Διαβιβάστηκε στη Βουλή ο φάκελος της δικογραφίας για το σύστημα C4I. Η δικογραφία αναμένεται να ανακοινωθεί στην Ολομέλεια την προσεχή εβδομάδα.

Τι προηγήθηκε

Όπως έγινε γνωστό το απόγευμα της Τετάρτης, εντός των προσεχών ημερών θα διαβιβαστεί στη Βουλή, βάση του νόμου περί ευθύνης υπουργών, η δικογραφία που έχει χέρια του ο ειδικός εφέτης ανακριτής, Δημήτρης Ορφανίδης που χειρίζεται την υποθεση του C4i και συγκεκριμένα την ανάθεση του έργου το 2003 στην αμερικανική SAIC.

Σύμφωνα με πληροφορίες της εφημερίδας ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ πριν περίπου ένα μήνα μάρτυρας προσήλθε αυτοβούλως και φέρεται να κατέθεσε στοιχεία για μίζες εμπλέκοντας σε δωροδοκία πολιτικό, μέλος του τότε ΚΥΣΕΑ. Από την στιγμή, που ο ειδικός εφέτης ανακριτης σκόνταψε στο όνομα πολιτικού προσώπου την επίμαχη περίοδο, η δικογραφία βάση του νόμου περι ευθύνης υπουργών πρέπει να διαβιβαστεί αμελλητί στη Βουλή, κάτι που θα συμβεί.

Το παραπάνω γεγονός επιβεβαιώνει πλήρως την εφημερίδα «Παραπολιτικά» που με εκτενές ρεπορτάζ, το Σάββατο 17/11 έγραφε πως «στη Βουλή αναμένεται να φτάσει, όπως φαίνεται, η δικογραφία για το συγκεκριμένο έργο, που δεν λειτούργησε σχεδόν ποτέ, αφού, όπως όλα δείχνουν, εκτός από την Αρχή κατά του ξεπλύματος χρήματος, που διέταξε το άνοιγμα των λογαριασμών του Κ. Σημίτη, του αδελφού του, Σπύρου, και των υπουργών που συνυπέγραψαν την ανάθεση του C4I στην αμερικανική εταιρεία SAIC με υπεργολάβο τη γερμανική Siemens (Χρυσοχοΐδης, Μαλέσιος), και άλλοι προσκρούουν σε πολιτικά πρόσωπα. Εκτός, λοιπόν, από τη δίκη έτοιμο σε 12 μήνες, αλλά παραδόθηκε τέσσερα χρόνια μετά τους Ολυμπιακούς».  

Ολόκληρο το άρθρο της Γιάννας Παπαδάκου 

Τρεις Έλληνες δικαστές, ο ειδικός εφέτης ανακριτής, η ανακρίτρια κατά της Διαφθοράς και η επικεφαλής της Εισαγγελίας κατά της Διαφθοράς, θα ταξιδέψουν τους επόμενους μήνες στο Παρίσι με στόχο να συναντήσουν τον μάρτυρα-κλειδί για την υπόθεση του C4I, τον 70χρονο πλέον Μισέλ Ζοσεράν, ο οποίος από το 2005 είχε αποκαλύψει πολλά για τους σκοτεινούς δρόμους της ανάθεσης, αλλά και της υλοποίησης του έργου της ασφάλειας των Ολυμπιακών Αγώνων, που στοίχισε συνολικά 255 εκατ. ευρώ!

Δύο δικογραφίες-φωτιά βρίσκονται στα χέρια της ελληνικής Δικαιοσύνης, ενώ η υπόθεση έχει πάρει πλέον μορφή θρίλερ, αφού δικαστικά έγγραφα και ενέργειες τη συνδέουν ευθέως με τον πρώην πρωθυπουργό, Κώστα Σημίτη, επί πρωθυπουργίας του οποίου έγινε η προμήθεια ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων. Το έργο παρέλαβε βέβαια η επόμενη κυβέρνηση, τέσσερα χρόνια μετά, ενώ, όπως καταγράφει βούλευμα που αποκαλύπτουν σήμερα τα «Π», δεν ήταν με το κλειδί στο χέρι, όπως υπαγόρευαν οι όροι της αρχικής σύμβασης!

Στη Βουλή αναμένεται να φτάσει, όπως φαίνεται, η δικογραφία για το συγκεκριμένο έργο, που δεν λειτούργησε σχεδόν ποτέ, αφού, όπως όλα δείχνουν, εκτός από την Αρχή κατά του ξεπλύματος χρήματος, που διέταξε το άνοιγμα των λογαριασμών του Κ. Σημίτη, του αδελφού του, Σπύρου, και των υπουργών που συνυπέγραψαν την ανάθεση του C4I στην αμερικανική εταιρεία SAIC με υπεργολάβο τη γερμανική Siemens (Χρυσοχοΐδης, Μαλέσιος), και άλλοι προσκρούουν σε πολιτικά πρόσωπα.

Εκτός, λοιπόν, από τη δίκη για την παραλαβή του συστήματος, που άρχισε την περασμένη εβδομάδα, ο ειδικός εφέτης ανακριτής Δ. Ορφανίδης εξετάζει μάρτυρες για την ανάθεση του συστήματος και έχοντας στα χέρια του και μέρος της κατάθεσης Ζοσεράν προσκρούει και εκείνος στα ίδια πολιτικά πρόσωπα, τα οποία υπέγραψαν τη σύμβαση με την αμερικανική SAIC.

