Ο Μωυσής Ασέρ είναι τραγουδοποιός, μια σημαντική μορφή στης ελληνικής δισκογραφίας που μαγνητίζει με το χιούμορ του, και με τα «ερωτικά» του τραγούδια.

Ξέρει πως να φέρεται στα τραγούδια του στις γυναίκες που τις θεοποιεί. Τα περισσότερα είναι βιωματικά, ή τα έγραψε συμπάσχοντας στις πραγματικές ιστορίες φίλων του, που άκουσε.

Γεννήθηκε το '59 και μεγάλωσε στην Αθήνα, παιδί της πόλης, με γονείς εβραϊκής καταγωγής, με όλα τα πρόσφατα τραύματα του πολέμου και όσων ακολούθησαν.

Παρόλα αυτά έζησε ξένοιαστα παιδικά και μαθητικά χρόνια, σπούδασε μαθηματικός στην Αθήνα αλλά τον κέρδισε η αγάπη για την μουσική και ειδικότερα για το τραγούδι.

Προσπάθησε να την σπουδάσει και να την μελετήσει, αλλά οι γνώσεις του γύρω από το μπουζούκι, την θεωρία και την πράξη (ευρωπαϊκή και βυζαντινή) φτάνουν μέχρι του σημείου να μπορεί να φτιάχνει τραγούδια.

Κατάφερε όμως να διατηρήσει μια επαγγελματική σχέση με την μουσική, για αρκετά χρόνια είχε κατάστημα με παραδοσιακά και λαϊκά όργανα, ενώ παράλληλα ίδρυσε έναν μουσικό εκδοτικό οίκο, «Καθρέφτης ήχων αληθινών», που δραστηριοποιείται μέχρι σήμερα κάνοντας μουσικές εκδόσεις CD, αλλά και βιβλιοCD μέχρι εκδόσεις βιβλίων και φυσικά, σύμφωνα με τις συνήθειες της εποχής, ψηφιακές κυκλοφορίες.

Ανεξάρτητη αλλά και μάχιμη σύγχρονη ελληνική δισκογραφία.

Σαν τραγουδοποιός έχει μέχρι τώρα κυκλοφορήσει 4 ολοκληρωμένες δουλειές και αρκετά σκόρπια τραγούδια.

Πιο πρόσφατη το CD «Έξω από τον Παυλίδη» τραγούδια βιωματικού ύφους που τραγουδάει ο ίδιος κάνοντας μια βόλτα, όπως γράφει στο σημείωμα του δίσκου, «από τις γειτονιές της Αθήνας στις παγωμένες θάλασσες του χειμώνα».

Είναι ένας μύθος ότι έχει πεθάνει η δισκογραφία.



Είναι μεγάλο προνόμιο να ξεκινάς δισκογραφία με σουξέ. Γνωρίζω όμως ότι σε στοιχειώνει ο πρώτος σου δίσκος, που κυκλοφόρησε 1992-3. Τελικά, κατάφερες να ξεπεράσεις την πρώτη του επιτυχία με τον «Πρόστυχο»;

Ομολογώ πως η απήχηση του τραγουδιού «Πρόστυχος» ήταν αρκετά ασυνήθιστη για μένα που έτσι κι αλλιώς ήμουν και είμαι λίγο ντροπαλός και το τραγούδι λίγο τολμηρό αλλά αληθινό. O Γιάννης Καλαμίτσης, που το έπαιζε συχνά τότε στο ραδιόφωνο, μου είχε πει:

«Τι έγινε την γ@μησες τελικά τη γκόμενα;» Το τραγούδι είχε μια αμεσότητα, αν και δεν το είχα γράψει για μένα, όταν το παρουσίαζα έλεγα: «βασισμένο σε αμέτρητες πραγματικές ιστορίες». Αλλά όλα αυτά δεν ήταν λόγος να κολλήσω. Από ένα σημείο και μετά πάντα βρίσκω αφορμές και θέματα να με πάνε παρακάτω.



