Μια ∆ΕΗ υπό κατάρρευση, έναν τεράστιο όγκο προβληματικών δανείων, ένα επικίνδυνο επενδυτικό κενό, αποκρατικοποιήσεις που σέρνονται, δικαστικές αποφάσεις που απειλούν να εκτροχιάσουν τον δημοσιονομικό σχεδιασμό, υποχρέωση υψηλών πλεονασμάτων έως το 2060 και βέβαια «ναρκοθετημένους» Προϋπολογισμούς ετοιμάζεται να αφήσει στην εξώπορτα του Μαξίμου ο Αλέξης Τσίπρας την επόμενη ημέρα των εκλογών.

Στο επιτελείο της Πειραιώς δεν είναι ανυποψίαστοι, ωστόσο η δύναμη ισχύος αυτών των 7 ωρολογιακών βομβών είναι τρομακτική και προκαλεί προβληματισμό για το πώς θα απενεργοποιηθούν εγκαίρως, χωρίς να ανάψουν νέες φωτιές στην ταλαιπωρημένη ελληνική οικονομία, η οποία πασχίζει να βρει ισορροπίες σε μια Ευρώπη που βρίσκεται στον προ-θάλαμο σαρωτικών αλλαγών προσώπων και πολιτικών.

Η δημοσιοποίηση των οικονομικών στοιχείων της ∆ΕΗ προκάλεσε σοκ στους ανυποψίαστους, αλλά για όσους μελετούν τις αναλύσεις των τελευταίων 24 μηνών δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Τα πράγματα είναι απλά. Η εταιρεία σημείωσε ζημίες 903,7 εκατ. ευρώ -από τη στιγμή που οι λιγνιτικές μονάδες της Μελίτης και της Μεγαλόπολης δεν έχουν πουληθεί ακόμα- με πτώση του τζίρου κατά περίπου 200 εκατ. ευρώ, ενώ ο κίνδυνος της κατάρρευσης είναι υπαρκτός, όπως σημειώνει ο ορκωτός λογιστής της Ernst & Young (EN), που έβαλε την υπογραφή του: «Ύπαρξη ουσιώδους αβεβαιότητας, η οποία ενδεχομένως θα εγείρει σημαντική αμφιβολία σχετικά με τη δυνατότητα της εταιρείας και του ομίλου να συνεχίσουν τη δραστηριότητά τους».

Το χειρότερο όλων είναι ότι επί του παρόντος δεν έχει ακουστεί το παραμικρό από την κυβέρνηση για το πώς θα αποφευχθεί η σύγκρουση στον τοίχο, ενώ όσοι έσπευσαν να διαβάσουν ως θετική την ανάλυση της S&P μάλλον στρουθοκαμηλίζουν, καθώς ο οίκος βλέπει ομαλή ρευστότητα για 12 μήνες, χωρίς να αναμένει σημαντική βελτίωση της οικονομικής απόδοσης της ∆ΕΗ μέσα στο 2019. Συν τοις άλλοις περιμένει έκτακτη στήριξη από την κυβέρνηση, αν τα πράγματα γίνουν πιο ασφυκτικά.

ΑΔΙΑΦΟΡΟΥΝ

Οι αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας θα έκαναν και τους πιο ψύχραιμους να... ιδρώσουν, ωστόσο στην κυβέρνηση αδιαφορούν παντελώς και είναι ενδεικτικό ότι, παρά τις πιέσεις των Ευρωπαίων για εκπόνηση σχεδίου απορρόφησης των δημοσιονομικών κραδασμών, η οδηγία στο οικονομικό επιτελείο είναι να ετοιμάσει ένα εκτεταμένο και εμπροσθοβαρές πακέτο παροχών, σαν να μην υπάρχει αύριο. Τα νούμερα προκαλούν ίλιγγο και είναι πραγματικά άξιον απορίας πώς οι Ευρωπαίοι αποφεύγουν έως τώρα να κοστολογήσουν τις επικείμενες αποφάσεις για συντάξεις και ∆ώρα. Τη... βρώμικη δουλειά ανέλαβε να κάνει το ∆ΝΤ, που υπολογίζει σε 9,5 δισ. ευρώ το κόστος των αναδρομικών από τις περικοπές των συντάξεων και την κατάργηση των ∆ώρων, ενώ το ετήσιο κόστος εφεξής εκτιμάται σε περίπου 1,5 δισ. ευρώ! Υπάρχει, όμως, μια... μικρή λεπτομέρεια: όλοι αυτοί οι υπολογισμοί δεν καλύπτουν ενδεχόμενο «ξήλωμα» του Νόμου Κατρούγκαλου. Σε περίπτωση που συμβεί αυτό, τότε το κόστος ανεβαίνει έως και τα 8 δισ. Ευρώ.

