Τα όσα ισχύουν για τη διαδικασία της πρότασης μομφής ή δυσπιστίας περιγράφονται στο άρθρο 84 του Συντάγματος και στο άρθρο 142 του Κανονισμού της Βουλής.

Η Βουλή μπορεί με απόφασή της να αποσύρει την εμπιστοσύνη της από την κυβέρνηση ή από μέλος της. Η πρόταση μομφής πρέπει να είναι υπογραμμένη από το 1/6 τουλάχιστον των βουλευτών (50) και να περιλαμβάνει σαφώς τα θέματα για τα οποία θα διεξαχθεί η συζήτηση.

Η συζήτηση αρχίζει μετά δύο ημέρες από την υποβολή της σχετικής πρότασης, εκτός αν η κυβέρνηση, σε περίπτωση πρότασης δυσπιστίας, ζητήσει να αρχίσει αμέσως η συζήτηση, η οποία δεν μπορεί να παραταθεί πέρα από τρεις ημέρες από την έναρξή της.

Η ψηφοφορία για την πρόταση διεξάγεται αμέσως μόλις τελειώσει η συζήτηση, μπορεί όμως να αναβληθεί για σαράντα οκτώ ώρες, αν το ζητήσει η κυβέρνηση.

Πρόταση δυσπιστίας γίνεται δεκτή, μόνο αν εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, δηλαδή 151. Κατά την ψηφοφορία ψηφίζουν οι υπουργοί και υφυπουργοί που είναι μέλη της Βουλής.

Πρόταση δυσπιστίας μπορεί να υποβληθεί μόνο μετά την πάροδο έξι μηνών αφότου η Βουλή απέρριψε πρόταση δυσπιστίας. Η προηγούμενη πρόταση είχε κατατεθεί τον Ιούνιο του 2018 από τη ΝΔ και αφορούσε την Συμφωνία των Πρεσπών, την οποία τότε επρόκειτο να υπογράψουν Τσίπρας-Ζάεφ.

Είχε απορριφθεί με 153 ψήφους. Υπέρ της πρότασης δυσπιστίας ψήφισαν 127 βουλευτές, σε σύνολο 280 βουλευτών. Από τη συζήτηση και την ψηφοφορία απείχε το ΚΚΕ, ενώ είχε τεθεί εκτός συζήτησης η Χρυσή Αυγή, μετά τις αθλιότητες Μπαρμπαρούση.

Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ότι κατ' εξαίρεση μπορεί να υποβληθεί πρόταση δυσπιστίας και πριν από την πάροδο εξαμήνου, αν είναι υπογραμμένη από την πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών.