Με τη στενή και στρατηγική συμμαχία Κυριάκου Μητσοτάκη - Μάνφρεντ Βέμπερ να «σφραγίζεται» με μια εκδήλωση-υπερπαραγωγή του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος στο Ζάππειο την περασμένη Τρίτη, η Νέα Δημοκρατία στρέφει το βλέμμα πλέον στην επόμενη ημέρα των ευρωπαϊκών εκλογών και στην ανάδειξη του 47χρονου Γερμανού ευρωβουλευτή ως νέου προέδρου της Κομισιόν. Αν αυτό συμβεί και στη συνέχεια η Ν.Δ. κερδίσει τις εθνικές εκλογές, ο κ. Μητσοτάκης θα έχει με τον επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής την καλύτερη προσωπική σχέση που είχε ποτέ Ελληνας πρωθυπουργός.

Πώς στοχεύει η Νέα Δημοκρατία –εφόσον εκλεγεί στην κυβέρνηση– να αξιοποιήσει τη σχέση αυτή; Με βασικές διεκδικήσεις σε τρία μείζονα ζητήματα για την ελληνική κοινωνία: το Μεταναστευτικό, τα δημοσιονομικά και τις επενδύσεις. Μόνο με καλή συνεργασία με την Κομισιόν μπορεί η Ν.Δ. ως κυβέρνηση να εφαρμόσει μια πολιτική που θα προστατεύει αποτελεσματικά τα σύνορα, θα επιταχύνει τις διαδικασίες ασύλου, διαχωρίζοντας γρήγορα τους πρόσφυγες από τους οικονομικούς μετανάστες, και θα μπορεί, όπως έχει πει ο κ. Μητσοτάκης, η Ελλάδα να πει ότι, «ναι, τα σύνορά μας, τα θαλάσσια και τα χερσαία, φυλάσσονται και προστατεύονται γιατί είναι σύνορα της Ελλάδος, αλλά ταυτόχρονα και σύνορα της Ευρώπης».

Στον σχεδιασμό

Στον σχεδιασμό της Ν.Δ. είναι να ζητήσει επίσης από τις Βρυξέλλες νέα στρατηγική σχετικά με την Αφρική, αυξημένους πόρους για το Μεταναστευτικό και καλύτερη κατανομή των βαρών στα υπόλοιπα κράτη-μέλη της Ε.Ε.

Στο φλέγον ζήτημα του δημοσιονομικού, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει ήδη καταφέρει να «αποσπάσει» από τον Μάνφρεντ Βέμπερ τη δημόσια υπόσχεση ότι υπό τη δική του προεδρία η Κομισιόν θα εξετάσει το αίτημα της Ν.Δ. για μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων (σ.σ.: δημόσια έσοδα μείον δημόσιες δαπάνες, χωρίς να υπολογίζεται η ετήσια δαπάνη για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους). Θυμίζουμε ότι, με βάση τη συμφωνία του Eurogroup του Ιουνίου του 2018, η χώρα μας υποχρεούται να πετυχαίνει πρωτογενή πλεονάσματα ύψους τουλάχιστον 3,5% έως το 2022 και 2,2% από το 2023 μέχρι και το 2060.

Τέλος, στο σκέλος των επενδύσεων, η Ν.Δ. «ποντάρει» σε μια γόνιμη και εποικοδομητική συνεργασία με τις Βρυξέλλες για τη στοχευμένη διοχέτευση κοινοτικών κονδυλίων στην Ελλάδα, που θα ενισχύσουν την ανάπτυξη και θα δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας. «Το οικονομικό μας πρόγραμμα, σε συνδυασμό με το επενδυτικό μας σχέδιο, με την αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων, είναι αυτό που θα δώσει τελικά τη δυνατότητα στην Ελλάδα να αναπτυχθεί γρήγορα προς όφελος όλων των πολιτών. Είναι τελικά η οικονομία το κλειδί για το μέλλον της χώρας», ήταν η χαρακτηριστική φράση του Κυριάκου Μητσοτάκη στην παρέμβασή του στην εκδήλωση στο Ζάππειο, από όπου ο κ. Βέμπερ ξεκίνησε την τελική φάση της προεκλογικής του καμπάνιας.

Η συμπόρευση με το ΕΛΚ και τον κ. Βέμπερ προσφέρει τη δυνατότητα στον κ. Μητσοτάκη να δώσει και μια άλλη διάσταση στην αναμέτρηση των ευρωεκλογών: «Θέλουμε μια Ελλάδα που να είναι με την ευρωπαϊκή πλειοψηφία, συνδιαμορφωτής των ευρωπαϊκών εξελίξεων, ή να συνταχθούμε με μια μειοψηφία που δεν θα έχει κανέναν λόγο και ρόλο στην Ευρώπη της επόμενης μέρας;», είναι το δίλημμα που θέτει ο πρόεδρος της Ν.Δ.

Ο Μάνφρεντ Βέμπερ, από την πλευρά του, βλέπει στο πρόσωπο του κ. Μητσοτάκη έναν ηγέτη στον οποίο μπορεί να ποντάρει μακροπρόθεσμα. Στον ευρωπαϊκό Νότο, εξάλλου, η Κεντροδεξιά στις παραδοσιακές ευρωπαϊκές δυνάμεις (Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία) κινείται από μέτρια έως χαμηλά επίπεδα, με μικρές πιθανότητες να ανέλθει στην εξουσία τα προσεχή χρόνια. Επομένως, ο κ. Μητσοτάκης ίσως είναι ο μοναδικός πρωθυπουργός από τους κόλπους του ΕΛΚ σε μεγάλη χώρα του Νότου. Η εκλογή του, παράλληλα, θα αξιοποιηθεί ως παράδειγμα από τον Μάνφρεντ Βέμπερ προς τα υπόλοιπα κόμματα του ΕΛΚ και συνολικά την Ευρώπη, για να δείξει ότι ένα αξιόπιστο και υπεύθυνο κεντροδεξιό κόμμα μπορεί να επικρατήσει και να κερδίσει τις εκλογές.

Δημοσιεύθηκε στα Παραπολιτικά 26/4/2019