Μια νέα περίοδος για τον ρόλο της Ελλάδας στα Βαλκάνια αναμένεται να αρχίσει και επίσημα από τον Δεκέμβριο του 2018 με αφετηρία τον στρατηγικό διάλογο Ελλάδας - ΗΠΑ που ξεκινάει στην Ουάσινγκτον. Ο στρατηγικός αυτός διάλογος, σύμφωνα με διπλωματικές πηγές, αναδεικνύει την Ελλάδα σε στρατηγικό πυλώνα στην περιοχή των ευρύτερων Βαλκανίων, και ειδικά του δυτικού βαλκανικού διαδρόμου, με σημεία αναφοράς τόσο την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και το ΝΑΤΟ.

Η Ελλάδα αντιμετωπίζεται από την Ουάσινγκτον ως σημείο αναφοράς σε μια σειρά ζητημάτων τα οποία αναμένεται να αναπτυχθούν, με τις συζητήσεις να μην περιορίζονται σε εξαγγελίες και προθέσεις, αλλά σε πράξεις και απτά αποτελέσματα. Η συνεργασία ΗΠΑ - Ελλάδας, όπως θα συζητηθεί τον Δεκέμβριο στην Ουάσινγκτον, αναπτύσσεται σύμφωνα με τις προσεγγίσεις τις αμερικανικής διπλωματίας σε πέντε βασικούς άξονες: Το εμπόριο και τα logistics, την ενέργεια και τους αγωγούς, την άμυνα και την ασφάλεια, την αντιτρομοκρατική πολιτική και, τέλος, την καλλιέργεια συνθηκών καλής γειτονίας στα Δυτικά Βαλκάνια.

Η Ελλάδα θεωρείται από την Ουάσινγκτον πόλος σταθερότητας στην περιοχή των Βαλκανίων και της Νοτιοανατολικής Μεσογείου. Τρία είναι τα σημεία που εκτιμάται ότι επέδρασαν καθοριστικά στην αναβάθμιση του ρόλου της Ελλάδας. Το πρώτο το τέλος του προγράμματος στήριξης τον περασμένο Αύγουστο και η δυνατότητα που υπάρχει πλέον για τη χώρα μας να ενεργεί μακριά από το καθεστώς ευρωπαϊκής αυστηρής επιτήρησης των προηγούμενων οκτώ ετών. Το δεύτερο η υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών μεταξύ Ελλάδας - ΠΓΔΜ, με απώτερο στόχο να δρομολογηθεί η ένταξη της γειτονικής χώρας τόσο στην Ευρωπαϊκή Ενωση όσο και στο ΝΑΤΟ. Το τρίτο και εξαιρετικά σημαντικό, όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για την ευρύτερη περιοχή, είναι η σταθερή στάση απέναντι στη Ρωσία και τις πολιτικές της, όπως εκφράστηκε με την απόφαση για απέλαση Ρώσων διπλωματών από την Αθήνα τον περασμένο Ιούλιο.

Νοητό σημείο εκκίνησης της νέας περιόδου των ελληνοαμερικανικών σχέσεων σε διμερές πλέον επίπεδο και του ρόλου της Ελλάδας στην περιοχή αποτελεί, σύμφωνα με διπλωματικές πηγές, η 83η Διεθνής Εκθεση Θεσσαλονίκης, που πραγματοποιήθηκε τον Σεπτέμβριο. Στόχος της Ουάσινγκτον είναι να υπάρξει συνέχεια στην παρουσία των ΗΠΑ στα Νότια Βαλκάνια, εστιασμένη σε τρεις επιμέρους τομείς: την παιδεία, την τεχνολογία και τις νέες τεχνολογίες. Δεν πρέπει να παραλείπεται ότι ο τελευταίος τομέας ήταν από τους κυριότερους της φετινής έκθεσης. Το περίπτερο 12, που φιλοξένησε περισσότερες από 100 ελληνικές νεοφυείς επιχειρήσεις και ήταν το δεύτερο μεγαλύτερο της έκθεσης, εντυπωσίασε τους εκπροσώπους της αμερικανικής κυβέρνησης.

