Η καινούργια χρονιά έχει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Είναι άκρως πολιτική, καθώς στους μήνες της θα πρέπει να διεξαχθούν τρεις εκλογικές αναμετρήσεις. Αυτή είναι η πολιτική βεβαιότητα. Ομως, με εξαίρεση τον χρόνο διεξαγωγής των ευρωεκλογών, τον οποίο έχει αποφασίσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, οι λοιπές ημερομηνίες είναι ρευστές. Πράγματι, εκείνο που έχει πολιτική σημασία είναι ο χρόνος διεξαγωγής των βουλευτικών εκλογών. Υπό το πρίσμα αυτό, εκείνο που έχει σημασία για τον πρωθυπουργό και το στενό επιτελείο του είναι ποια είναι η καταλληλότερη περίοδος για προσφυγή στις κάλπες, ώστε οι εκλογικές απώλειες να είναι όσο το δυνατόν μικρότερες, προκειμένου να έχει περιθώρια ο ΣΥΡΙΖΑ να παραμείνει στο πολιτικό προσκήνιο, έχοντας, ει δυνατόν, και ρυθμιστικό ρόλο στις όποιες εξελίξεις.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο της αδυναμίας να προσδιορίσει επακριβώς η κυβέρνηση ποια ημερομηνία εκλογών τη συμφέρει, τέσσερις είναι οι παράγοντες με πολιτικό ενδιαφέρον και επιπτώσεις επί των πολιτικών εξελίξεων:

(α) Η ακριβής ημερομηνία εκλογών και αν αυτή θα συμπέσει με ταυτόχρονη διεξαγωγή και των άλλων δύο, αυτοδιοικητικών και ευρωεκλογών. (β) Τα πρόσωπα που θα πρωταγωνιστήσουν με θετικό ή αρνητικό τρόπο, σε συνάρτηση πάντοτε με το αποτέλεσμα των εθνικών εκλογών. (γ) Η σωρευτική επίδραση αυτοδιοικητικών και αποτελεσμάτων ευρωεκλογών επί του πολιτικού κλίματος γενικότερα. Γι’ αυτό και το Μαξίμου, όντας βέβαιο για την εκλογική ήττα στις εθνικές εκλογές, επιθυμεί να αποτρέψει βαρύτερη επίδραση σε αυτές από τυχόν άσχημα σε βάρος του ΣΥΡΙΖΑ αποτελέσματα στις άλλες δύο αναμετρήσεις. (δ) Η τύχη των μικρών κομμάτων και κυρίως ο αριθμός και το ποσοστό αυτών που θα μείνουν εκτός Βουλής, καθώς ο παράγοντας αυτός παίζει ρόλο για την αυτοδυναμία του πρώτου κόμματος.

Σενάρια και σταθερές

Η ακραία -όσο και απελπισίας- εκδοχή, την οποία, υπό τύπον απειλής προς την αξιωματική αντιπολίτευση διατύπωσε ο πρωθυπουργός, ήταν ότι η κυβέρνησή του όχι μόνο θα εξαντλήσει την τετραετία, αλλά θα πάρει και είκοσι μέρες παραπάνω!

Στην υιοθέτηση μιας τέτοιας εκλογικής πολιτικής από το Μαξίμου δύο εκτιμήσεις θα έπαιζαν τον δικό τους ρόλο. Πρώτον, η αισιόδοξη άποψη ότι στον χρόνο που θα απομένει μέχρι την εξάντληση της τετραετίας θα ήταν δυνατόν να φτιάξουν τα πράγματα και, συγχρόνως, ο πανδαμάτωρ χρόνος να έχει φέρει τη λήθη όσον αφορά τις βαρύτατες ευθύνες της κυβέρνησης για όσα προηγήθηκαν. Δεύτερον, η υστερόβουλη σκέψη ότι συμφέρει τον ΣΥΡΙΖΑ να είναι ο τερματισμός της θητείας του όσον το δυνατόν πιο κοντά στις διαδικασίες για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας. Κι αυτό διότι υπολογίζουν στο Μαξίμου ότι ακόμη και αν έχει εκλογική αυτοδυναμία η Νέα Δημοκρατία, δεν θα μπορέσει να εκλέξει Πρόεδρο από την πρώτη φάση της σχετικής διαδικασίας, μη δυνάμενη να συγκεντρώσει τις απαραίτητες ψήφους. Κι έτσι θα οδηγηθεί η χώρα σε εκλογές και μάλιστα με την απλή αναλογική.

