Ο πρόεδρος της «Δράσης», Θόδωρος Σκυλακάκης, που υπήρξε πολιτικός σύμβουλος και λογογράφος του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, αποφάσισε να γράψει ένα άρθρο με αφορμή τις εξελίξεις στο Μακεδονικό.

Στο συγκεκριμένο άρθρο του στην Καθημερινή προσπάθησε να αποδώσει μέσα σε κάποιες γραμμές τι θα σκεφτόταν σήμερα ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης για τη συμφωνία που υπέγραψε η κυβέρνηση Τσίπρα.

«Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ήθελε λύση του προβλήματος και ως πρακτικός και ρεαλιστής είχε ως κεντρική του επιδίωξη να αναγνωριστεί από την άλλη πλευρά η μη ύπαρξη σλαβομακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα» τονίζει μεταξύ άλλων


Δείτε παρακάτω ολόκληρο το άρθρο του κ. Σκυλακάκη:

Είχα την τιμή και την ευκαιρία να ζήσω από πρώτο χέρι ως πολιτικός σύμβουλος και λογογράφος του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη την κρίσιμη για το Μακεδονικό περίοδο του 1991-93 και να συγγράψω με δικό του πρόλογο το βιβλίο που έκανε την πολιτική αποτίμηση της περιόδου σε ό,τι αφορά το Μακεδονικό, με τίτλο «Στο Ονομα της Μακεδονίας» το 1995. Στα χρόνια που μεσολάβησαν πολλές φορές είχα την ευκαιρία να συζητήσω μαζί του για το θέμα αυτό και να μοιραστώ σκέψεις και προβληματισμούς.

Τις τελευταίες ημέρες άκουσα πολλούς να τον επικαλούνται, ανάμεσά τους και ανθρώπους που όταν ήταν πολιτικά ενεργός τον είχαν πολλαπλώς κατηγορήσει και συκοφαντήσει, και αναρωτήθηκα τι θα σκεφτόταν άραγε σήμερα ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης για τη συμφωνία που υπέγραψε η κυβέρνηση Τσίπρα. Την απάντηση προφανώς δεν μπορώ να τη δώσω ούτε εγώ ούτε και κανείς άλλος, όμως μπορεί κανείς να ανασυνθέσει τις βασικές γραμμές της πολιτικής του μέσα από τα δικά του κείμενα και πολιτικές αποφάσεις. Γιατί ακόμα κι αν δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τι θα σκεφτόταν σήμερα, έχει ασφαλώς αξία να καταγράψουμε τι σκεπτόταν τότε ο άνθρωπος που χειρίστηκε το θέμα ως πρωθυπουργός στις πιο κρίσιμες ιστορικά στιγμές του.

Να ξεκινήσουμε από τα θεμελιώδη. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ήθελε λύση του προβλήματος και ως πρακτικός και ρεαλιστής είχε ως κεντρική του επιδίωξη να αναγνωριστεί από την άλλη πλευρά η μη ύπαρξη σλαβομακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα. Σε ό,τι αφορά το όνομα, κατέληξε από πολύ νωρίς στην άποψη ότι η πλήρης απάλειψη του ονόματος είχε μικρές πιθανότητες επιτυχίας και ήταν διατεθειμένος να δεχθεί μια σύνθετη ονομασία. Αντιλαμβανόταν όμως και την ανάγκη να μη διχαστεί γύρω από αυτό το θέμα ο ελληνικός λαός, γι’ αυτό και επιδίωξε σε όλη τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του συναίνεση με διαδοχικές (τρεις τελικά πραγματοποιήθηκαν) συναντήσεις των πολιτικών αρχηγών υπό την προεδρία του Προέδρου της Δημοκρατίας.

