαβέλλα. Η χαζούλα χίπισσα κόρη, της Καίτης Πάνου και του Λάμπρου Κωνσταντάρα και εγγονή της Σμάρως Στεφανίδου στο «Ο τρελός τα’χει 400» του Κώστα Καραγιάννη.

Η αδελφή του Βέγγου, που έκρυβε το παράνομο ραδιόφωνο κάτω από την μπλούζα της σα να επρόκειτο σύντομα να γεννήσει, στο αντιμιλιταριστικό και πολυβραβευμένο «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση;» του Ντίνου Κατσουρίδη…
Για εκείνη, όμως, κάπου εδώ, τα ανέμελα χρόνια, έλαβαν, τέλος… Ή μήπως δεν υπήρξαν ποτέ;.
Από κει και πέρα , μεταμορφώνεται στη σπαρακτική Τούλα μέσα στην ανέλιξη του μικροαστισμού που ακολούθησε τον Μεταπολιτευτικό μεγαλοϊδεατισμό, στο «Βαρύ πεπόνι» του Παύλου Τάσσιου.
Κατεβάζει ποτήρια γεμάτα ούζο και το κόκκινο των χειλιών της γίνεται αίμα που μπλέκεται με τα δάκρυά της, στην «Παραγγελιά», πάλι του Τάσσιου…

Δακτυλογραφεί στην γραφομηχανή της το κείμενο που τυπώνεται στο οπισθόφυλλο του μοναδικού εν ζωή δίσκου του Νικόλα Άσιμου, τον οποίο συντρέχει στο θλιβερό μπες- βγες του στα ψυχιατρεία και στις φυλακές.

Διαφωνεί ανοιχτά με τον Παύλο Σιδηρόπουλο σε μια ουτοπική θεωρία του λεγόμενου και Πρίγκιπα του ελληνικού ροκ για ειρηνική συνύπαρξη μεταξύ αναρχικών – αντιεξουσιαστές τους λένε σήμερα- και μπάτσων. Σύντομα τα ξαναβρίσκουν οι δυο τους.
Κυκλοφορεί στα Εξάρχεια με μάτια λέιζερ και μαλλιά τιρκουάζ, μόνη ή με την Όλια Λαζαρίδου και τον Αντώνη Καφετζόπουλο, έχοντας την ευθύνη για το βάπτισμα του τελευταίου στον Ελληνικό Κινηματογράφο. Συναντούν όλοι μαζί την Σωτηρία Λεονάρδου, το αερικό πούρθε απ’ τη Σμύρνη το εικοσιδυό , όπως θα έλεγε και ο Νιόνιος. Τον συγγραφέα Γιώργο Σκούρτη, επίσης και τον ποιητή Νίκο Καρούζο.
Γεύεται τα ψυχοφάρματα (και όχι μόνο).

Μέσα σε όλα αυτά, κυκλοφορεί (στα χρόνια της Μεταπολίτευσης) τα ποιήματά της από τον κραταιό Καστανιώτη και σπάει τα εκδοτικά ταμεία. «Τρία κλικ αριστερά», «Ιδιώνυμο», «Ξύλινο παλτό», «Νόστος», «Ο μήνας των παγωμένων σταφυλιών», οι τίτλοι των βιβλίων της και η απήχηση τεράστια. Κυρίως σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Πάτρα όπου υπήρχαν Πανεπιστήμια και νέοι εν αγωνία. Το πρώτο της πούλησε πάνω από 40.000 αντίτυπα, νούμερο που από τους ποιητές μόνο ο Οδυσσέας Ελύτης ή ο Γιάννης Ρίτσος θα μπορούσαν να έχουν, εκείνη την μακρά περίοδο της έντονης πολιτικοποίησης.

Το τελευταίο έργο που έπαιξε στο θέατρο ήταν η «Φιλουμένα Μαρτουράνο», το 1979, με την Έλλη Λαμπέτη. Στο ίδιο καμαρίνι με την Σαπφώ Νοταρά και την Όλια Λαζαρίδου ντυνότανε για την παράσταση.

«Δεν ήξερα τίποτα από τη ζωή κι αυτή τα ήξερε όλα. Κι εγώ τη θαύμαζα γι αυτό. Μου έμαθε πάρα πολλά πράγματα η Κατερίνα, όπως την πονηριά, την εξυπνάδα να κρίνω τους ανθρώπους. Ήταν θρασύτατη, ήταν πολύ αλητάκι, σκανταλιάρα, έξυπνη, το μυαλό της έπαιρνε στροφές. Δεν έχω γνωρίσει τέτοιον άνθρωπο...», έχει πει για εκείνη η φίλη της, ηθοποιός και τραγουδίστρια Ελένη Ροδά, ενώ το αιώνιο κινηματογραφικό της «αγόρι», ο αξέχαστος ο Αλέκος Τζαννετος, είχε να το λέει: «Μόλις την είδα στις πρόβες κατάλαβα ότι αυτή την γυναίκα πρέπει να τη ζυγώσω να την αγαπήσω γιατί είχε μια δύναμη στα μάτια της και συμφωνήσαμε με τα μάτια, αλλά ήταν σκληρό καρύδι η Κατερίνα. Ήταν ηλεκτρικό ρεύμα που εκινείτο από δω , από εκεί. Έψαχνε κάτι να βρει. Μια ζωή έψαχνε. ‘Ήταν δύσκολο να την παρακολουθήσεις , παιδευόσουν. Δεν ήταν μια κοπέλα να της πιάσεις το χέρι να πάτε βόλτα. Αυτά δεν ίσχυαν (...).Ταλέντο για τη δουλειά. Ταλέντο για το γράψιμο. Δεν βρήκε το δρόμο της ποτέ η Κατερίνα. Έπρεπε να φτάσει πολύ ψηλά.

Μπορεί να της έλειπε μπόι, αλλά όσοι τη γνώριζαν και λένε ότι τη βοήθησαν, δεν τη βοήθησε κανείς. Ήταν αβοήθητη. Είχε δικούς της νόμους. Ό,τι ήθελε το έπαιρνε για να μην της τα αρπάξουν. Την διασκέδαζε η μοναξιά της. Να απομονώνεται και να κοιτάει τον ήλιο, το φεγγάρι τις νύχτες. «Ρε τι κάνεις της λέω. Τι βλέπεις, τι οράματα. Τι κάνεις τώρα που βλέπεις ένα άγνωστο ορίζοντα μόνη;« Έτσι ζούσε σε ένα διαφορετικό κόσμο. Όταν της άρεσε κάποιος της Κατερίνας γινόταν τρομερά επιθετική, αλά αυτό ήταν γιατί ντρεπόταν. Ντρεπόταν πολύ μέσα της. Ήταν ένα παιδάκι, ένα κοριτσάκι. Τα τελευταία χρόνια έχανε συνέχεια την τσάντα της σε διάφορα μέρη που πήγαινε και καθόταν. Είχε μέσα τα λεφτά της, τα χαρτιά της, όλα. Και τότε όταν μου το είχε πρωτοπεί μου είχε φανεί κακό σημάδι. Και ήτανε…».

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ (δικό της): «Αυτή η αδιανόητη, ξέφρενη πορεία μου, δεν είναι προς κατανάλωση. Δεν είναι για παροδικές συνεντεύξεις. Δεν είμαι αλάθητη κι είμαι βαθιά κουρασμένη. Πολλές κινήσεις μου, έτσι που έζησα, για μένα είναι βρώμικες. Ζητάω συγγνώμη…».