Καλά πληροφορημένες πηγές χαρακτήριζαν την πρόσφατη ΔΕΘ ως «αναγέννηση της Θεσσαλονίκης», οριοθετώντας με τον τρόπο αυτόν τη νέα περιοχή όπου εστιάζεται το ενδιαφέρον των ΗΠΑ την τρέχουσα περίοδο. Χαρακτηριστικό είναι ότι στις 15 Νοεμβρίου ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Ελλάδα, Τζέφρι Πάιατ, βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη για το «Thessaloniki Summit», λέγοντας ότι αποτελεί ευκαιρία για να αποκατασταθεί ο ιστορικός ρόλος της πόλης ως κοσμοπολίτικης πρωτεύουσας των Δυτικών Βαλκανίων.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Ουάσινγκτον, η σύνδεση του λιμανιού της Θεσσαλονίκης με το Βελιγράδι περικλείει όλα τα παραπάνω, την εμπορική δραστηριότητα, την ανάδειξη του ρόλου της συμπρωτεύουσας και την οικονομική ανάπτυξη στον άξονα των Δυτικών Βαλκανίων, με τη Βόρεια Ελλάδα να βρίσκεται σε πρώτο πλάνο.

Η στροφή των ΗΠΑ στη Βόρεια Ελλάδα, με τη Θεσσαλονίκη στο επίκεντρο, δεν πρέπει να αποσυνδέεται με την ελληνική στάση απέναντι στη Ρωσία, όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Η Ρωσία εδώ και αιώνες βλέπει στη Βόρεια Ελλάδα τον ζωτικό της χώρο για την πολυπόθητη άμεση πρόσβαση στη Μεσόγειο, χωρίς να έχει ανάγκη τη διέλευση από το στενό των Δαρδανελλίων. Η τάση της Μόσχας να επεκταθεί στη Βόρεια Ελλάδα δεν έχει ατονήσει στο πέρασμα των ετών και εκφράζεται με πλείστους τρόπους, όπως με την απόπειρα άσκησης εκκλησιαστικής επιρροής ή τη διοχέτευση οικονομικών πόρων.

Η αίσθηση σταθερότητας που εκφράζεται από την Ουάσινγκτον στη στρατηγική σχέση με την Ελλάδα δεν αφορά μόνο το δυτικό βαλκανικό τόξο, αλλά αφορά κυρίαρχα την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Σε διπλωματικούς κύκλους των ΗΠΑ εκφράζεται σταθερά η εκτίμηση για τον τρόπο με τον οποίον έχει αντιμετωπίσει η Ελλάδα κρίσιμες καταστάσεις «ειδικού χειρισμού», ενώ για την Τουρκία και την επιθετική ρητορική που αναπτύσσει εκτιμάται ότι δεν θα μετουσιωθεί σε πράξη και πως η γειτονική χώρα θα αναλώνεται στην επιθετικότητα μόνο σε διακηρυκτικό επίπεδο.

Στην αντίληψη που υπάρχει στην Ουάσινγκτον, η περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μια ξεχωριστή στρατηγική περιοχή, με βασικό σχήμα για την προώθηση της συνεργασίας στην περιοχή, με την εξασφάλιση της σταθερότητας και της ανάπτυξης, να αποτελεί η συνεργασία Ελλάδας - Κύπρου - Ισραήλ. Στο τριμερές αυτό σχήμα, οι ΗΠΑ, σύμφωνα με διπλωματικές πηγές, έχουν εκφράσει την πρόθεση να ενταχθούν, κάτι που θα φανεί στην πράξη τον προσεχή Δεκέμβριο, όταν οι εκπρόσωποι των τριών χωρών θα έχουν συνάντηση με τη συμμετοχή των ΗΠΑ.