Την κυβερνητική σκέψη έχει απορροφήσει το ενδεχόμενο της ταυτόχρονης διεξαγωγής και των τριών εκλογικών αναμετρήσεων, ώστε οι αυτοδιοικητικές και ευρωεκλογές να απορροφήσουν τις αρνητικές διαθέσεις της κοινής γνώμης έναντι του ΣΥΡΙΖΑ, ώστε στις εθνικές να υποστεί όσο το δυνατόν μικρότερη ζημία. Η δυνατότητα αυτή έχει ούτως ή άλλως μία σταθερά, που δεν μεταβάλλεται. Είναι ο χρόνος των ευρωεκλογών, που η ημερομηνία τους υπερψηφίστηκε και από την αρμόδια Συνταγματική Επιτροπή αλλά και από το Ευρωκοινοβούλιο. Και η ημερομηνία υποχρεωτικής διεξαγωγής τους είναι στο τετραήμερο διάστημα μεταξύ 23 και 26 Μαΐου 2019.

Την αδυναμία να προσδιορίσει η κυβέρνηση τι τη συμφέρει την αποκάλυψε το εξής γεγονός, που αφορά τις αυτοδιοικητικές εκλογές. Ενώ ο αρμόδιος τότε υπουργός κ. Σκουρλέτης είχε καταθέσει Νομοσχέδιο που προέβλεπε τη διεξαγωγή των αυτοδιοικητικών εκλογών τον Οκτώβριο -τη στιγμή που η πενταετία από τις προηγούμενες συμπληρωνόταν στις 18 Μαΐου-, βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, προφανέστατα καθ’ υπόδειξιν του Μαξίμου, κατέθεσαν τροπολογία που προβλέπει ο μεν πρώτος γύρος των εκλογών αυτών να διεξαχθεί στις 19 Μαΐου και ο δεύτερος στις 26, ώστε να συμπέσει με τις ευρωεκλογές. Σύμφωνα πάντως με πληροφορίες, υπάρχει μία τεχνική δυσκολία, που δεν έχει επιλυθεί ακόμη: της ηλεκτρονικής υποστήριξης τριών ταυτόχρονα αναμετρήσεων.

Τα πρόσωπα

Οι μέχρι σήμερα δημοσκοπικές ενδείξεις δείχνουν ένα σταθερό προβάδισμα της Νέας Δημοκρατίας με σημαντική διαφορά, η οποία, βεβαίως, ποικίλλει από εταιρεία σε εταιρεία.

Τούτων δοθέντων, η εκλογική διαφορά δεν θα κρίνει μόνο την αυτοδυναμία (συντρεχόντων και κάποιων άλλων παραγόντων), αλλά θα έχει επιπτώσεις και στους δύο πρωταγωνιστές. Tο εκλογικό αποτέλεσμα και αναλόγως των ποσοστών που θα επιτύχει ο ΣΥΡΙΖΑ, θίγει άμεσα τον κ. Τσίπρα. Ενα εκλογικό αποτέλεσμα, το οποίο θα θέτει εν αμφιβόλω τη δυνατότητα του ΣΥΡΙΖΑ να αποτελέσει μία ισχυρή αξιωματική αντιπολίτευση, ασφαλώς και θα δημιουργήσει συνθήκες αμφισβήτησης του ίδιου του κ. Τσίπρα, όταν μάλιστα κατηγορείται από αρκετούς συντρόφους του για εγκατάλειψη της αριστεροφροσύνης.