Ο Μωυσής Ασέρ απάντησε στην ερώτηση αν είναι συνθέτης, στιχουργός ή ερμηνευτής με πάσα ειλικρίνεια, για να μην γίνονται παρεξηγήσεις για το έργο του.

Τραγουδοποιός προτιμώ, συνθέτης είναι βαριά κουβέντα. Γράφω μουσικές στίχους και τραγουδάω ορισμένα τραγούδια που μου ταιριάζουν. Μερικές φορές γράφω μόνο στίχους η μόνο μουσικές συνεργαζόμενος με μουσικούς και στιχουργούς.

Θέλω να δίνω τραγούδια σε άλλες φωνές αλλά δυστυχώς οι τραγουδιστές και οι τραγουδίστριες έχουν επαγγελματική ανασφάλεια και είναι δύσκολες οι συνεργασίες. Ο κύριος λόγος που φτιάχνω τραγούδια είναι για να διατηρηθεί μια δημιουργική σχέση με το τραγούδι. Στην Ελλάδα υπάρχει μεγάλη παράδοση τραγουδιού με πολλά και διαφορετικά στιλ και προσπαθώ να συμμετέχω σ' αυτό.



Η τελευταία σου δισκογραφική δουλειά έχει τον τίτλο «Έξω από τον Παυλίδη». Πες μας για τις μικρές ιστορίες των τραγουδιών του δίσκου.

Οι ιστορίες του δίσκου είναι μάλλον «ασήμαντες», αλλά έχουν ένα λογοτεχνικό ας πούμε ενδιαφέρον. Βόλτες στους δρόμους της Αθήνας μαζί με τους συνειρμούς που τις ακολουθούν. Μια ωραία γυναίκα μπαινοβγαίνει στα μαγαζιά της Ερμού, μια άλλη δεν έχει προλάβει να αλλάξει ρούχα και την συναντάς πρωί πρωί με το χθεσινό βραδινό μακιγιάζ και τα ψηλά τακούνια να αναζητά ταξί.

Τα καλοκαίρια που τελειώνουν τα ταξίδια που δεν έγιναν και μια εφηβική απογευματινή βόλτα με ποδήλατο οδηγείται από την μυρωδιά της σοκολάτας Παυλίδη στην οδό Πειραιώς μέχρι την Πέτρου Ράλλη και τα μπισκότα Παπαδοπούλου.



Στα τραγούδια σου τις γυναίκες τις έχεις πολύ ψηλά, αλλά το κοινό σου ίσως είναι περισσότερο ανδρικό. Αυτό συμβαίνει και στην προσωπική σου ζωή;

Δεν είναι μόνο έτσι, υποτίθεται ότι εκφράζω τον ανδρικό πληθυσμό, αλλά τα τραγούδια μου έχουν απήχηση στις γυναίκες επίσης, πιθανόν η υπερβατική θεματολογία, στα θέματα σχέσεων, μονομερούς αγάπης, παντοτινής αγάπης και ανεκπλήρωτου έρωτα ταιριάζει και στα δύο φύλα. Κάποιοι τα χαρακτηρίζουν μισογύνικα και μπακούρικα γιατί σε πολλές ιστορίες διατηρώ τελικά την ανεξαρτησία και την αυτονομία μου, με έναν απόλυτα συναισθηματικό κυνισμό, τολμώ να πω.

Τώρα μου δίνεται η ευκαιρία να πω ξανά ότι δεν είναι τα τραγούδια μου βιωματικά 100%. Περιέχουν στοιχεία από εμένα αλλά και πολύ φαντασία κι ας είναι τραγουδισμένα σε πρώτο πρόσωπο, γιατί έτσι είναι τα τραγούδια: ρίμες, λογοπαίγνια, love stories και «άλλε ιστορίε» που θα έλεγε κι ο Μποστ.



Έχεις δώσει τραγούδια σου να τα ερμηνεύσουν άλλοι. Λειτούργησε η λογική του συνθέτη, ή δεν χωρούσαν σε δικό σου δίσκο;

Δυστυχώς έχω δώσει λίγα τραγούδια, έχω αρκετά ημιτελή και αδιάθετα. Πάντα μου αρέσει να ακούω τα τραγούδια μου από άλλους τραγουδιστές αρκεί να τους πηγαίνουν. Η διαδικασία αυτή απαιτεί πολύ κυνήγι και συνήθως πρόκειται για τραγούδια που δεν κάνουν για τη φωνή μου.



