Έτος εκλογών και κατ’ επέκταση αυξηµένης αβεβαιότητας για την οικονοµία θεωρούν οι αναλυτές των ξένων επενδυτικών οίκων ότι θα είναι το 2019 για την Ελλάδα. Καθώς τα τµήµατα ανάλυσης του εξωτερικού ενσωµατώνουν πλέον στα µοντέλα τους την προοπτική της πρόωρης προσφυγής στις κάλπες (την οποία τοποθετούν ακόµα και πριν από τον Μάιο), προειδοποιούν ότι οι πιθανές εστίες κινδύνου για την ελληνική οικονοµία δεν εξαντλούνται στον τραπεζικό κλάδο και στο πρόβληµα των «κόκκινων» δανείων.

Οι εκλογές συνεπάγονται δηµοσιονοµικές «ατασθαλίες», ικανές να τροµάξουν ακόµα περισσότερο τους επενδυτές και να οδηγήσουν σε αύξηση του κόστους δανεισµού των οµολόγων και µάλιστα σε µία ευαίσθητη χρονική περίοδο, όπου στόχος της Αθήνας θα είναι να επιστρέψει στις αγορές. Ετσι, ενώ τον ∆εκέµβριο του 2017 η Ελλάδα συµπεριλαµβανόταν ανάµεσα στα «hot trades» των ξένων οίκων για τη χρονιά που ξεκινούσε, φέτος οι αναλυτές του εξωτερικού δεν πλησιάζουν καν στα ελληνικά οµόλογα ή τις µετοχές. Για την ακρίβεια, η Ελλάδα είναι χαρακτηριστικά απούσα από τις επενδυτικές προτάσεις του 2019 και τα χαρτοφυλάκια που συστήνουν οι ξένοι οίκοι στους πελάτες τους.

Παρότι η ελληνική οικονοµία αναµένεται να εµφανίσει ρυθµούς ανάπτυξης 1,9% το 2019, σύµφωνα µε τον µέσο όρο των προβλέψεων των αναλυτών, εντούτοις οι προκλήσεις είναι πολλές και η αβεβαιότητα παραµένει. Η Morgan Stanley, για παράδειγµα, προχώρησε πρόσφατα σε µια µικρή υποβάθµιση των εκτιµήσεών της για την ελληνική οικονοµία, όµως περιµένει ικανοποιητικούς ρυθµούς αύξησης του ΑΕΠ, της τάξης του 2%, τόσο για το 2019 όσο και για το 2020.

Η καταναλωτική και επιχειρηµατική εµπιστοσύνη έχει αυξηθεί σε σχέση µε τα προηγούµενα χρόνια, η αγορά εργασίας εξακολουθεί να βελτιώνεται, οι επιχειρήσεις σκοπεύουν να κάνουν προσλήψεις και τα capital controls σταδιακά αίρονται, αναφέρει ο οίκος, απαριθµώντας τους παράγοντες που λειτουργούν υποστηρικτικά για την οικονοµία. Οµως, οι αβεβαιότητες δεν έχουν εκλείψει, τονίζει. Το «βουνό» των «κόκκινων» δανείων στερεί ρευστότητα από την οικονοµία, το δηµόσιο χρέος παραµένει υψηλό και άρα τα δηµοσιονοµικά περιθώρια για τη στήριξη της ανάπτυξης είναι ανύπαρκτα.

Χαλάρωση

Αντιθέτως, η έµφαση πέφτει στη δηµοσιονοµική σύνεση, προκειµένου να διασφαλιστεί η επιτυχηµένη έξοδος από το Μνηµόνιο, σηµειώνουν οι αναλυτές της Morgan Stanley. «Η δέσµευση υπάρχει, όµως δεν θα µας προκαλούσε έκπληξη εάν βλέπαµε κάποιες προσπάθειες για χαλάρωση της λιτότητας», αναφέρουν, σε µία άποψη που φαίνεται να βρίσκει σύµφωνους και άλλους οίκους. Και έτσι προειδοποιούν ότι, εφόσον οι δηµοσιονοµικές παρεκκλίσεις δεν γίνουν µε µέτρο, τότε ενδέχεται να κινδυνεύσει η προσπάθεια της Ελλάδας να ανακτήσει µια κανονική πρόσβαση στις αγορές οµολόγων.

Παράγοντες πέραν του ελέγχου της Αθήνας, όπως για παράδειγµα ο αυξηµένος βαθµός αβεβαιότητας για την ευρωπαϊκή και παγκόσµια οικονοµία αλλά και η λιγότερο υποστηρικτική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, δυσκολεύουν την επιστροφή στις αγορές. Και για να ξεπεράσει τις δυσκολίες αυτές, η Ελλάδα θα πρέπει να δείξει ότι η οικονοµία της είναι πια βιώσιµη, εξηγούν οι αναλυτές της Morgan Stanley. Ασφαλώς, ένας από τους παράγοντες που θα παρακολουθούν οι ξένοι επενδυτές θα είναι οι επερχόµενες εκλογές. «Το αποτέλεσµά τους θα δείξει εάν µπορούµε να περιµένουµε κάποια συνέχεια στις πολιτικές. Και µέχρι στιγµής, οι δηµοσκοπήσεις µαρτυρούν ότι αυτό θα συµβεί, αφού τα mainstream κόµµατα έχουν το προβάδισµα», αναφέρει η Morgan Stanley, δηλώνοντας αισιόδοξη για τις προοπτικές της ελληνικής οικονοµίας. Παρά την αισιοδοξία αυτή, ο οίκος δεν τολµά να αγγίξει τις ελληνικές µετοχές, για τις οποίες δίνει σύσταση underweight (δηλαδή, µειωµένης εκπροσώπησης στα χαρτοφυλάκια).

