Σενάρια (εκλογικού) ανασχηματισμού τροφοδοτεί η απόφαση του πρωθυπουργού να ρίξει στη μάχη των αυτοδιοικητικών εκλογών κυβερνητικά στελέχη. Εκ των πραγμάτων, ο υποψήφιος δήμαρχος Αθηναίων Νάσος Ηλιόπουλος δεν μπορεί να παραμείνει για καιρό στη θέση του υφυπουργού Εργασίας, ενώ το ίδιο ισχύει και για την υποψήφια δήμαρχο Θεσσαλονίκης Κατερίνα Νοτοπούλου, η οποία είναι υφυπουργός Μακεδονίας-Θράκης.

Τα πράγματα, βεβαίως, περιπλέκονται λόγω και του «Μακεδονικού». Ο Πάνος Καμμένος έχει διαμηνύσει ότι ο ίδιος και τα στελέχη των ΑΝ.ΕΛ. θα παραιτηθούν από τις κυβερνητικές θέσεις τους μόλις έρθει προς κύρωση στη Βουλή η Συμφωνία των Πρεσπών. Με βάση όλες τις ενδείξεις και δεδομένου ότι στα μέσα Ιανουαρίου ολοκληρώνονται οι διαδικασίες στη FYROM, εκτιμάται ότι από τις αρχές Φεβρουαρίου και μετά η συμφωνία είναι εφικτό να έρθει στην ελληνική Βουλή. Ο πρωθυπουργός, λοιπόν, καλείται με το «καλημέρα» του νέου έτους να πάρει κρίσιμες αποφάσεις, ανάλογα και με τον χρόνο διεξαγωγής των εκλογών. Ο κ. Τσίπρας έχει κατ’ επανάληψη δηλώσει ότι στόχος του είναι οι εθνικές εκλογές να πραγματοποιηθούν το φθινόπωρο του 2019. Κάτι τέτοιο, όμως, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και από τον απρόβλεπτο παράγοντα που λέγεται Πάνος Καμμένος. Ο τελευταίος, όπως δείχνουν όλες οι δημοσκοπήσεις, κινείται στο όριο της πολιτικής εξαφάνισης, κάτι που δυσκολεύει ακόμα περισσότερο την πρόβλεψη των κινήσεών του.

ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ

Με βάση τα προαναφερθέντα, το ερώτημα που βασανίζει τον πρωθυπουργό είναι αν θα προχωρήσει άμεσα σε αντικατάσταση του Ηλιόπουλου και της Νοτοπούλου ή αν θα περιμένει τις αποφάσεις του κ. Καμμένου και μετά να προβεί στις αλλαγές που εκ των πραγμάτων θα χρειαστεί να γίνουν για την πλήρωση των κενών θέσεων. Να σημειωθεί ότι, εκτός του κ. Καμμένου, στην κυβέρνηση από τους ΑΝ.ΕΛ. είναι οι Ελενα Κουντουρά, Βασίλης Κόκκαλης, Μαρία Κόλλια-Τσαρουχά, Νίκος Μαυραγάνης και Τ. Κουίκ, ο οποίος βρίσκεται στην έξοδο από το κόμμα
των ΑΝΕΛ. Στην εξίσωση μπαίνει και ο χρόνος των εκλογών, καθώς διαφορετικά θα κινηθεί ο πρωθυπουργός αν οι εκλογές γίνουν τον Μάρτιο, τον Μάιο ή τον Οκτώβριο. Αφήνοντας για προφανείς λόγους στην άκρη το σενάριο του εκλογικού αιφνιδιασμού ή της πτώσης της κυβέρνησης λόγω «Μακεδονικού», είναι προφανές ότι ο κ. Τσίπρας θα συγκροτήσει τη νέα του κυβέρνηση με αμιγώς εκλογικούς όρους. Αυτό στην πολιτική (μπορεί να) σημαίνει την απαρίθμηση συγκεκριμένων παραμέτρων.

Πρώτον, ότι θα θελήσει να πριμοδοτήσει, έστω για λίγους μήνες, κάποια πρόσωπα προκειμένου να τους αυξήσει την πιθανότητα εκλογής, ιδίως από τη στιγμή που υπολογίζεται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα χάσει περίπου τη μισή Κοινοβουλευτική Ομάδα του. Μιλάμε κυρίως για τα νεότερα στελέχη, που ο κ. Τσίπρας φιλοδοξεί να έχει μαζί του την επομένη των εκλογών. Σε αυτή την κατηγορία θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι ανήκουν ο διευθυντής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, Κώστας Ζαχαριάδης, η εκπρόσωπος Τύπου του κόμματος, Ράνια Σβίγκου, οι βουλευτές Κώστας Μπάρκας, Βασίλης Τσίρκας, Γιάννης Σαρακιώτης κ.ά.

Δεύτερον, ότι ενδεχομένως θα επιδιώξει να κάνει ανοίγματα σε βουλευτές που θα έχουν ψηφίσει τη Συμφωνία των Πρεσπών, όπως, για παράδειγμα, ο Σπύρος Δανέλλης από το Ποτάμι ή ο Θανάσης Θεοχαρόπουλος από το Κίνημα Αλλαγής. Τρίτον, ότι θα απευθύνει προσκλητήριο σε πρόσωπα από την Κεντροαριστερά που το τελευταίο διάστημα στηρίζουν την κυβέρνηση, όπως ο Γιάννης Ραγκούσης, ο Νίκος Μπίστης κ.ά.

Τέταρτον, ότι, ενόψει των εκλογών και προκειμένου να πετύχει τη μέγιστη συσπείρωση του κόμματος, θα τοποθετήσει σε υπουργικές θέσεις κορυφαία στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Σε αυτήν τη λογική πρώτος στη λίστα θα πρέπει να θεωρείται ο Νίκος Φίλης, που κατά πολλούς αποτελεί τη «συνείδηση» του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και ο Θόδωρος Δρίτσας.

Σε ό,τι αφορά τα κενά που θα έχουν δημιουργηθεί, το μόνο σίγουρο είναι ότι τη θέση του Πάνου Καμμένου στο υπουργείο Αμυνας θα καλύψει ο αναπληρωτής υπουργός Πάνος Ρήγας, για την παρουσία του οποίου στη Μεσογείων ακούγονται θετικά σχόλια.

Σε κάθε περίπτωση, είναι εμφανές ότι ο βαθμός δυσκολίας έχει αυξηθεί κατακόρυφα για τον κ. Τσίπρα, καθώς τα χρονικά περιθώρια στενεύουν, οι ΑΝ.ΕΛ. βρίσκονται με την πλάτη στον τοίχο και οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως, ό,τι και αν κάνει η κυβέρνηση, η ψαλίδα παραμένει αρκετά μεγάλη με τη Νέα Δημοκρατία.