Ο φάκελος ήταν εδώ και καιρό πλούσιος σε πληροφορίες, «ενοχοποιητικά» στοιχεία και «αδιαμφισβήτητες» αποδείξεις ρωσικών «πρακτορικών» δραστηριοτήτων στη χώρα μας. Ενα υλικό δύο ετών παρακολούθησης από την ΕΥΠ και πληροφορίες δυτικών πρωτευουσών οδήγησαν την ελληνική κυβέρνηση στην απόφαση να βάλει φρένο στις «εκτός ορίων» συστηματικές δραστηριότητες Ρώσων διπλωματών, πρακτόρων και κρατικών παραγόντων, κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα. Κρίθηκε ότι η «κινητικότητα» μιας σειράς προσώπων που κινούνταν δραστηρίως και υπογείως με εντολές της Μόσχας έβλαπτε πλέον εθνικά συμφέροντα σε διάφορα επίπεδα, καθώς και τις σχέσεις της χώρας μας με συμμάχους. Ειδικότερα, η Ουάσινγκτον από καιρό ζητούσε με επιμονή ένα «ξεκαθάρισμα» της υπόθεσης.

Με απόφαση του κ. Τσίπρα, λοιπόν, και όχι τυχαίως παραμονή της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ, η Ρωσία έλαβε από την Αθήνα το «μήνυμα»: θα απελαύνονται από την Ελλάδα και θα εμποδίζονται να εισέλθουν στη χώρα μας Ρώσοι διπλωμάτες και κάθε κατηγορίας πράκτορες, που επιχειρούν να στήσουν κέντρα πολιτικής, θρησκευτικής και οικονομικής «επιρροής» της Μόσχας σε ελληνικό έδαφος για την προώθηση ρωσικών συμφερόντων, που «αγγίζουν» ακόμα και υποθέσεις εξωτερικής πολιτικής της Αθήνας στα Βαλκάνια. Το ποτήρι «ξεχείλισε» εξαιτίας της ρωσικής «παρέμβασης» στην υπόθεση της Συμφωνίας των Πρεσπών -ουσιαστικά υπέρ Ιβανόφ και Τουρκίας-, γεγονός που εξόργισε την Αθήνα. Ετσι, απελάθηκαν δύο Ρώσοι διπλωμάτες, με πρώτο τον πολύ δραστήριο α’ γραμματέα της ρωσικής πρεσβείας στην Αθήνα, Β. Γιάκοβλεφ, και απαγορεύτηκε σε άλλα δύο πρόσωπα η είσοδος στην Ελλάδα.

Σύμφωνα με πληροφορίες από κυβερνητικές πηγές, οι δραστηριότητες των ανθρώπων της Μόσχας που εντόπισαν οι ελληνικές υπηρεσίες ήταν πολλές και είχαν πολλαπλούς στόχους. Από την πρεσβεία και το προξενείο της Ρωσίας στη Θεσσαλονίκη, με συντονιστή «δικτύου» τον κ. Ποπόφ και δραστήριο ένα στέλεχος της Παρευξείνιας Τράπεζας, οι άνθρωποι της Μόσχας επιδίωκαν να έχουν «επαφές» με υψηλόβαθμα στελέχη της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, υπαλλήλους του ελληνικού κράτους και εκκλησιαστικούς παράγοντες στη Βόρεια Ελλάδα - με ειδικότερο ενδιαφέρον για την Αλεξανδρούπολη.

Στο Αγιον Ορος, δε, η επιχείρηση «ρωσοποίησής» του διαρκώς ανέβαζε ταχύτητες. Παραλλήλως, με δραστήρια την Ορθόδοξη Παλαιστινιακή Ενωση, εξελίσσεται, με τις ευλογίες του Πατριαρχείου Μόσχας, η «αραβοποίηση» πατριαρχικών κέντρων στη Μ. Ανατολή, με στόχο την αποδυνάμωση του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Ας σημειωθεί ότι οι ελληνικές Αρχές, αλλά και οι αμερικανικές, επισημαίνουν ακόμη ότι υπάρχουν φανερές σχέσεις της Αρχιεπισκοπής Αμερικής με γνωστό μεγαλοεπιχειρηματία της Β. Ελλάδας, που ευνοεί την «εμβάθυνση» των σχέσεων της («απείθαρχης» προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο) Αρχιεπισκοπής με τη Μόσχα.  

