Ο καταξιωμένος ιταλός ηθοποιός θα παίξει στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, σε σκηνοθεσία του Γιάννη Κόκκου και με τον θίασο του ιταλικού Ινστιτούτου Αρχαίου Δράματος των Συρακουσών. Μια παράσταση υπό την αιγίδα της Προεδρίας της Ελληνικής και της Ιταλικής Δημοκρατίας.

Τον Μάιο, στην πρεμιέρα της Σικελίας, ο ιταλικός Τύπος ήταν άκρως εγκωμιαστικός, γράφοντας ότι «ο Ντε Φράνκοβιτς θριάμβευσε, σε μια από τις καλύτερες παραγωγές των τελευταίων ετών».

Λίγο πριν ταξιδέψει στην Ελλάδα, το Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων μίλησε με τον σπουδαίο ιταλό καλλιτέχνη, για τα συναισθήματα και τις προσδοκίες με τα οποία επισκέπτεται την χώρα.

«Είναι ένα σπουδαίο γεγονός το ότι θα παίξουμε στην Επίδαυρο. Γνωρίζουμε την τεράστια παράδοσή του και είμαι βαθιά συγκινημένος», λέει ο Ντε Φράνκοβιτς.

«Είναι μια τραγωδία της ψυχής, άρα δεν χρειάζεται ιδιαίτερη επικαιροποίηση. Δεν είναι τυχαίο ότι με την υπόθεση αυτή ασχολήθηκε και ο Φρόιντ. Είναι μια υπόθεση που μας αφορά άμεσα. Στο έργο βλέπουμε τον Οιδίποδα στα γηρατειά του, σε μια περίοδο σαφώς διαφορετική από τότε που ήταν νέος, από τότε που έπραξε τις φοβερές πράξεις των οποίων φέρει και το βάρος» προσθέτει ο ιταλός ηθοποιός o οποίος έχει υποδυθεί στον κινηματογράφο και τον Πιέρ Πάολο Παζολίνι.

Αυτό που εντυπωσιάζει περισσότερο τον Ντε Φράνκοβιτς στον «Οιδίποδα επί Κολωνώ» είναι η προφητική διάσταση του ήρωα, το γεγονός «ότι γνωρίζει πως έφτασε στον χώρο όπου ήθελε ακριβώς να βρεθεί» λέει ο ηθοποιός στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.

Δεν είναι η πρώτη φορά που έρχεται στην Ελλάδα: «Το 1987 έπαιξα, με την σπουδαία ιταλίδα ηθοποιό Βαλέρια Μορικόνι, το έργο Φιλομένα Μάρτουράνο, του Εντουάρντο Ντε Φιλίππο. Μας υποδέχθηκε η μεγάλη σας ηθοποιός, η τότε υπουργός πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη και το κοινό ήταν θερμότατο» θυμάται ο ρωμαίος ηθοποιός, ο οποίος είχε κύριο ρόλο και στην βραβευμένη με Όσκαρ «Τέλεια ομορφιά» του Κλάουντιο Σορρεντίνο.

Στην Ιταλία, όμως, ο Ντε Φράνκοβιτς έχει ταυτίσει την καλλιτεχνική του πορεία, κυρίως, με το θέατρο. Και, όπως εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ πρόκειται για μια συνειδητή επιλογή: «ο κινηματογράφος είναι πολύ δυνατό μέσο, αλλά είναι σαφές ότι στο θέατρο ο ηθοποιός έχει τεράστια περιθώρια ελευθερίας και δημιουργίας. Ενώ στο σινεμά ο σκηνοθέτης έχει πάντα μεγαλύτερη δύναμη, αν μη τι άλλο λόγω του μοντάζ. Προσωπικά, στα εξήντα χρόνια δουλειάς μου προτίμησα πάντα το θέατρο, με κάποιες κινηματογραφικές στιγμές».

Για το εάν η τέχνη μπορεί να βοηθήσει τους ανθρώπους να ξεπεράσουν πιο εύκολα τις δυσκολίες της ζωής τους ο ιταλός ηθοποιός χωρίς υπερβολικές αυταπάτες αλλά και με σεβασμό στην αποστολή του, απαντά: «η τέχνη σου επιτρέπει να αφήσεις πίσω σου, για λίγο, τα τεράστια προβλήματα που ζούμε όλοι μας. Όλοι ευχόμαστε να είναι μια εμπειρία που κάνει πιο δυνατές τις ψυχές μας. Ασφαλώς, εξαρτάται και από το έργο που επιλέγεις. Το δικό μας, σίγουρα, ευνοεί την κριτική προσέγγιση και τον προβληματισμό. Με τη δουλειά μας μπορεί να μην λύνουμε τα προβλήματα, αλλά μιλάμε στην καρδιά και στο νου του θεατή. Και αν ο θεατής βγει από το θέατρο νιώθοντας ειλικρινή συγκίνηση, αυτό δεν μπορεί παρά να τον βοηθήσει να νιώσει καλύτερα».

Στην Επίδαυρο, η επαφή αυτή, σε επίπεδο συγκίνησης αλλά και σκέψης, θα είναι οπωσδήποτε εντονότατη.