Το βουνό των «κόκκινων» δανείων παραμένει πάνω από 80 δισ. ευρώ και είναι ενδεικτικό ότι η Ελλάδα έχει το υψηλότερο ποσοστό προβληματικών χορηγήσεων στην Ευρώπη: 43% έναντι μέσου όρου 4,2%. Θα μπορούσε κάποιος καλόπιστος να ισχυριστεί ότι η κυβέρνηση έπραξε τα δέοντα εκπονώντας ένα σχέδιο, που δεν είναι, μάλιστα, ελληνικής έμπνευσης, αλλά βασίζεται στο πετυχημένο ιταλικό μοντέλο. Το θέμα είναι ότι, αν και το πρόβλημα των «κόκκινων» δανείων «φώναζε» από χιλιόμετρα, ενώ όλη η αγορά στέναζε από έλλειψη ρευστότητας, η κυβέρνηση κρυβόταν επιμελώς πίσω από τα πετυχημένα stress tests -κατακριτέος αναμφίβολα και ο «στρουθοκαμηλισμός» των Ευρωπαίων- και δεν κινητοποιήθηκε παρά μόνον όταν εκδηλώθηκε μπαράζ «επιθέσεων» στις τραπεζικές μετοχές από funds που έβλεπαν ό,τι βλέπει και ένας πρωτοετής φοιτητής Οικονομικών. Οι αγκυλώσεις της κυβέρνησης φάνηκαν άλλωστε και στους χειρισμούς για την πρώτη κατοικία και κάπως έτσι φτάνουμε στα μισά του 2019 χωρίς να φαίνεται στον ορατό ορίζοντα λύση στο πρόβλημα. Αυτό που δεν έχει τονιστεί επαρκώς είναι ότι το σχέδιο που «πατάει» στο ιταλικό μοντέλο «κολλάει», γιατί, πολύ απλά, τα ελληνικά ομόλογα παραμένουν στην κατηγορία «σκουπίδια» (junks), προ-καλώντας τεράστιο πρόβλημα στην τιμολόγηση των collateral για τα «κόκκινα» δάνεια έως 20 δισ. ευρώ, που σχεδιάζεται να διαγραφούν. Το γιατί η αναβάθμιση σε επενδυτική βαθμίδα έχει καθυστερήσει δεν χρήζει περαιτέρω ανάλυσης.

Η δημοσιοποίηση του Εθνικού Προ-γράμματος Μεταρρυθμίσεων αποκάλυψε ακόμα μία «βόμβα». Η πολυδιαφημισμένη αύξηση των επενδύσεων όχι απλώς δεν ήρθε, αλλά καταγράφεται πτώση τους κατά 12,2% (!) το 2018 και προβλέπεται ισχνή αύξησή τους κατά 3,9% φέτος, ενώ το οικονομικό επιτελείο διατυμπάνιζε ότι η εκτίμηση για αύξησή τους κατά 11,9% είναι απολύτως ρεαλιστική. Αυτή τη στιγμή, το επενδυτικό κενό υπολογίζεται σε 100 δισ. ευρώ, δηλαδή όσο 4 ΕΣΠΑ, 12 επενδύσεις μεγέθους Ελληνικού ή 170 επενδύσεις όπως του ΟΛΠ! Με βάση τον κυβερνητικό σχεδιασμό, για να καλυφθεί αυτό το κενό, θα πρέπει να φτάσου-με στο... 2039.

ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΕΙΣ

Η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος είναι οι απίστευτες καθυστερήσεις σε αποκρατικοποιήσεις και επενδυτικά projects, που υποτίθεται ότι είναι... ώριμα. Η μία περίπτωση είναι αυτή του Ελληνικού, όπου όλο μπαίνουν... μπουλντόζες, αλλά τίποτε δεν κινείται, με την κυβέρνηση να «οχυρώνεται» πίσω από τις αργές διαδικασίες για το καζίνο. Η άλλη περίπτωση είναι αυτή της Cosco, που θέλει να προχωρήσει επενδύσεις 618 εκατ. ευρώ, αλλά βρίσκεται αντιμέτωπη με το... ΚΑΣ, που αποφάσισε να κηρύξει τον μισό Πειραιά αρχαιολογικό χώρο και να αποβάλει τις ναυπηγοεπισκευαστικές ζώνες από τη Σαλαμίνα έπειτα από... μισό αιώνα λειτουργίας. Φυσικά, το πακέτο των παροχών, που κοστολογούνται σε αρκετά δισ. ευρώ, είναι αυτό που τραβάει τα φώτα της δημοσιότητας, καθώς επιβεβαιώνεται ότι η κυβέρνηση δεν θα διστάσει να τινάξει την... μπάνκα στον αέρα, προ-κειμένου να περιορίσει τις δημοσκοπικές της απώλειες. Αν και το υπουργείο Οικονομικών φάνηκε σε πρώτη φάση ότι βάζει φρένο στην παροχολογία, αναθεωρώντας τελικά την εκτίμηση για το φετινό υπερπλεόνασμα σε περίπου 1,1 δισ. ευρώ, δείχνει ότι θα υποπέσει στον πειρασμό για επιδόματα και φοροελαφρύνσεις εδώ και τώρα.
Άγνωστο παραμένει αν η κυβέρνηση θα ψηφίσει ή απλώς θα ανακοινώσει όλα όσα αφήνει να διαρρέουν για μείωση του ΦΠΑ, του φόρου εισοδήματος και της έκτακτης εισφοράς και διατήρηση του αφορολογήτου. «Ναρκοθετώντας» και τους επόμενους Προϋπολογισμούς με όλες τις παραπάνω παροχές, η κυβέρνηση στην πραγματικότητα υπονομεύει κάθε σχεδιασμό επαναδιαπραγμάτευσης των «αιματηρών» πλεονασμάτων για τα επόμενα χρόνια. Αν και οι υπεραποδόσεις της περιόδου 2016-2018 θα μπορούσαν να ενισχύσουν τον διαπραγματευτικό φάκελο για «προσγείωση» των πλεονασμάτων σε επίπεδα που δεν «κόβουν» την ανάπτυξη, ο χορός των παροχών δυσκολεύει την αναθεώρηση των στόχων για 3,5% έως το 2022, 3% το 2023, 2,5% το 2024, 2,2% το 2025 και 2% μέχρι το... 2060.

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