Εντυπωσιακή ανατροπή των πολιτικών δεδοµένων κατά τη θητεία της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ, λόγω της εξίσου εντυπωσιακής αλλαγής τάσεων του εκλογικού σώµατος, καταγράφουν 20 συγκριτικές δηµοσκοπήσεις µεταξύ των ετών 2014 -δηλαδή πριν από τις πρώτες εκλογές του 2015- και 2017.

Πέραν όµως της αλλαγής της στάσης των πολιτών µέσα στην «αριστερή κυβερνητική τριετία», διαπιστώνονται τρία πολύ σηµαντικά στοιχεία, που υπό ορισµένες προϋποθέσεις θα ήταν δυνατόν να προοιωνίζονται ακόµη και την αυτοδυναµία της Νέας ∆ηµοκρατίας.

Το πρώτο στοιχείο είναι ότι, ενώ στις δηµοσκοπήσεις πριν από την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία οι διαφορές υπέρ του κόµµατος αυτού έναντι της Νέας ∆ηµοκρατίας ήταν µικρές (όπως διαπιστώνεται και στον παρατιθέµενο πίνακα), σε όλες τις δηµοσκοπήσεις του 2017 (στα αντίστοιχα χρονικά διαστήµατα που γίνονται οι συγκρίσεις µεταξύ 2014 και 2017) οι διαφορές υπέρ της Νέας ∆ηµοκρατίας φτάνουν και τις 16 ποσοστιαίες µονάδες!

Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι στις δηµοσκοπήσεις του 2014 καταλληλότερος ως πρωθυπουργός εµφανιζόταν αδιαλείπτως ο τότε πρωθυπουργός Αντώνης Σαµαράς έναντι του Αλέξη Τσίπρα, τότε αρχηγού της αξιωµατικής αντιπολίτευσης. Αντιθέτως, στις δηµοσκοπήσεις του 2017 και µετά την εµπειρία της διακυβέρνησης της χώρας από τον Αλέξη Τσίπρα, καταλληλότερος για πρωθυπουργός θεωρείται για τους πολίτες ο αρχηγός της αξιωµατικής αντιπολίτευσης, δηλαδή ο Κυριάκος Μητσοτάκης!

Το τρίτο στοιχείο ανατρέπει την αναντιστοιχία µεταξύ της καταλληλότητας Σαµαρά ως πρωθυπουργού -όπως θεωρούσαν οι πολίτες- και της ανάδειξης τελικώς του Αλέξη Τσίπρα στην πρωθυπουργία.

Πράγµατι, το 2014, ενώ όλοι θεωρούσαν καταλληλότερο τον Αντώνη Σαµαρά (α) ως πρωθυπουργό, (β) ως πρόσωπο που εµπνέει εµπιστοσύνη για πολιτική σταθερότητα και (γ) για να διαπραγµατευτεί καλύτερα µε τους δανειστές, εντούτοις ψηφίστηκε ο Αλέξης Τσίπρας, διότι κατά τις δηµοσκοπήσεις «ενέπνεε ελπίδα».

ΤΡΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ

Είναι προφανές τρία χρόνια µετά ότι το πλεονέκτηµα αυτό του Αλέξη Τσίπρα, πως ενέπνεε ελπίδα, που τον ανέδειξε νικητή των τότε εκλογών, σήµερα αποτελεί µεγάλο του µειονέκτηµα και, αντιστοίχως, πλεονέκτηµα του αντιπάλου του. Ακόµη ένα στοιχείο που θα ήταν δυνατόν να παρατεθεί -αν και θεωρητικό- και που ασφαλώς προοιωνίζεται ακόµη και αυτοδυναµία της Νέας ∆ηµοκρατίας είναι το εξής: Αν µε τόσο µικρές διαφορές υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ το 2014 τελικώς το κόµµα αυτό κατόρθωσε να σηµειώσει µια εκλογική διαφορά 8,5 ποσοστιαίων µονάδων, γιατί µε τις εντυπωσιακές διαφορές όλων των δηµοσκοπήσεων του 2017 θα πρέπει να αποκλειστεί µία ακόµη µεγαλύτερη διαφορά υπέρ της Ν∆; Η οποία θα µπορούσε να εξασφαλίσει την αυτοδυναµία;

ΤΑ ΠΟΙΟΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Σε όλα αυτά τα αδιαµφισβήτητα δηµοσκοπικά στοιχεία θα πρέπει να συνυπολογίσουµε ορισµένα σηµαντικά ποιοτικά στοιχεία, τα οποία δικαιολογούν και την τεράστια µεταστροφή των πολιτών σε βάρος του ΣΥΡΙΖΑ. Εν πρώτοις, οι δείκτες απαισιοδοξίας τόσο για την ατοµική κατάσταση των πολιτών όσο και για την κατάσταση της χώρας υπερβαίνουν µονίµως τους τελευταίους µήνες το 80%. ∆ηλαδή, οι οκτώ στους δέκα πολίτες εκτιµούν ότι δεν πρόκειται να βελτιωθεί η κατάσταση. Τουλάχιστον µε τον ΣΥΡΙΖΑ.

Και αυτό ακριβώς είναι που ακυρώνει και τα όποια αποθέµατα ελπίδας θα µπορούσε να δώσει η κυβέρνηση και ο Αλέξης Τσίπρας και τα οποία -όπως προαναφέρθηκε- είχαν αποτελέσει έναν βασικό παράγοντα για να κερδίσει τις εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ!

Κατά δεύτερο λόγο, έχουµε τις αρνητικές κρίσεις (µη ικανοποίηση) σε υψηλά µάλιστα ποσοστά, τόσο για την κυβέρνηση όσο και για τον πρωθυπουργό. Στις τελευταίες εξαµηνιαίες τάσεις της MRB οι αρνητικές κρίσεις για τον πρωθυπουργό ανέρχονταν στο 70% και για την κυβέρνηση στο 73%. Θα πρέπει, δε, να παρατηρηθεί, σε σχέση µε την αξιολόγηση στο παρελθόν άλλων πρωθυπουργών και των κυβερνήσεών τους, ότι υπήρχαν περιπτώσεις που οι κρίσεις για έναν πρωθυπουργό ήταν θετικότερες σε σχέση µε αυτές για την κυβέρνησή του.

Και εν πάση περιπτώσει οι αρνητικές κρίσεις για άλλους πρωθυπουργούς ποτέ δεν είχαν φτάσει στο ίδιο υψηλό επίπεδο µε αυτές για την κυβέρνησή τους, όπως συµβαίνει σήµερα µε τον Αλέξη Τσίπρα. Κατά τρίτο λόγο, όπως έχει αποτυπωθεί σε όλες τις τελευταίες δηµοσκοπήσεις στις οποίες τέθηκε και το σχετικό ερώτηµα, η υπερφορολόγηση είναι που ακυρώνει τη διάθεση των πολιτών να δουν ευνοϊκά το κοινωνικό µέρισµα που υποτίθεται ότι µοιράζει η κυβέρνηση. Γι' αυτό άλλωστε οι πολίτες έναντι του κοινωνικού µερίσµατος, στην πολύ µεγάλη πλειοψηφία τους, ζήτησαν, αντί αυτή της «προσφοράς», να µείωνε η κυβέρνηση τη φορολογία.