Στο εύφλεκτο πεδίο των εντάσεων που προκαλούν στο Αιγαίο οι επιθετικές συµπεριφορές της Τουρκίας, συζητούνται σήµερα στα διπλωµατικά παρασκήνια, ελληνικά και ξένα, ορισµένα κρίσιµα στοιχεία της συγκυρίας. Πρόκειται για καταγραφές, που συνδέονται µεν µε τα προβαλλόµενα από την αδηφάγο «επικαιρότητα» γεγονότα, αλλά εγείρουν και ενδιαφέροντα ερωτήµατα, πέρα από τις πρώτης ανάγνωσης εξελίξεις.

Επισηµαίνεται, λοιπόν ότι: Τα περισσότερα ελληνικά µέσα ενηµέρωσης, αλλά και κυβερνητικές «πηγές» προβάλλουν µε ζωηρά χρώµατα στο κοινό ένα πολιτικό υλικό που κατά το µέγα µέρος του προέρχεται από τουρκικά µέσα ενηµέρωσης και από δηλώσεις Τούρκων πολιτικών κάθε κατηγορίας και κάθε ποιότητας.

Και όλα αυτά αναµειγνύονται µε τα πραγµατικά στοιχεία της υπόθεσης, που είναι σοβαρή, απαιτεί λεπτούς πολιτικούς χειρισµούς και έχει ανάγκη από τη δηµόσια προβολή των αληθινών διαστάσεών της. Αποτέλεσµα σήµερα στην κοινωνία της Ελλάδας να κυριαρχεί ένα κλίµα ανασφάλειας και έντονων ανησυχιών για επικείµενο πόλεµο Ελλάδας - Τουρκίας.

Αυτή η κατάσταση αποτελεί µια ιδιότυπη «επιτυχία» της Άγκυρας, η οποία ρίχνει στη χώρα µας τη βαριά σκιά των απειλών της, «τροµάζει» ουκ ολίγους Έλληνες πολιτικούς, ενώ, παράλληλα, στο εσωτερικό πολιτικό µέτωπο ο Ερντογάν ικανοποιεί απολύτως τους εθνικιστές της Τουρκίας, ισλαµιστές και κεµαλιστές. Εξαιτίας αυτών, τίθεται από έµπειρους διπλωµάτες το ερώτηµα: Για ποιον λόγο η ελληνική κυβέρνηση συµµετέχει µε τον δικό της τρόπο στη δηµιουργία αυτού του «κλίµατος», ξεπερνώντας, κατά τη γνώµη τους, τα πραγµατικά όρια της υπόθεσης; ∆ίδονται σε αυτό δύο εξηγήσεις: η µία είναι ότι ο πρωθυπουργός «αξιοποιεί» εσωτερικά το όντως υπαρκτό, µεγάλο πρόβληµα που προκαλεί η Τουρκία στο Αιγαίο, σε µια εξαιρετικά κρίσιµη στιγµή διαχείρισης οδυνηρών οικονοµικών και κοινωνικών προβληµάτων από την κυβέρνησή του.

Η δεύτερη, που δεν είναι ασύνδετη µε την πρώτη, οδηγεί στο ενδεχόµενο να «αφήνεται» (και µε συµβολή ίσως του «ξένου παράγοντα») να προβληθεί τόσο έντονα ο κίνδυνος πολεµικού «επεισοδίου» µεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, ώστε «εκ των πραγµάτων» να ανοίξει κάποια ώρα από πλάγιους δρόµους η µεγάλη λεωφόρος για διµερείς πολιτικές διαπραγµατεύσεις Αθήνας - Άγκυρας. Ό,τι κι αν συµβαίνει ακριβώς, βέβαιο είναι ότι σε τούτο το επικίνδυνο «παιχνίδι» η µεν Ελλάδα έχει ένα µείζον πρόβληµα εθνικής ασφάλειας, λόγω της τουρκικής πολιτικής, η δε Τουρκία έχει έναν δικό της µείζονα στρατηγικό στόχο, που αφορά τη δυνατότητα ελέγχου από µέρους της του θαλάσσιου δρόµου µεταξύ Μαύρης Θάλασσας και Ανατολικής Μεσογείου. Και σε αυτόν τον δρόµο βρίσκεται η ελληνική θάλασσα του Αιγαίου.  

ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ  

∆εν είναι όµως εύκολα τα πράγµατα για τον Ταγίπ Ερντογάν και δεν του αρκεί το ότι η Τουρκία είναι στρατιωτικά ισχυρότερη από την Ελλάδα, για να επιχειρήσει έναν πόλεµο στο Αιγαίο. Και στις δύο χώρες και στο ΝΑΤΟ εκτιµάται ότι σε επιχειρησιακό επίπεδο «κλειστού πολέµου» στο Αιγαίο η τουρκική πλευρά θα µετρήσει και αυτή ζηµίες υψηλού κόστους.

Πέρα από αυτό, βέβαια, στη σηµερινή διεθνή συγκυρία, µια ελληνοτουρκική πολεµική σύρραξη θα κάνει «σµπαράλια» τη Συµµαχία, πράγµα που, καθώς φαίνεται, δεν επιθυµεί σήµερα... η Μόσχα, όσο κι αν «συνεργάζεται» µε την Άγκυρα στην παρούσα φάση. Κρίνεται ως εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η πρόσφατη δήλωση του κ. Αντρέι Μάσλοφ, πρεσβευτή της Ρωσίας στην Αθήνα, ο οποίος τόνισε σε συνέντευξη Τύπου ότι «η συνεργασία Ρωσίας - Τουρκίας δεν είναι σε βάρος της Ελλάδας» και ανέφερε ότι δεν πιστεύει ότι υπάρχει «κίνδυνος σύρραξης στο Αιγαίο», δεδοµένου ότι «οι δύο χώρες είναι μέλη της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας». Από τις διατυπώσεις αυτές διαφαίνεται ότι στην παρούσα φάση η Μόσχα θέλει µεν να «καθησυχάσει» την Αθήνα, αλλά και να στείλει κάποια «µηνύµατα» που ενδιαφέρουν και τον κ. Ερντογάν και το ΝΑΤΟ.

Οι εκτιµήσεις των επαγγελµατιών της διπλωµατίας είναι ότι η Αθήνα παραµένει για την ώρα «µικρός παίκτης» στο θυελλώδες γεωπολιτικό σκηνικό, στο οποίο µία «λεπτοµέρεια» είναι και η αυξηµένη επιθετικότητα της Τουρκίας µε τα καθηµερινά «τεστ» της ελληνικής αντοχής στο Αιγαίο. Όµως, το πολύ δύσκολο για την ελληνική πλευρά είναι ότι τη βρίσκει απροετοίµαστη για «µεγάλα παιχνίδια», καθώς για πολλά χρόνια οι ηγεσίες της χώρας υπερεκτίµησαν τις «ασφάλειες» που κατά τους υπολογισµούς της Αθήνας παρείχαν στην Ελλάδα η συµµετοχή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ο «έλεγχος των πραγµάτων» στην περιοχή µας από την Ουάσινγκτον και το ΝΑΤΟ.

Τώρα, η Ελλάδα έχει απέναντί της µια Τουρκία σε ρόλο «µεγάλου παίκτη», στρατιωτικά υπερεξοπλισµένη και µε ηγέτη έναν αυταρχικό ισλαµιστή, µε φαντασιώσεις ισχύος σε µια ευρύτατη περιοχή, που θα τον καθιστούσε στο ορατό µέλλον τον µεγάλο αρχηγό και προστάτη των απανταχού ισλαµιστών σε ασιατικά και ευρωπαϊκά εδάφη. Εως ότου η Αθήνα βελτιώσει τη θέση της µε ισχυρή διεθνή διπλωµατική δραστηριότητα στη ∆ύση και µε υψηλή αναβάθµιση της στρατιωτικής τεχνολογίας στις Ένοπλες ∆υνάµεις της χώρας, η ελληνική πλευρά θα είναι σε διαρκή «πορτοκαλί» ετοιµότητα στο Αιγαίο.

Και θα ελπίζει ότι οι «καυγάδες» που έχει ανοίξει η Τουρκία µε τις ΗΠΑ, τη Γαλλία, το Ισραήλ και την Αίγυπτο θα δυσκολεύουν τις κινήσεις της στην Κύπρο. Στο πολιτικό παρασκήνιο, πάντως, ιδιαίτερο βάρος δίδεται και στην υπόθεση των «αναβαθµισµένων» στρατιωτικών συνεργασιών της κυβέρνησης του κ. Τσίπρα µε τις ΗΠΑ, που συνοδεύονται και µε «ψιθύρους» για ήδη υπάρχουσες, σηµαντικές διµερείς συµφωνίες, «εµπιστευτικού» περιεχοµένου.  

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά», Σάββατο 18 Απριλίου 2018