Το δικό του τελικό πακέτο, που εμπεριέχει –ως αποτέλεσμα εξαντλητικής διαπραγμάτευσης– τις θέσεις που η ελληνική κυβέρνηση υπό τη δική του πρωθυπουργία είχε κάνει αποδεκτές αλλά δεν μπορούσε να υλοποιήσει, γιατί δεν είχε προς τούτο σχετική πλειοψηφία, ήταν η συμφωνία στην οποία κατέληξαν στις 14-5-1993 οι δύο πλευρές υπό την αιγίδα των Βανς και Οουεν. Σε αυτή προβλέπονταν το όνομα «Δημοκρατία της Nova Makedonjia» στα σλαβικά, αμετάφραστο, το erga omnes, αφού ρητά αναφέρετο εκεί ότι τα Σκόπια θα χρησιμοποιούσαν το όνομα αυτό «για όλες τις επίσημες ανάγκες», δεν υπήρχε πουθενά αναγνώριση μακεδονικής εθνότητας και γλώσσας και η Ελλάδα δεν αναλάμβανε καμία υποχρέωση σε σχέση με την είσοδο των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ. Τη συμφωνία αυτή –με κάποιες επιφυλάξεις για το erga omnes– είχε αποδεχθεί και ο Κίρο Γκλιγκόροφ, όπως αποκάλυψε λίγο αργότερα ο Μιχάλης Παπακωνσταντίνου στη Βουλή, παρουσιάζοντας σχετική επιστολή του ιστορικού ηγέτη των Σκοπίων.

Αν συγκρίνει κανείς τη συμφωνία Τσίπρα - Ζάεφ με τη συμφωνία Βανς -Οουεν διαπιστώνει μια θεμελιώδη διαφορά. Στο παρόν πακέτο η Ελλάδα αναγνωρίζει ρητώς μακεδονική εθνότητα. Το πράττει αυτό κατ’ αρχάς στην περίπτωση της ιθαγένειας, όπου χρησιμοποιούνται δύο όροι, ο ένας εκ των οποίων είναι εξ ορισμού γεωγραφικός: «Πολίτες της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας» και ο άλλος καθαρά εθνοτικός: «Μακεδόνας». Προπαντός, όμως, ορίζοντας ρητά την έννοια των όρων «Μακεδονία» και «Μακεδόνας» στο άρθρο 7, που για την πλευρά των Σκοπίων αναγράφεται επί λέξει: «Με τους όρους αυτούς νοούνται η επικράτεια, η γλώσσα, ο πληθυσμός και τα χαρακτηριστικά τους, με τη δική τους ιστορία, πολιτισμό και κληρονομιά». Πιο καθαρός ορισμός έθνους δεν έχει γραφτεί σε συνθήκη.

Μακεδονική εθνότητα και γλώσσα, όμως, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ποτέ δεν είχε δεχθεί, ούτε φαίνεται ότι είχε ποτέ την πρόθεση να δεχθεί, όπως προκύπτει από την ομιλία του στις 27-3-1993 στην κεκλεισμένων των θυρών συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της Νέας Δημοκρατίας, όταν έλεγε «το πρόβλημα της Ελλάδος ήταν πάντα η επεκτατική προπαγάνδα των Σκοπίων... που είχε ως αιχμή του δόρατος την ανύπαρκτη μειονότητα και απαραίτητο συμπλήρωμα τη χρησιμοποίηση της λέξεως Μακεδόνας ή Μακεδονία όχι υπό τη γεωγραφική έννοια αλλά για τον προσδιορισμό συγκεκριμένης, διακεκριμένης εθνότητας».

Τι θα σκεπτόταν σήμερα δεν γνωρίζω, όμως μπορώ να σας πω με βεβαιότητα τις θεμελιώδεις διαφορές του από όσους σήμερα διαπραγματεύθηκαν αυτή την υπόθεση. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης πέτυχε την απόφαση της Λισσαβώνας και την είσοδο των Σκοπίων στον ΟΗΕ ως «πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας», γιατί υπό απίστευτες συνθήκες πίεσης, που ούτε μπορούν να διανοηθούν όσοι χειρίστηκαν σήμερα το θέμα, αντί να πιεστεί ο ίδιος, με την πειθώ του και την προσωπικότητά του πίεζε αυτός τους ξένους ηγέτες. Και βέβαια όταν διαπίστωσε ότι δεν είχε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία για το συγκεκριμένο θέμα, δεν διανοήθηκε να δεσμεύσει την επόμενη κυβέρνηση υπογράφοντας μια συμφωνία υπό αίρεση και προϋποθέσεις.