Και για τον κ. Μητσοτάκη έχει σημασία το εκλογικό αποτέλεσμα και κυρίως η διαφορά που θα επιτύχει έναντι του κ. Τσίπρα. Μία αυτοδυναμία τον ισχυροποιεί πολύ. Οπως και μία μεγάλη εκλογική διαφορά, ανεξαρτήτως αν δεν επιτύχει την αυτοδυναμία. Δύσκολα γι’ αυτόν θα είναι τα πράγματα στη μάλλον απίθανη περίπτωση της επίτευξης από τον κ. Τσίπρα μικρής διαφοράς από τη Ν.Δ. Το πρόσφατο συνέδριό της, πάντως, ανέδειξε μία ζηλευτή συνοχή, που κανένα άλλο κόμμα δεν εμφανίζει αυτήν τη στιγμή.

Οι άλλοι

Το εκλογικό αποτέλεσμα έχει τη σημασία του, βεβαίως, και για τους υπόλοιπους πολιτικούς αρχηγούς, καθώς η πολιτική τύχη των περισσοτέρων φαίνεται να τελειώνει. Η κ. Φώφη Γεννηματά του ΚΙΝ.ΑΛ. επιδιώκει να αυξήσει το ποσοστό του κόμματος, το οποίο πάντως δημοσκοπικά δεν δείχνει στοιχεία σημαντικής ανάκαμψης. Να πλησιάσει διψήφιο ποσοστό μοιάζει ιδιαιτέρως δύσκολο, κινδυνεύοντας μάλιστα να μείνει πίσω από τη Χρυσή Αυγή, οι ψηφοφόροι της οποίας είναι φυσικό να μην εκδηλώνονται. Παραμονή του ΚΙΝ. ΑΛ. σε χαμηλά ποσοστά, ως τέταρτο κόμμα, ασφαλώς και θα πυροδοτήσει τις γνωστές σε αυτές τις περιπτώσεις διαδικασίες για την προώθηση μιας άλλης ηγετικής προσωπικότητας. Ηδη, μετά τις εκλογές η κ. Γεννηματά θα έχει συμπληρώσει θητεία τεσσάρων ετών στην αρχηγία τού υπό διάφορες μορφές και ονομασίες ελληνικού σοσιαλιστικού κόμματος.

Σε πολύ ρηχά δημοσκοπικά νερά κινείται και το φυλλορροούν Ποτάμι του κ. Σταύρου Θεοδωράκη, που και αυτός φαίνεται ότι μένει εκτός Βουλής. Μάλιστα, στις τελευταίες τάσεις της MRB το Ποτάμι κατέγραφε αρνητικές εκτιμήσεις 88,6%, που βεβαίως αντανακλώνται και στην ηγεσία του κόμματος.

Ο πρόεδρος των Ανεξαρτήτων Ελλήνων, Πάνος Καμμένος, όπως όλα δείχνουν, παρουσία στη νέα Βουλή μπορεί να έχει μόνο αν του εξασφαλίσει εκλόγιμη θέση στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ ο κ. Τσίπρας. Προοπτική, βεβαίως, που αποτελεί απόλυτη πολιτική και ιδεολογική ήττα για τον πρόεδρο των ΑΝ.ΕΛ. Σημειωτέον ότι, δημοσκοπικά, τις περισσότερες φορές το κόμμα του είναι κάτω και από το ποσοστό που παίρνει το κόμμα του Κυριάκου Βελόπουλου. Τα ίδια ισχύουν και για τον πρόεδρο της Ενώσεως Κεντρώων, Βασίλη Λεβέντη, το κόμμα του οποίου καθ’ όλες τις ενδείξεις μένει εκτός Βουλής. Τα ποσοστά που παίρνει στις δημοσκοπήσεις, κατά μέσον όρο, δεν υπερβαίνουν το 2%. Τούτων δοθέντων, οι εκτιμήσεις είναι ότι η επόμενη Βουλή θα είναι μάλλον πεντακομματική, εκτός και αν κάνει την έκπληξη και μπει στη Βουλή κάποιος δεξιός συνασπισμός των κομμάτων συγγενούς ιδεολογίας που έχουν συγκροτηθεί (Ελληνική Λύση, Δύναμη Ελληνισμού, Νέα Δεξιά, ΛΑΟΣ και Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα). Ή ένα εκ των δύο αριστερών κομμάτων που προέρχονται από τον ΣΥΡΙΖΑ, όπως η Πλεύση Ελευθερίας και η Λαϊκή Ενότητα. Πάντως, και των δύο αυτών κομμάτων, της Ζωής Κωνσταντοπούλου και του Παναγιώτη Λαφαζάνη, τα ποσοστά είναι πολύ χαμηλά.

