Ο Έντσον Αράντες ντο Νασιμέντο θύμωνε δεόντως όταν τον φώναζαν Πελέ. Ό,τι και να πει κάποιος για τον τρόπο που βγήκε αυτό το προσωνύμιο, θα ολισθήσει προς την ανακρίβεια. Μπορεί να ήταν μια πανάρχαια λέξη, ή δύο λέξεις που να υπονοούνται μέσα από τα αρχικά δύο συλλαβών. Πάντως, δεν ήθελε να το ακούει -με τίποτα.

Λένε ότι μία φορά, στο σχολείο, ο Έντσον γρονθοκόπησε κάποιον που τον αποκάλεσε Πελέ. Οι φίλοι του αντιλαμβάνονταν ότι τον πείραζε, αλλά δεν ήξεραν ότι τον ενοχλούσε τόσο. Άπαξ και το κατάλαβαν, διπλασίαζαν καθημερινά τις προσπάθειές τους για να τον εκνευρίσουν.

Η πρώτη φορά που ο Έντσον δεν θύμωσε με το άκουσμα του προσωνυμίου του, ήταν σε ένα παιχνίδι της δεύτερης ομάδας που έπαιξε, στο μεγάλο γήπεδο της Μπαουρού, εκεί, κοντά στα 14, λίγο πριν η Σάντος απλώσει τα «πλοκάμια» της και τον αποκτήσει.

Στην περιοχή ήξεραν, από ακόμα νωρίτερα, ότι είχαν έναν ποδοσφαιρικό θησαυρό. Αλλά αυτά που έκανε στο γήπεδο ήταν αδιανόητα. Οι αφηγήσεις δεν ήταν υπερβολικές, οι γκριμάτσες δεν αποτύπωναν κάτι περισσότερο από την πραγματικότητα. Σε ένα παιχνίδι που υπήρξε τυπικά οργιαστικός, ο Έντσον άκουσε το γήπεδο να φωνάζει «Πελέεεε, Πελέεεε» και σκέφτηκε για πρώτη φορά ότι δεν είναι τόσο άσχημο αυτό το παρατσούκλι.

Ήταν 1954 και, πριν προλάβει να αρθρώσει τις δύο συλλαβές που θα κατοικοέδρευαν στον Όλυμπο του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, ετοίμαζε αποσκευές για τη Σουηδία. Οι γονείς του, ειδικά ο πατέρας του, Ντοντίνιο, ήταν περήφανοι για εκείνον. Παρ’ ότι ερασιτέχνης ποδοσφαιριστής, ο Πελέ τον θεωρούσε τον καλύτερο στον κόσμο.

Στη Βραζιλία νόμιζαν ότι οι Σουηδοί τούς γνώριζαν. Η αλήθεια είναι ότι πριν από 65 χρόνια, δεν είχαν ιδέα για το πού έπεφτε η χώρα. Αν είχαν ακουστά το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1950, σίγουρα δεν είχαν εικόνα.

Οι Σουηδοί, γενικώς, είναι κουλ πατριώτες. Δεν είναι τρελαμένοι με τη νίκη και με την ήττα. Περνούν τη ζωή τους σε μια κρύα χώρα που έχει νύχτα έξι μήνες και αυτό είναι αρκετό για να καθορίζει την κοσμοθεωρία τους.



Όταν η Βραζιλία έφτασε στη Σκανδιναβία, η συνειδητοποίηση ότι ουδείς ήξερε τον άλλον υπήρξε αποτρόπαιη όσο και υπέροχη. Οι καταστάσεις είχαν το στοιχείο της κωμωδίας. Μπορεί η φράση «πρότυπα ομορφιάς» να ταιριάζει πολύ συχνά με το «προσδιοριστεί», υπό την έννοια ότι πιθανώς διαφοροποιούνται, πάντως μια ξανθιά κοπέλα με γαλάζια μάτια δεν υπάρχει φυλή που δεν αρέσει, ιδίως αν το βλέμμα της είναι ζεστό.

Εκείνο του Πελέ, εξάλλου, ήταν παιγνιώδες, έμπλεο αυτοπεποίθησης, αλλά και με μια δόση ενοχικότητας, τόσης που η Ελένα την πρόσεξε. Το φλερτ τους πρέπει να έσταζε νιάτα, ομορφιά και δροσιά -αθανασία. Ο Πελέ θα περιέγραφε πώς οι Σουηδές θα τον άγγιζαν στο πρόσωπο και μετά θα έβαζαν το χέρι τους στο παντελόνι τους, απλώς για να δουν αν ξεβάφει. Ο λόγος δεν ήταν ρατσιστικός -δεν είχαν ξαναδεί μαύρο.

