Η στρατηγική της Ν.Δ. συνίσταται όχι μόνο στο να επικρατήσει με μια άνετη διαφορά του ΣΥΡΙΖΑ στις επερχόμενες εθνικές εκλογές, αλλά να πετύχει αυτοδυναμία. Ο στόχος αυτός συνδέεται με τη λογική επιδίωξή της να είναι εφικτή η εγγύηση της «ασφάλειας διακυβέρνησης», που θα της επιτρέψει, αφενός, να προωθήσει από τις πρώτες συνεδριάσεις του νέου Κοινοβουλίου μια δέσμη νομοσχεδίων που ήδη προαναγγέλλει και κατά την εκτίμηση του κεντρικού επιτελείου της και των φανερών ή «διακριτικών» συμβούλων του προέδρου, Κ. Μητσοτάκη, θα επιτρέψουν την αλλαγή του επενδυτικού κλίματος σε σχέση με τη χώρα. Αφετέρου, θα δώσουν ένα μήνυμα προς τις πιο δημιουργικές και παραγωγικές δυνάμεις στην κοινωνία ότι η Ελλάδα μπαίνει σε μια φάση «new deal», με αναδιάρθρωση της βάσης της οικονομίας της όχι μόνο στο πεδίο της μεγάλης κεφαλαιοποίησης, αλλά και σε αυτά της μεσαίας ή και της μικρής κεφαλαιοποίησης.

Αυτό δεν μπορεί να συμβεί εάν δεν έχει η Κεντροδεξιά τουλάχιστον μία πλειοψηφία 151 βουλευτών, αλλά και ένα πλέγμα «χαλαρής συμμαχίας» με άλλα κόμματα που θα έχουν εισέλθει στο νέο Κοινοβούλιο, ούτως ώστε σε κρίσιμες διαρθρωτικές τομές και μεταρρυθμιστικούς νόμους να επιτυγχάνει τη θετική ψήφο των 180 βουλευτών. Με μια τέτοια ενισχυμένη πλειοψηφία άλλωστε θα μπορέσει να υπερβεί τον «ύφαλο» της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας -διαδικασία που θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί μέχρι την άνοιξη του 2020-, αλλά και την αλλαγή του εκλογικού νόμου, ώστε να μην ισχύσει στο ορατό μέλλον και τουλάχιστον για την επόμενη πενταετία η απλή αναλογική.

Στον αντίποδα, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ως κύριο στόχο στις επόμενες εκλογές, ακόμη και εάν είναι η Νέα Δημοκρατία επικρατούσα στις κάλπες με διαφορά μέχρι και 4%- 5%, να μην μπορεί να συγκεντρώσει πλειοψηφία 151 βουλευτών, να αναγκασθεί να πάει στη διαδικασία των διερευνητικών εντολών για τον σχηματισμό κυβέρνησης, με αποτέλεσμα: Πρώτον, ο ΣΥΡΙΖΑ να παραμείνει ισχυρός στο πολιτικό σκηνικό και, δεύτερον, να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις «πολιτικής ρευστότητας», που θα έχει σαν αποτέλεσμα είτε μια ασταθή πλειοψηφία μέσω συμμαχιών για τη Ν.Δ., είτε, ακόμη καλύτερα για την Αριστερά, να αναγκασθεί ο Κ. Μητσοτάκης να καταφύγει σε μια δεύτερη εκλογική διαδικασία, με απλή αναλογική, που ευνοεί ούτως ή άλλως τον ΣΥΡΙΖΑ, ακόμη και εάν είναι και πάλι δεύτερος στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων, αφού δεν θα ισχύσει το μπόνους των 50 εδρών για το πρώτο κόμμα.

Πέραν όλων των άλλων, το κεντρικό επιτελείο στο σημερινό Μέγαρο Μαξίμου συνεχίζει να επενδύει στην προοπτική, ακόμη και εάν η Ν.Δ. μπορέσει να σχηματίσει κυβέρνηση πλειοψηφίας, να αποτελέσει «προσωρινή λύση», με αφορμή την εκλογή του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας και την απουσία 180 βουλευτών, με αποτέλεσμα νέες εκλογές μέχρι τον Μάρτιο του 2020 με απλή αναλογική. Ουσιαστικά, η Ν.Δ. επιδιώκει, όποτε και εάν γίνουν οι εκλογές, να πετύχει «ασφάλεια διακυβέρνησης», ενώ, αντίθετα, ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει «ασάφεια διακυβέρνησης».