To 2005 ο άλλοτε ισχυρός επικεφαλής της γαλλικής εταιρείας Thales, Μισέλ Ζοσεράν, μεταφερόμενος σιδηροδέσμιος από τη Γερμανία στη Γαλλία και την εκεί Εισαγγελία, κατέθεσε μια ιστορία, που άνετα θα γινόταν σενάριο κατασκοπευτικής ταινίας. Τα είχε, άλλωστε, όλα: μίζες, πολιτικό χρήμα, αλλά και διαφθορά εις βάρος των συμφερόντων ενός λαού, που πέντε χρόνια μετά μπήκε στην περιπέτεια των Μνημονίων.
Στη μιάμιση σελίδα από αυτή την κατάθεση, που έχουν στα χέρια τους οι Έλληνες ανακριτές, περιγράφεται πώς ο αντιπρόσωπός του, Ρωμανός, του έλεγε ότι από τις προμήθειες της Thales έδινε το 8%-10% στον τότε υπουργό Άμυνας, Γιάννο Παπαντωνίου, αλλά παρ’ όλα αυτά η εταιρεία του δεν μπόρεσε να πάρει το έργο της ασφάλειας των Ολυμπιακών Αγώνων!

Οι Αμερικανοί «ραντίσανε ψηλά», είπε, εννοώντας τον πρωθυπουργό και τον υπουργό Εσωτερικών, ενώ εμείς τα δίναμε πιο χαμηλά και γι’ αυτό χάσαμε το έργο. Το περιεχόμενο της κατάθεσης είχε φτάσει και στην πρόσφατη Προανακριτική Επιτροπή της Βουλής, αλλά δεν εστάλη τότε ούτε στην Εισαγγελία ούτε σε άλλον αρμόδιο.

Το τραγελαφικό είναι ότι 13 χρόνια μετά και με αφορμή ακριβώς δημοσιεύματα για τη συγκεκριμένη κατάθεση διατάχθηκε το άνοιγμα των λογαριασμών των αδελφών Σημίτη, αλλά και των Χρυσοχοΐδη και Μαλέσιου.

Αυτό άλλωστε συνδέεται ευθέως πλέον και με την αίτηση δικαστικής συνδρομής για το έμβασμα του Σπύρου Σημίτη, 845.000 ευρώ, που ξεκίνησε από την Ελβετία, ήρθε στη χώρα μας στην Εμπορική Τράπεζα για πέντε ημέρες και κατέληξε στη Γερμανία. Τα χρήματα είχαν δικαιούχο υπεράκτια στις Βερμούδες και διαχειριστή τον Σπύρο Σημίτη.

Η ελληνική Δικαιοσύνη, πάντως, στην υπόθεση της διερεύνησης του σκανδάλου του C4I μοιάζει να έχει χάσει τον... λογαριασμό. Σήμερα αποκαλύπτουμε το βούλευμα του Τριμελούς Εφετείου που εκδόθηκε το 2017 και με βάση το οποίο γίνεται η δίκη για την υλοποίηση του έργου, ξεχωριστά από το άλλο σκέλος της ανάθεσης, που για συντομία ανακριτές και δικηγόροι ονομάζουν C4Ι 2.

Από το βούλευμα δημοσιεύουμε πίνακα με τις αλλεπάλληλες τροποποιητικές συμβάσεις για να παραληφθεί ένα έργο, που έπρεπε να είναι έτοιμο σε 12 μήνες, αλλά παραδόθηκε τέσσερα χρόνια μετά τους Ολυμπιακούς.

Έτσι με το βούλευμα παραπέμπονται 10 άτομα, κυρίως υπάλληλοι της Siemens, η οποία δωροδοκούσε, λέει, διότι είχε την πολιτική διείσδυση σε στελέχη των δύο μεγάλων κομμάτων, του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ. Είναι εντυπωσιακό αυτό που καταγράφει το βούλευμα για τους τρεις τότε υπουργούς, οι οποίοι παρέλαβαν το σύστημα.

Τρεις πρώην υπουργοί (Πολύδωρας, Παυλόπουλος, Μαρκογιαννάκης), αναφέρει το βούλευμα, πείστηκαν από υπαλλήλους της αμερικανικής εταιρείας SAIC, αλλά και της γερμανικής εταιρείας Siemens να δεχθούν την κατάρτιση των τροποποιητικών συμβάσεων, με συνέπεια κατά την υλοποίηση του έργου να απειληθεί με ελάττωση η περιουσία του Δημοσίου.

Το βούλευμα αναλώνει δεκάδες σελίδες στην ανατομία του σκανδάλου της Siemens, με ποσά να διακινούνται ως μίζες μέσω εταιρειών συμβούλων και εικονικών συμβάσεων και τις γνωστές εταιρείες να διακινούν ποσά μέσω Αυστρίας ή άλλων τραπεζών.

Τελικά, παραπέμπονται σε δίκη με το βούλευμα 18 άτομα, τα οποία «δωροδοκούσαν από το 2003 έως το 2009 αγνώστους έως τώρα δημοσίους υπαλλήλους, που εμπλέκονται και στην ανάθεση και την παραλαβή του συστήματος».

Μεταξύ των κατηγορουμένων είναι οι Μ. Χριστοφοράκος, Μάικλ Κουτσενρόιτερ και Ράινχαρτ Σίκατσεκ, αλλά και οι Αμερικανοί Γκραντ Λόρενς Κλαρκ και Ράσελ Μάικλ Μάθιου και άλλοι επιχειρηματίες.
Η ελληνική Δικαιοσύνη με το άνοιγμα των λογαριασμών Σημίτη εμφανίζεται τώρα να συνειδητοποιεί ότι το σκάνδαλο του συστήματος ασφάλειας των Ολυμπιακών Αγώνων δεν είναι μόνο ένα σκέλος από το σκάνδαλο της Siemens, αλλά φθάνει πολύ ψηλότερα.