«Γνωριμίες»  

Σημαντικό είναι όμως ότι η Αθήνα κατηγορεί τη Ρωσία πως οι πράκτορές της διέθεταν σημαντικά ποσά για να προωθήσουν «γνωριμίες» στη χώρα μας και να αποσπάσουν πληροφορίες από διάφορα πρόσωπα. Αυτό που εξόργισε, δε, την ελληνική πλευρά ήταν ότι για τον σκοπό αυτόν οι πράκτορες έφτασαν να πλησιάζουν έως και αξιωματικούς με θητεία στο ΝΑΤΟ, ακόμα και έναν Ευρωπαίο ΝΑΤΟϊκό αξιωματικό (γίνεται λόγος για έναν Ισπανό, που σήμερα είναι πλέον εκτός Ελλάδας). Κυβερνητικές πηγές υποστηρίζουν ότι για ορισμένες από αυτές τις «επαφές» υπάρχει σε μία περίπτωση φωτογραφικό υλικό και μαρτυρία για συγκεκριμένο ποσό που προσφέρθηκε σε ένστολο με σκοπό την παροχή πληροφοριών. Για όλες αυτές τις δραστηριότητες, ένας έμπειρος «επιθεωρητής» ερχόταν στη χώρα μας και συντόνιζε τις κινήσεις των υφισταμένων του στη Β. Ελλάδα.

Ενα τέτοιο σημαίνον στέλεχος των υπηρεσιών της Μόσχας έχει τώρα απαγόρευση εισόδου στη χώρα μας. Η απέλαση των Ρώσων διπλωματών δεν αποτελεί διπλωματικό «επεισόδιο» χαμηλής πολιτικής, που θα ξεχαστεί εύκολα στο εγγύς μέλλον.

Η σχετική απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης, που συνοδεύθηκε μάλιστα από σοβαρές κατηγορίες εναντίον τους για «ανάρμοστες» κινήσεις στο εσωτερικό της Ελλάδας σε βάρος εθνικών συμφερόντων της, αποτελεί μείζον πολιτικό γεγονός. Για πρώτη φορά έπειτα από δεκαετίες σημειώνεται «ρήξη» στις σχέσεις Αθήνας - Μόσχας, οι οποίες είχαν περάσει διάστημα ψυχρότητας μετά το τέλος του «φλερτ» Καραμανλή-Πούτιν, γνώρισαν μια σύντομη «άνοιξη» τους πρώτους μήνες της κυβέρνησης του Αλ. Τσίπρα, για να μπουν στη συνέχεια σε περίοδο καθαρών «αποστάσεων».

Το τελευταίο συνέβη όταν ο πρωθυπουργός και αρχηγός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς έκρινε ότι πρέπει να βαδίζει πλέον χωρίς «παρεκκλίσεις» στην ευρωατλαντική οδό και σε ευθυγράμμιση της Αθήνας με τις στρατηγικές επιλογές των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ. Στο νέο σκηνικό, που διαμόρφωσαν σοβαρές διεθνείς εξελίξεις στην περιοχή μας, δεν υπήρχε πλέον πρώτης σειράς θέση για τη Μόσχα.

Οι επιλογές του κ. Τσίπρα ικανοποίησαν απολύτως την Ουάσινγκτον και τα επιτελεία της Ε.Ε. Η Αθήνα δεν μπορούσε (και πάντως δεν έπρεπε) να ξεχνάει ότι η Ρωσία είναι σήμερα ο «μεγάλος αντίπαλος» της Συμμαχίας παντού και, φυσικά, και στα Βαλκάνια.  

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ, Σάββατο 14 Ιουλίου 2018