Οι επόµενες εκλογές αλλά και οι εξελίξεις στον τραπεζικό τοµέα είναι, σύµφωνα και µε την JP Morgan, οι δύο σηµαντικότεροι παράγοντες που θα κρίνουν την επόµενη µέρα για την ελληνική οικονοµία. Ο αµερικανικός επενδυτικός οίκος τηρεί ουδέτερη στάση απέναντι στις ελληνικές επενδύσεις, καθώς φαίνεται ότι διχάζεται ανάµεσα στο καλό και το κακό σενάριο: το θετικό σενάριο προβλέπει νίκη της Νέας ∆ηµοκρατίας στις εκλογές και δηµιουργία µίας bad bank, που θα βοηθήσει το τραπεζικό σύστηµα µακροπρόθεσµα, ενώ το αρνητικό σενάριο µιλά για την απουσία προοπτικών ανάπτυξης για τις ελληνικές τράπεζες και τις άλλες µεγάλες επιχειρήσεις της χώρας, καθώς και για µια ακόµα µεγαλύτερη αύξηση του κόστους δανεισµού της Ιταλίας, που θα επηρεάσει αρνητικά και την ελληνική αγορά των οµολόγων.

Μία εκτίναξη του κόστους δανεισµού στα οµόλογα είναι η βασική ανησυχία της Capital Economics. Η παροχολογία των εκλογών κινδυνεύει να επιτείνει την όποια δηµοσιονοµική απόκλιση, προκαλώντας αύξηση στις αποδόσεις των οµολόγων ή ακόµα και µια νέα κρίση, εκτιµά η εταιρεία ερευνών.

Οι απόψεις των αναλυτών της είναι οι πιο απαισιόδοξες από όσες δηµοσιεύτηκαν φέτος, καθώς προβλέπουν ρυθµούς ανάπτυξης µόλις 1,1% για το 2019 και 0,9% για το 2020, την ώρα που -για παράδειγµα- η Bank of America Merrill Lynch αναµένει αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,9% και 1,8%, αντίστοιχα.

Αισιόδοξο σενάριο από την UBS

Και ενώ η απαισιόδοξη Capital Economics φτάνει στο σηµείο να µιλήσει ακόµα και για το ενδεχόµενο ενός νέου πακέτου διάσωσης, η χαρακτηριστικά αισιόδοξη UBS προκαλεί αίσθηση µε τις προβλέψεις της για την ανάπτυξη, που τοποθετούνται στο 2,4% για το 2019 και στο 2,9% για το 2020. Ο ελβετικός επενδυτικός οίκος στηρίζει την αισιοδοξία του αυτή στην πρόβλεψη ότι η κατανάλωση των ελληνικών νοικοκυριών θα αυξηθεί κατά 2%-3% τα επόµενα δύο χρόνια και οι δαπάνες για επενδύσεις παγίων θα εκτιναχθούν κατά 9%-9,5%.

Η ανάλυση της UBS δεν κάνει την παραµικρή αναφορά στις εκλογές του 2019, αλλά προβλέπει ότι οι «άριστες» δηµοσιονοµικές επιδόσεις θα συνεχιστούν, µε τον στόχο για πρωτογενές πλεόνασµα στο 3,5% του ΑΕΠ να επιτυγχάνεται τόσο για το 2019 όσο και για το 2020. Αντίθετα, οι αναλυτές της Eurasia Group περιµένουν την προσφυγή στις κάλπες τον Μάιο ή και νωρίτερα.

«Εξακολουθούµε να πιστεύουµε ότι ο Μάιος είναι η πιο πιθανή επιλογή, αφού θα δώσει περισσότερο χρόνο ώστε τα πρόσφατα µέτρα στήριξης της οικονοµίας να γίνουν αισθητά στον κόσµο και να προσφέρουν στον ΣΥΡΙΖΑ µια καλύτερη πιθανότητα να περιορίσει τις απώλειές του», αναφέρουν οι αναλυτές του οίκου γεωπολιτικών ερευνών. Αντίθετα, εάν ο ΣΥΡΙΖΑ προσέλθει στις εθνικές κάλπες αργότερα µέσα στο έτος, έχοντας ήδη υποστεί σοβαρές απώλειες στις δύο προηγούµενες εκλογικές αναµετρήσεις (δηµοτικές και ευρωεκλογές), τότε η θέση του θα είναι χειρότερη, εξηγεί η Eurasia. Σε κάθε περίπτωση, η εταιρεία ερευνών εξακολουθεί να «βλέπει» νίκη της Νέας ∆ηµοκρατίας στις εθνικές εκλογές µε µεγάλη διαφορά, η οποία θα της εξασφαλίζει ακόµα και την πλειοψηφία. «Μία συντηρητική κυβέρνηση θα ήταν πιθανότατα πιο φιλική προς την αγορά και τις επιχειρήσεις από τον σηµερινό συνασπισµό, αν και ενδεχοµένως να υπάρξουν δυσκολίες (στον σχηµατισµό της) λόγω του κατακερµατισµού της Βουλής», σηµειώνουν οι αναλυτές της Citi.

Συνεπώς, ο συγκεκριµένος οίκος χαρακτηρίζει τις εκλογές του 2019 έναν θετικό παράγοντα για την Ελλάδα, ενώ θεωρεί πιθανότερο το σενάριο της διεξαγωγής τους την άνοιξη. Σύµφωνα µε τις προβλέψεις της Citi, η ελληνική οικονοµία θα εµφανίσει ρυθµούς ανάπτυξης 1,8% για το 2019 και 1,5% για το 2020.

Δημοσιεύθηκε στα Παραπολιτικά 29/12/2018