Συσκέψεις

Με δεδομένο ότι το 2019 είναι εκλογική χρονιά, τόσο στα επιτελεία της κυβέρνησης όσο και της αντιπολίτευσης οι συσκέψεις εκλογικού σχεδιασμού για τη διαμόρφωση της στρατηγικής πυκνώνουν. Επίσης, οι δημοσκοπήσεις, καθώς, εκτός από αυτές που δημοσιοποιούνται στον Τύπο, υπάρχουν και άλλες, που «παραγγέλνουν» οι ηγεσίες των κομμάτων για δική τους αποκλειστικά χρήση. Πέραν αυτών, τα κεντρικά επιτελεία κυβέρνησης και αντιπολίτευσης με τη συμμετοχή πολύ συχνά και προσωπικά των κ. Τσίπρα και Μητσοτάκη έχουν συζητήσεις και αναλύσεις με δημοσκόπους, σχετικά με τις παραμέτρους των ερευνών για την πρόθεση ψήφου ή τα κριτήρια επιλογής της κοινής γνώμης.

Τα «Π» έχουν κατορθώσει σε συζητήσεις με επικεφαλής εταιρειών δημοσκοπήσεων, έγκριτων και έμπειρων αναλυτών, αλλά και στελεχών από τα κεντρικά επιτελεία των κομμάτων, να συγκεντρώσουν πληροφορίες και να αποκτήσουν µια ασφαλή οπτική για τις «κρυφές δηµοσκοπήσεις» που έχουν διενεργηθεί, αλλά και τις προσεγγίσεις που πολλοί δηµοσκόποι κρατούν για τις συζητήσεις «κλειστού τύπου» µε τα πολιτικά επιτελεία. Σύµφωνα µε τις πληροφορίες αυτές, κοινός τόπος αξιόπιστων δηµοσκοπήσεων είναι ότι στο επόµενο Κοινοβούλιο, ακόµη και εάν είναι µε την παρουσία επτά κοµµάτων, η Νέα ∆ηµοκρατία µπορεί να πετύχει αυτοδυναµία. Και αυτό γιατί, υπό τις παρούσες συνθήκες, η Ν.∆. κινείται σε ποσοστά της τάξης του 35%-37%, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ σε ποσοστά της τάξης του 24%-26%.

Αντίστοιχα, στις εθνικές εκλογές του 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ µε ποσοστό 36,34% είχε συγκεντρώσει πλειοψηφία 149 βουλευτών σε Κοινοβούλιο επτά κοµµάτων (ΣΥΡΙΖΑ, Ν.∆., Χ.Α., ΚΚΕ, ΠΑΣΟΚ, Ποτάµι, ΑΝ.ΕΛ.). Αρα η Ν.∆., µε τη δυναµική που παρουσιάζει στο σύνολο των δηµοσκοπήσεων έναντι του ΣΥΡΙΖΑ σε εξόχως µακρύ σε διάρκεια διάστηµα, µπορεί να πετύχει την αυτοδυναµία ακόµη και στην περίπτωση που επτά κόµµατα περάσουν το όριο του 3%.

Φυσικά, τα δεδοµένα απλοποιούνται εάν στην επόµενη Βουλή βρεθούν πέντε κόµµατα -όπερ και το πιθανότερο- και όχι επτά, όπως στην παρούσα. Σε ερώτηµα σε έναν από τους πλέον έµπειρους δηµοσκόπους, κατά πόσον η υπεροχή της Ν.∆. έναντι του ΣΥΡΙΖΑ θα µπορούσε να θεωρηθεί αναστρέψιµη, η εκτίµηση ήταν απολύτως αρνητική. Σύµφωνα µε την προσέγγισή του, η διαφορά δεν µπορεί να περιορισθεί κάτω από το 5%. Στην πεποίθηση αυτή, µάλιστα, όπως εξήγησε, συνάδει το γεγονός ότι, παρά τη «σκανδαλολογία» και τις παροχές, στις οποίες επικεντρώνεται η κυβέρνηση, η συσπείρωση του ΣΥΡΙΖΑ δεν διαφοροποιείται σηµαντικά, όπως και οι απευθείας εκροές από τον ΣΥΡΙΖΑ προς τη Ν.∆. -που αποτελούν πολύ ασφαλή ένδειξη- δεν αναστρέφονται.

Ενα πολύ ενδιαφέρον σηµείο, που καταγράφεται, είναι η πιθανότητα να αποδειχθούν εκλόγιµα τα σχήµατα συνοχής µεταξύ της Λαϊκής Ενότητας του κ. Λαφαζάνη και των άλλων στελεχών που προέρχονται από τη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ, µε την Πλεύση Ελευθερίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου -που αντλούν ψήφους από τον ΣΥΡΙΖΑ- και της δεξιάς συµµαχίας ∆. Καµµένου, Βελόπουλου, Κρανιδιώτη, Καρατζαφέρη, που δεν δείχνουν όµως ότι αντλούν ψήφους από τη Ν.∆., αλλά µάλλον από τη Χρυσή Αυγή και σίγουρα από τους ΑΝ.ΕΛ., που σε καµία τελευταία δηµοσκόπηση δεν δείχνουν ότι υπερβαίνουν τον πήχη του 3%. Μέχρι σήµερα, πάντως, τέτοια σχήµατα «συνοχής» δεν δείχνουν να επιτυγχάνονται τόσο αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ όσο και δεξιά της Νέας ∆ηµοκρατίας.