Μόνο η φαντασία γίνεται να περιγράψει εκείνη την εποχή. Αν, παραδείγματος χάρη, ένας ποδοσφαιριστής μιλούσε στο ραδιόφωνο για ένα 16χρονο νεαρό, όπως έκανε ο Ρονάλντο για τον Έντρικ πριν το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2022, η φαντασία θα ήταν εκείνη που θα είχε τον κεντρικό ρόλο.

Όσοι «τσίμπησαν» το θέμα με τον 16χρονο Βραζιλιάνο της Παλμέιρας και επιχείρησαν να γράψουν ένα κείμενο, σε δύο ώρες θα το είχαν έτοιμο. Αν ο Αντεμίρ, όμως, μιλούσε για τον Πελέ στο Ρίο, δεν θα γινόταν οποιοσδήποτε στην πολιτεία να γράψει ένα θέμα για τον πιτσιρικά, διότι ουδείς θα τον ήξερε. Δεν γινόταν καν εθνικό πρωτάθλημα εκείνη την εποχή.


Η λιποθυμία και η πρώτη σκέψη


Η ιστορία είναι λίγο πολύ γνωστή. Για τον ίδιο τον Πελέ ήταν τεράστιο κατόρθωμα μόνο με το που μπήκε στην αποστολή της εθνικής Βραζιλίας για το Παγκόσμιο Κύπελλο της Σουηδίας ήταν εντυπωσιακό. O ψυχολόγος που φόρτωσε η Ομοσπονδία την αποστολή αποφάνθηκε -όχι περίπου ή εμμέσως αλλά εντέλως ευθεία- ότι ο Πελέ και ο Γκαρίντσα ήταν καθυστερημένοι.

Επίσης, είναι γνωστό ότι στις 15 Ιουνίου, στο «Ούλεβι» του Γκέτεμποργκ, χρησιμοποιήθηκαν μαζί από τον Βισέντε Φέολα -o οποίος είχε πει στον ψυχολόγο το παροιμιώδες «μπορεί να είσαι καλός στη δουλειά σου, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν έχεις ιδέα από ποδόσφαιρο»-  στο παιχνίδι πρόκρισης με τη Σοβιετική Ένωση και πώς η Βραζιλία νίκησε 2-0. Ο Πελέ ήταν θυμωμένος με τον εαυτό του σε εκείνο το παιχνίδι για το γεγονός ότι δεν σκόραρε, είχε ένα δοκάρι και μία ασίστ για το δεύτερο γκολ του Βαβά, όμως η οργή θα ξεθύμαινε όταν έβαλε το (μοναδικό) γκολ της νίκης στον προημιτελικό με την Ουαλία, το χατ τρικ στον ημιτελικό με τη Γαλλία, τα τρία τελευταία γκολ του παιχνιδιού που έληξε 5-2, και τα δύο περίφημα γκολ στον τελικό της Σόλνα, στις 29 Ιουνίου 1958, με τη Σουηδία.



Στο 55’ ήταν που έβαλε το περίφημο γκολ με το σομπρέρο στον Μπενγκτ Γκούσταφσον και στο 90’ σκόραρε με την κεφαλιά. Όταν ο αλέκτωρ Μορίς Ζιγκ λάλησε τρις, ο 17χρονος επιθετικός λιποθύμησε στο δοκάρι της εστίας της Σουηδίας. Οι συμπαίκτες του, πάνω στη χαρά για την κατάκτηση του βαρύτιμου τροπαίου, για πρώτη φορά στην Ιστορία της Βραζιλίας, προσπάθησαν να τον συνεφέρουν. Ο Πελέ συνήλθε και το πρώτο πράγμα που είπε όταν βρήκε τις αισθήσεις του, ήταν: «Πρέπει να το πω στον πατέρα μου».

Αργότερα, και για αρκετή ώρα, έκλαψε με λυγμούς στην αγκαλιά του τερματοφύλακα Ζιλμάρ, με τον οποίο ήταν συμπαίκτες στη Σάντος. Το παλιό τρόπαιο «Ζιλ Ριμέ», έστω η ρέπλικα, περιήλθε στην κατοχή του. Και ο Πελέ αναρωτιόταν αν ο άνθρωπος που τον έφερε στη ζωή, ο Ντοντίνιο, ο κατά τον ίδιο «κορυφαίος παίκτης του κόσμου», είχε μάθει για τα ανδραγαθήματά του.


*Κείμενο αναδημοσιευμένο από την ιστοσελίδα sportday.gr