Ενα υπαρκτό από καιρό φαινόµενο έχει πλέον αρχίσει να διευρύνεται. Αφορά στην όλο και πιο έντονη απέχθεια που νιώθουν για όσους κάνουν επίδειξη πλούτου εκείνοι που ταλανίζονται – και είναι οι πολύ πιο πολλοί. Επ’ αυτού θα γράψω µια ιστορία που την έχω ξαναγράψει (άλλωστε, δεν είναι δική µου), ελπίζοντας στο καλόν του πράγµατος! Μια φορά κι έναν καιρό λοιπόν, όταν η Αθήνα έχασε τον Πελοποννησιακό Πόλεµο, οι Αθηναίοι ανέθεσαν στον Λυκούργο (τον Αθηναίο) να ανασυστήσει την oικονοµία της συντετριµµένης πόλης.

Ο Λυκούργος (εγνωσµένου ήθους και ακεραιότητας) ανάµεσα στα άλλα «ανέσυρε νόµον αρχαίον ιωνι κόν», που προέβλεπε ότι ουδείς εύπορος πολίτης θα έπρεπε να κυκλοφορεί δηµοσίως «κεκοσµηµένος πολυτελώς», για να µην προκαλεί το κοινό αίσθηµα που οι φτωχότεροι ένιωθαν για τη δυσπραγία της πόλης και τη δική τους. Η ποινή για την παράβαση του νόµου ήταν η άµεση εξορία.

Μάλιστα, ο Λυκούργος εξόρισε την ίδια του τη γυναίκα, όταν εκείνη βγήκε µε τις θεραπαινίδες της απ’ το σπίτι «ενδεδυµένη πολυτελώς» – σαν «λατέρνα» , θα έλεγαν σήµερα οι λαϊκοί (Βεβαίως, ίσως ο ήρωάς µας αφορµή να γύρευε για να χωρίσει τη γυναίκα του – ποιος να ξέρει;)… Πάντως, σύντοµα η Αθήνα ανέκαµψε και ο νόµος σιγά-σιγά περιέπεσε σε αχρησία. Οσον όµως λειτούργησε, περισσότερο εξέφρασε την αξιοπρέπεια των φτωχών κι όχι τον φθόνο για τους πλουσίους. Τότε. Σήµερα; Σήµερα τα πράγµατα είναι αλλιώς. Το αξίωµα που διέτρεχε τον αρχαίο κόσµο, ότι «ουδείς πολίτης δύναται να ευτυχεί όταν δυστυχεί η πόλη», δεν ζει πια. Σήµερα, στην εποχή του «ο θάνατός σου, η ζωή µου», ο φθόνος περισσότερο και λιγότερο η αξιοπρέπεια δίνουν τον τόνο στα πράγµατα. Και αν η αξιοπρέπεια οδηγεί στη διεκδίκηση, ο φθόνος οδηγεί στο µπάχαλο. Οπερ; Τα σέβη µου (και πάντα την αγάπη µου)…
f2__4_

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά το Σάββατο 7/1