Την Πέμπτη «κληρώνει» για τη συνταγματική αναθεώρηση, καθώς η Ολομέλεια της Βουλής θα αποφασίσει στη δεύτερη ψηφοφορία ποιες διατάξεις του Συντάγματος θα παραπεμφθούν τελικά στην επόμενη Βουλή και με ποια πλειοψηφία.

Υπενθυμίζεται ότι όσες προτάσεις συγκεντρώσουν τώρα τουλάχιστον 180 ψήφους θα χρειάζονται στην επόμενη φάση απλή πλειοψηφία 151 και το αντίστροφο.

Υπό αυτό το πρίσμα το ειδικό πολιτικό ενδιαφέρον επικεντρώνεται στη στάση που θα τηρήσουν οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ όσον αφορά το άρθρο 32 του Συντάγματος σχετικά με την αποσύνδεση της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από τη διάλυση της Βουλής και την πρόωρη προσφυγή στις κάλπες.

Η επίμαχη διάταξη συγκέντρωσε με τις ψήφους της ΝΔ υπεραυξημένη πλειοψηφία 221 ψήφων, κάτι που λύνει τα χέρια της επόμενης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας που θα προκύψει από τις εκλογές που μεσολαβούν ώστε να αναθεωρήσει το άρθρο 32, προσδιορίζοντας το περιεχόμενό του με βάση τη δική του πρόταση.

Σημειώνεται ότι ενώ ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ συγκλίνουν στην ανάγκη αποσύνδεσης της εκλογής του ανώτατου πολιτειακού παράγοντα από τη διάλυση της Βουλής, διαφωνούν ως προς τη μεθοδολογία: Η ΝΔ θέλει εκλογή από τη Βουλή μέσα από τρεις ψηφοφορίες (200-180-151), ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει έξι διαδοχικές ψηφοφορίες, μία ανά μήνα, και εάν δεν καρποφορήσουν, τότε άμεση εκλογή από τον λαό.

Ομως η πρότασή του για αναθεώρηση του σχετικού άρθρου 30 παρ. 1 για τη δυνατότητα απευθείας εκλογής από τον λαό δεν πέρασε στην πρώτη ψηφοφορία (συγκέντρωσε 148 ψήφους) και άρα έχει τεθεί εκτός της αναθεωρητέας ατζέντας, εξέλιξη που διαμορφώνει νέα δεδομένα.

Στη ΝΔ μάλιστα εκτιμούν ότι δεν ήταν τυχαία η απόρριψή του και αναμένουν με ενδιαφέρον τι στάση θα τηρήσουν οι κυβερνητικοί βουλευτές στη δεύτερη ψηφοφορία, υπονοώντας ότι ενδέχεται να μη στηρίξουν όλοι την πρότασή τους για το άρθρο 32, ώστε να μη συγκεντρώσει και πάλι αυξημένη πλειοψηφία και άρα η επόμενη Βουλή να μην μπορεί εύκολα να το αλλάξει κατά το δοκούν (θα χρειάζεται 180 ψήφους).

Αν και το σενάριο αυτό μοιάζει απίθανο, λόγω των πολιτικών επιπτώσεων που θα έχει για τον ΣΥΡΙΖΑ, στη ΝΔ δεν το αποκλείουν, καθώς σχετίζεται με τις προεδρικές εκλογές του 2020 και τυχόν επιδιώξεις εκ μέρους του Αλέξη Τσίπρα για νέες εκλογές (το σενάριο της «δεξιάς παρένθεσης»).

Οπως δηλώνει σχετικά στα Νέα ο εισηγητής του κόμματος Κώστας Τασούλας, «η ψήφος του ΣΥΡΙΖΑ για το άρθρο 32 θα δείξει αν τελικά εννοούσε την αναθεώρηση έστω και ελάχιστα ή καθόλου, γιατί φοβάμαι ότι τελικά θα αρνηθούν να ψηφίσουν και πάλι το άρθρο 32 προτιμώντας την «απεύθυνση του πλατιού καλέσματος» από την αγνόηση «του βραχέος χρόνου», παραπέμποντας στην αναφορά Τσίπρα στην επιστολή του προς τους πολιτικούς αρχηγούς με την οποία τους προέτρεπε η αναθεώρηση να μην πέσει όμηρος «του βραχέος πολιτικού χρόνου».

Σε κάθε περίπτωση, η Βουλή οδεύει προς την αποφασιστική ψηφοφορία έχοντας ως δεδομένο ότι σημαντικά άρθρα του Συντάγματος, όπως το άρθρο 16 για την παιδεία ή το άρθρο 24 για το περιβάλλον και τα δάση, δεν θα αναθεωρηθούν.

Και αν ακόμα δεκάδες στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και υπουργοί έχουν σπουδάσει (ή διδάσκουν) σε πανάκριβα ιδιωτικά πανεπιστήμια της Βρετανίας, των ΗΠΑ κλπ, οι ίδιοι αρνήθηκαν την αναθεώρηση του σχετικού άρθρου του Συντάγματος που θα επέτρεπε τη λειτουργία μη κρατικών Πανεπιστημίων. 

Έτσι, η Ελλάδα παραμένει μία από τις ελάχιστες ευρωπαϊκές χώρες, όπου η Ανώτατη Εκπαίδευση πρέπει να είναι μόνο κρατική. Και ας λειτουργούν μη κρατικά πανεπιστήμια στην Κύπρο ή την γειτονική Βουλγαρία. Και ας φεύγουν χιλιάδες Έλληνες φοιτητές κάθε χρόνο για να σπουδάσουν στο εξωτερικό. Και ας χάνεται η ευκαιρία η Ελλάδα να γίνει πόλος έλξης ξένων φοιτητών.

Θα ήταν αστεία, αν δεν ήταν τραγική, η επιχειρηματολογία των υπουργών ΣΥΡΙΖΑ. Ο κ. Κατρούγκαλος ισχυρίστηκε από το βήμα της Βουλής ότι ο λόγος που δεν πρέπει να γίνουν μη κρατικά ΑΕΙ είναι για να μην δανείζονται οι φοιτητές...

Την ίδια ώρα, τα κρατικά (με συνταγματική βούλα) ΑΕΙ έχουν αφεθεί στο έλεος μπαχαλάκηδων, εμπόρων ναρκωτικών και λιανοπωλητών.

Η ευκαιρία λοιπόν χάθηκε για τουλάχιστον μία 10ετία. Ας σημειωθεί δε ότι υπέρ των μη κρατικών ΑΕΙ τέθηκε αυτή τη φορά και το Κίνημα Αλλαγής της Φώφης Γεννηματά. Σε αντίθεση με τον Γιώργο Παπανδρέου που το 2007 είχε ταχθεί υπέρ της αναθεώρησης του άρθρου 16 και τελικά άλλαξε γνώμη.