Εκτός της σύνθεσης και της ερμηνείας εκδίδεις δίσκους από την εταιρεία σου. Μίλησε μας γι αυτό, με αφορμή την πρόσφατη κυκλοφορία δίσκου του Λάκη Παπαδόπουλου, με ορχηστρικά θέματα.

Παρόλες τις συνθήκες πανδημίας στο διάστημα αυτό είχα 7 νέες κυκλοφορίες και μερικές ακόμη ψηφιακές. Η νέα δημιουργία καλά κρατεί. Είναι χαρά μου μεγάλη που συνεργάζομαι με τον Λάκη, που είναι από τους αγαπημένους μου τραγουδοποιούς με ευρύτητα μουσικού και τραγουδοποιητικού πνεύματος. Σε αυτή τη νέα κυκλοφορία δείχνει κι ένα νέο πρόσωπο με πρωτότυπα ορχηστρικά μουσικά θέματα.


 
Ορισμένοι «ειδικοί» σε χαρακτηρίζουν έντεχνο, και οι «έντεχνοι» σε χαρακτηρίζουν λαϊκό καλλιτέχνη. 

Θα ήθελα να χαρακτηρίζομαι λαϊκός με την έννοια ότι είμαι πιο κοντά στο μπουζούκι και το λαϊκό τραγούδι. Αλλά μου αρέσουν πολύ και τα ελαφρά τραγούδια ελληνικά και ξένα.

Η μουσική για ταινίες Μορικόνε, Ροτα κλπ. Όπως και τα βραζιλιάνικα A.C. Jobim κ.α Λιγότερο η ροκ, «κι αν είμαι ροκ μη με φοβάσαι». Φοβάμαι δεν το κρύβω... Αυτές τις κιθάρες με παραμόρφωση δεν μου πάνε. Έχω μελετήσει αρκετά και τα παραδοσιακά κυρίως μικρασιατικά και νησιώτικα. Οι αυτοαποκαλούμενοι έντεχνοι με θεωρούν ψιλοσκύλο, οι λαϊκοί με βλέπουν με καχυποψία και με θεωρούν γραφικό. Ίσως γιατί προσπαθώ να μην εντάσσομαι κάπου.



Γνωρίζουμε την μεγάλη σου αγάπη για το «παρεξηγημένο» τραγούδι. Πες μας γι αυτό, αφού έχεις επιμεληθεί δισκογραφικές συλλογές που έχεις κυκλοφορήσεις όπως «Το καταραμένο 1970», «Ινδοπρεπή» κ.α.

Παρεξηγημένοι είναι και πολλοί Έλληνες τραγουδιστές της «Β' Εθνικής» ας πούμε, που πάντα με εμπνέουν. Οι επιρροές στο ελληνικό τραγούδι που είναι ένα ανοιχτό χωνευτήρι έρχονται από παντού. Είτε Ευρώπη και Αμερική, Μεσόγειο, Αραβία, Ινδίες κλπ τα τραγούδια ταξιδεύουν αβίαστα.

Είχα κυκλοφορήσει το 1998 νομίζω, 2 συλλογές με Ινδικά κάπως εξευρωπαϊσμένα του Bollywood που είχαν όλα μεταγλωττιστεί στα ελληνικά. Όπως είχε γράψει και ένας κριτικός, ο Γιώργος Παπαδάκης, «Ινδικά κι αγύριστα», «Το τραγούδι της Ναργκις" και «Ο Γυρισμός της Μαντουμπάλα».

Άλλα ο αγαπημένος μου δίσκος είναι η συλλογή με νέες ηχογραφήσεις «Το καταραμένο 70» που είχαμε κάνει με τον Κοσμά Κοκόλη. Αναμνήσεις από την δεκαετία των ΄70s.



Η δισκογραφία έχει πεθάνει ενώ ανθεί το τραγούδι; Τι συμβαίνει, σχολίασέ το ως δημιουργός αλλά και ως εταιριάρχης.

Είναι ένας μύθος ότι έχει πεθάνει η δισκογραφία. Έχουν συρρικνωθεί οι πωλήσεις των CD κι έχει μειωθεί το προσωπικό στις εταιρείες. Οι μεγάλες από αυτές δεν επενδύουν σε τίποτε, αλλά εισπράττουν δικαιώματα που δεν έχουν και κουβάλημα, κόστος εκτύπωσης κλπ.

Αντίθετα επειδή έχει φθηνήνει πολύ το κόστος παραγωγής υπάρχει υπερπροσφορά νέων τραγουδιών, που αιωρούνται δωρεάν στο διαδίκτυο και περιμένουν ακροατές. Κι αν το ψάξεις θα βρεις και πολλές ωραίες δημιουργίες.



Αυτό το δωρεάν όμως είναι που χαλάει την πιάτσα, γιατί το προϊόν είναι άνευ αξίας, εκτός ότι δεν εκτιμάται, αποφέρει ελάχιστα έσοδα. Συνέπεια να έχει υποχωρήσει το CD και το LP σαν φορέας format. Πιθανόν επειδή οι διεθνής συγκυρίες αποφάσισαν να το περιθωριοποιήσουν. Μπορεί τα πράγματα να έγιναν και μόνα τους έτσι.

Από την στιγμή που ο ακροατής όμως τώρα πια ακούει από το διαδίκτυο δωρεάν, από τηλεφωνικές συσκευές και tablet δεν έχει πια ανάγκη να αγοράζει ακριβά hi-fi μηχανήματα κι έτσι μειώθηκαν οι απαιτήσεις και ο τζίρος.

Αυτό που με στεναχωρεί είναι ότι οι δίσκοι και τα CD σαν συσκευασία εκτός από ηχητική έχει και μια εικαστική διάσταση που έχει, λίγο ή πολύ σημασία, αφού περιέχει κείμενα πληροφορίες κλπ και αυτό έχει παραμεριστεί.



Γνωρίζω την μεγάλη σου αγάπη για το ραδιόφωνο, αλλά τελικά οι πωλήσεις γίνονται πλέον από τις ψηφιακές πλατφόρμες. Τι συμβαίνει στο ένα και τι στο άλλο;

Το ένα δεν αναιρεί το άλλο. Το ζωντανό ραδιόφωνο με τα προπληρωμένα η προαποφασισμένα play list μου είναι αδιάφορο. Σιγά σιγά αυτοί που επιλέγουν τα τραγούδια αρχίζουν και τα γράφουν μόνοι τους και αυτοδιαφημίζονται.

Αυτό όμως είναι αδιέξοδο δεν οδηγεί πουθενά. Για αυτό σε πολλούς χώρους μαγαζιά κλπ προτιμούν να παίζουν λίστες από το youtube η μουσικές από webradio. Αυτά όμως είναι τόσα πολλά και δεν μπορούν να καθιερώσουν νέους καλλιτέχνες.

Το νέο επάγγελμα που αναδύεται μέσα από αυτά είναι η επιλογή πληροφορίας. Θα το δείτε προσεχώς.



Ήταν δημιουργικό το διάστημα της καραντίνας;

Ξεκούραση πολύ download από τραγούδια και ταινίες να έχουμε κάβα για την επόμενη καραντίνα. Λίγη μάσα παραπάνω γι αυτό ξεκινώ δίαιτα.



Αν ήσουν θαυμαστής σου, τι θα ρωτούσες τον εαυτό σου;

Πότε θα ξεκινήσεις δίαιτα να ανεβείς λίγο στο πάλκο, να τραγουδήσουμε παρέα ζωντανά;



Κλείσε με ευχή για τους αναγνώστες μας, αλλά και για εσένα.

Πρώτα απ' όλα υγεία, ανοιχτά αυτιά χωρίς παρωπίδες και κλισέ που μας καταπιέζουν. Δώστε βήμα στην νέα δημιουργία. Είναι η μόνη μας ελπίδα.