Περιφέρεια, δήμοι και η μάχη της Ευρώπης

Για τις αυτοδιοικητικές εκλογές δεν έχουν αναπτυχθεί ακόμη οι σχετικές δημοσκοπικές έρευνες, έτσι ώστε να υπάρχει μία επαρκής εικόνα για την επικράτηση ή μη των υποψηφίων που υποστηρίζει κάθε κόμμα, πολύ περισσότερο καθώς δεν έχουν οριστικοποιηθεί όλες οι υποψηφιότητες. Πολιτικό μήνυμα και ανάλογες ερμηνείες κομματικής επικράτησης, βεβαίως, μπορεί να δοθούν μόνον από τις εκλογές για την Περιφέρεια. Κι αυτό διότι όσον αφορά στους δημάρχους, τα πράγματα είναι πιο ρευστά από πλευράς υποψηφιοτήτων, με το σαφές πολιτικό μήνυμα να προέρχεται μόνον από τις μεγάλες πόλεις, όπως στις πολιτικοποιημένες δημαρχιακές εκλογές του 1986 σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Πειραιά.

Πάντως, δεν είναι τυχαίο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ στις μεγάλες αυτές πόλεις δεν βρήκε αξιόμαχο υποψήφιο. Αναφέρεται, για όση σημασία έχει, ότι στη μεγάλη Περιφέρεια Αττικής η πλέον πρόσφατη δημοσκόπηση, που είχε διενεργηθεί για λογαριασμό των «Π», αναδείκνυε μεγάλη επικράτηση του υποστηριζόμενου από τη Ν.Δ., Γιώργου Πατούλη. Οσον αφορά στις ευρωεκλογές, στη Νέα Δημοκρατία πιστεύουν ότι το εκλογικό τους αποτέλεσμα θα είναι ανάλογο της υπεροχής που φαίνεται να έχει στις γενικές εκλογές. Υπενθυμίζεται ότι στις εκλογές του 2014 ο ΣΥΡΙΖΑ είχε πάρει ποσοστό 26,6% και είχε εκλέξει 6 ευρωβουλευτές, ενώ η Ν.Δ. με ποσοστό 22,72% είχε εκλέξει 5 ευρωβουλευτές. Σήμερα έχουν κάθε λόγο στην Πειραιώς να πιστεύουν ότι ανάλογα με τα ποσοστά που φαίνεται ότι μπορεί να συγκεντρώσει η Ν.Δ. στις γενικές εκλογές θα είναι και τα ποσοστά της στις ευρωεκλογές, μολονότι βεβαίως στις εκλογές για το Ευρωκοινοβούλιο η ψήφος είναι πιο χαλαρή. Με τις εκτιμήσεις αυτές, στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης πιστεύουν ότι έχουν πολλές πιθανότητες να αυξήσουν τους «γαλάζιους» ευρωβουλευτές από 5 σε 8… Ή και σε περισσότερους, αναλόγως του τι θα κάνουν τα μικρότερα κόμματα.

Δημοσιεύθηκε στα Παραπολιτικά 29/12/2018