Το «σύνδρομο των ευρωεκλογών» φοβίζει τον ΣΥΡΙΖΑ

Κοµβικό σηµείο για τον ΣΥΡΙΖΑ πλέον, και όσο το εκλογικό έτος 2019 πλησιάζει, αποτελεί ο χρόνος των εκλογών. Στο τραπέζι των συζητήσεων στο Μέγαρο Μαξίµου βρίσκονται τρεις ηµεροµηνίες και ταυτόχρονα τρία σενάρια. Το πρώτο, µε χρονολογική σειρά, να γίνουν εκλογές τον Μάρτιο. Λίγο µετά την ψήφιση της Συµφωνίας των Πρεσπών, που µετά και τις τελευταίες αναταράξεις είναι προσωπική δέσµευση του πρωθυπουργού προς τον αµερικανικό και ευρωπαϊκό παράγοντα ότι θα ψηφισθεί από το παρόν Κοινοβούλιο. Το δεύτερο είναι η ταυτόχρονη διενέργεια των εθνικών εκλογών µε τις ευρωεκλογές και τον επαναληπτικό γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών στις 26 Μαΐου. Το τρίτο σενάριο είναι οι εθνικές εκλογές να προκηρυχθούν λίγες ηµέρες µετά την εκπνοή της ολοκλήρωσης της τετραετίας, στα τέλη Σεπτεµβρίου, αρχές Οκτωβρίου.

Παρά την αρχική θεώρηση πραγµάτων από τον πρωθυπουργό αλλά και πολύ στενών του υπουργών και συνεργατών να επιλεγεί το σενάριο του φθινοπώρου, το επονοµαζόµενο «σύνδροµο των ευρωεκλογών» δείχνει ότι βαραίνει στους υπολογισµούς του ΣΥΡΙΖΑ. Σύµφωνα µε αυτό, το αρνητικό προηγούµενο επί πρωθυπουργίας Καραµανλή το 2009 και Σαµαρά το 2014, όπου το κακό αποτέλεσµα των ευρωεκλογών οδήγησε σε διεύρυνση της διαφοράς σε βάρος της Ν.∆., µε τα κόµµατα της αξιωµατικής αντιπολίτευσης αντίστοιχα, οδηγεί το πρωθυπουργικό γραφείο να επανεξετάσει την επιλογή του. Συγκεκριµένα, το 2009 η Ν.∆. στις ευρωεκλογές του Ιουνίου συγκέντρωσε ποσοστό 32,30%, ενώ το προελαύνον ΠΑΣΟΚ του Γ. Παπανδρέου 36,6%. Λίγους µήνες µετά, που έχουν πλήρη σχεδόν αντιστοιχία µε την παρούσα συγκυρία, και συγκεκριµένα στις 4 Οκτωβρίου 2009 στις εθνικές εκλογές, η διαφορά αυτή µεγιστοποιήθηκε από τις 4 στις 10 µονάδες, µε το ΠΑΣΟΚ να συγκεντρώνει 43,92% και τη Ν.∆. 33,47%.

Αντίστοιχα αρνητική δυναµική, που εµπεδώθηκε, αναπτύχθηκε και µεταξύ των ευρωεκλογών του 2014, που αποτέλεσαν πανωλεθρία για τη Ν.∆., και των εθνικών εκλογών του 2015, επί προεδρίας Σαµαρά. Ετσι σε όλες τις τελευταίες συσκέψεις στο Μαξίµου για την εκλογική στρατηγική προκρίνεται η επιλογή του Μαΐου αντί του Σεπτεµβρίου. Σε σχέση µε το σενάριο του Μαρτίου, που ενισχύεται στις διαρροές προς τα µίντια από κυβερνητικές πηγές, προφανώς σε µια προσπάθεια συσπείρωσης των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, οι πιθανότητες παραµένουν πολύ χαµηλές.

Γιατί πέρα από τη διπλή ήττα που θα µπορούσε να είχε ο ΣΥΡΙΖΑ, µε τη διαφορά στις ευρωεκλογές του Μαΐου από τη Ν.∆. να αυξάνεται σε σχέση µε τις εθνικές εκλογές του Μαρτίου, προσωπικά ο πρωθυπουργός έχει και έναν λόγο παραπάνω, σύµφωνα µε τις πληροφορίες των «Π», να θέλει να αποφύγει µια τέτοια εµπλοκή. Και αυτός είναι ότι µετά την ήττα στις εθνικές εκλογές και ενόψει των ευρωεκλογών θα µπορούσε να αµφισβητηθεί από την εσωκοµµατική του αντιπολίτευση ή και κάποιους από τους «επιστήθιους» συµµάχους του, και να απολέσει την προεδρία του ΣΥΡΙΖΑ, ευρισκόµενος πλέον σε ρόλο «αποδιοποµπαίου τράγου» για την Αριστερά.

Δημοσιεύθηκε στα Παραπολιτικά 1/12/2018