O Στέλιος Βαμβακάρης, πέθανε – όπως είχε ζήσει – αθόρυβα, στα 72 του χρόνια. Αξιώθηκε να γίνει συνομήλικος –και κατά πέντε χρόνια μεγαλύτερος- με τον πατέρα του τον Μάρκο, τον Φράγκο, όπως τον έλεγαν στη Σύρα, τα Άσπρα Χώματα και σε όλο τον Περαία, που πρόλαβε και έφτασε μέχρι τα 67 και έφυγε πικραμένος… Και, ίσως, τώρα, αν συναντήθηκαν εκεί ψηλά, να βρουν την ευκαιρία να τα ξαναπούνε και με τη σοφία της ηλικίας τους να συμφωνήσουν πως τσάμπα ντρεπότανε ο Μάρκος για την φτώχεια του και την φυσική ανημποριά του, τσάμπα μακάριζε τους λεφτάδες - όταν καταρρακωμένος από την αρρώστια και αδύναμος να βγάλει μεροκάματο, έλεγε: «Άμα έχεις λεφτά ντρέπεσαι ποτές; Εγώ καταλαβαίνω ότι όταν έχεις λεφτά δεν ντρέπεσαι. Και εκείνος που δεν έχει λεφτά, που είναι φουκαράς, ντρέπεται. Πάντα ντρέπεται. Μα ό,τι και να λάχει πάντα ντρέπεται…»… Και πως δικαιώθηκε, όταν προς το τέλος της ζωής του βλέποντας (ξαφνιασμένος) να τον πλησιάζουν (από νέα παιδιά, μέχρι καθηγητές Πανεπιστημίου και μεγάλους ποιητές) και να τον αποκαλούν «δάσκαλο», συνειδητοποιούσε: «όταν θα πεθάνω θα δεις ποια είναι η αξία μου».

Στις δημόσιες εμφανίσεις του ο Στέλιος φαινόταν «βαρύς» και ήταν λιγομίλητος. Μαζί του όμως μπορούσες να συζητάς ώρες ατελείωτες και να ρουφάς σαν το σφουγγάρι τα λόγια του, όπως αυτά ενός «μύστη» της τέχνης του.

Μια επίσκεψη στο διαμέρισμα του, ήταν αρκετή για να σε πείσει πως αυτός ο άνθρωπος δεν αποφάσισε όλως τυχαίως να μπλέξει πρώτος στην Ελλάδα τα μπλουζ με τα ρεμπέτικα: στον τοίχο παλιά ασπρόμαυρα πορτραίτα του Μάρκου, διακοσμημένα με συριανά κομπολόγια και καθολικά κομποσκοίνια. Παραδίπλα, μία φωτογραφία του ίδιου του Στέλιου με έναν μαύρο δίπλα του με καουμπόικο καπέλο. Ο εν λόγω μαύρος δεν είναι ”όποιος κι όποιος”, αλλά ο Taj Mahal, ο θρύλος των μπλουζ, που μοιράστηκε μαζί του το στέϊτζ του Barbican Festival στην Αγγλία. Σε μια βιτρίνα μπουζούκια και μπαγλαμάδες, τα όργανα που πέρασαν απ’ τα χέρια του πατέρα του, όταν αυτός ακόμη δεν είχε αναγορευθεί σε ”κολόνα της Ακρόπολης”. Επίσης: Ντάνες με CD που ξεκινούν από το πάτωμα και φτάνουν μέχρι το ταβάνι: παλιά μπλουζ του Σικάγο, όλοι οι πρωτεργάτες της τζαζ, καθώς και άγνωστοι εκπρόσωποι της βρετανικής και αμερικανικής ψυχεδέλειας.

Το πλατύ κοινό, μόλις τις τελευταίες αυτές μέρες, ένεκα τα «επικήδεια» σημειώματα στα ΜΜΕ, ανακάλυψε πως ο Στέλιος Βαμβακάρης δεν ήταν μόνο ο νέο-ρεμπέτης γιος του μεγάλου πατέρα του. Ήταν και ο ίδιος σημαντικός τραγουδοποιός και συνθέτης. Ακόμα και κάποια από τα πολυαγαπημένα τραγούδια του Μάρκου είναι σε δική του μουσική. «Τα όμορφα τα γαλανά σου μάτια» , η «Άτακτη», το «Χαϊδάρι», το «Γαρυφαλάκι» και η «Ξεμυαλίστρα».

Ο Στέλιος συνειδητά, βίωνε πάντα ως ένας ολιγαρκής «μοναχός», ένας ταπεινός «ασκητής» της λαϊκής μουσικής, ταγμένος να την υπηρετεί προς δόξα του Δημιουργού του. Του «πατριάρχη» πατέρα του Μάρκου, που το έργο του ήταν γι’ αυτόν «θρησκεία». «Κάθε Κυριακή με τον αδελφό μου τον Ντομένικο μας έκανε κατήχηση. Μας μίλαγε για τα τραγούδια του, τι έγραφε το πρωί και κάθε Κυριακή πρωί τα συγκέντρωνε και μας μάζευε - όπως πάνε στην Εκκλησία - και μας έκανε το κατηχητικό», έλεγε. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό.

«Εσύ θα με ρωτάς κι εγώ θα κοιτάζω πίσω, στους καιρούς που έζησα πλάι στον Μάρκο, τον πατέρα μου», είχε αναφέρει στον Μάνο Τσιλιμίδη, συγγραφέα του βιβλίου «Μάρκος Βαμβακάρης: Ο Άγιος Μάγκας» και συνέχιζε: «Ητανε δύσκολη για τον Μάρκο η ζωή, πολλά τα εμπόδια στη μέση και μαζί η γαμ@@λα η αρθρίτιδα που του παραμόρφωνε τα δάχτυλα (...).Δίπλα του εγώ, γιος και τακίμι, που μ’ αγαπούσε και καταλάβαινε πως είχα κι εγώ καημό για τις μουσικές, τα στιχάκια και τα τέλια, κι ότι ίσως ήτανε της μοίρας μου να γίνομαι η σκιά και η συνέχειά του(…).Τον ακολουθούσα πάντα για να τον κοιτάζω, να τον φροντίζω, να του κουβαλάω το μπουζούκι, να του συμπαραστέκομαι στη στενοχώρια του, να τον έχω φύλακα άγγελο να με προστατεύει απ’ το ποικιλόμορφο πουταναριό της νύχτας, να τον ακούω να μου μιλάει, να τον βλέπω να δακρύζει...

Ο,τι έλεγε ήταν για μένα Ευαγγέλιο. Ποτέ δεν πέταγε κουβέντες της π@@@σας, δεν έβγαινε απ’ το στόμα του ο λόγος ο σάπιος. Τον άκουγες και ήξερες τι πρέπει να κάνεις, τον εμπιστευόσουν γιατί ποτέ δεν την πάταγες απ’ αυτόν τον άνθρωπο. Δεν υπήρχε περίπτωση να κάτσεις για λίγο μαζί του και να μην μπεις στο παιχνίδι του, να μην πάρεις από τα προτερήματά του. Δεν γινότανε να φύγεις χωρίς να έχεις νιώσει αυτό το αόρατο άγγιγμα»