O Κώστας Σημίτης κατά τη διάρκεια ομιλίας του σε ημερίδα του Ελληνικού Παρατηρητηρίου του London School of Economics, ανέλυσε τη σκληρή στάση που επέδειξαν οι Ευρωπαίοι έναντι της Ελλάδας καθώς και των υπόλοιπων που ακολούθησαν μετά τη δική του και δεν ήθελα να κόψουν πελατειακές πρακτικές.

Σύμφωνα με τον πρώην πρωθυπουργό, από το 1996 έως το 2006 η Ελλάδα γνώρισε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και οικονομική σταθερότητα. «Από το 2007 και μετά άρχισε μία ραγδαία κατάπτωση», είπε ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, ενώ στάθηκε την αύξηση του ελλείμματος σε επίπεδα ρεκόρ.

Συγκεκριμένα, απέδωσε αυτή την επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης στην «πολιτική παροχών» της κυβέρνησης του Κώστα Καραμανλή, που άνοιξε το δρόμο σε μία «άνευ προηγουμένου» κρίση. Ο κ. Σημίτης σημείωσε με νόημα ότι δύο λόγοι οδήγησαν στην κρίση: η οικονομική οπισθοδρομικότητα της χώρας και η ανισορροπία των επιπέδων ανάπτυξης μεταξύ βορρά και νότου της Ευρώπης.

Ακόμη πρόσθεσε τα δομικά ελαττώματα της ελληνικής οικονομίας που εξακολουθούν να υφίστανται σήμερα, όπως η μειωμένη ανταγωνιστικότητα, το δυσλειτουργικό κράτος, οι αυξητικές κρατικές δαπάνες, η κακοδιαχείριση και φτωχή οργάνωση της αγοράς αγαθών και υπηρεσιών, η έλλειψη ευελιξίας στην αγορά εργασίας και κυρίως το πελατειακό πολιτικό σύστημα.

Αναφορικά με την ανισορροπία στην Ευρώπη έκανε λόγο για εγγενή διαφορά στο μέγεθος της ανάπτυξης μεταξύ των χωρών μελών της ευρωζώνης, που περιορίζει την ανταγωνιστικότητα της περιφέρειας και ενισχύει τα δημοσιονομικά ελλείμματα στις χώρες του νότου.

Σύμφωνα με τον πρώην πρωθυπουργό η ελληνική κυβέρνηση απέτυχε να βάλει ένα όριο στο ύψος του δανεισμού, σημαντική ευθύνη φέρει και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την «καταστροφή που βρήκε τη χώρα υπό το καθεστώς εξωτερικής δημοσιονομικής εποπτείας από το 2004 και μετά».

Ο κ. Σημίτης είπε ότι ο αρμόδιος κοινοτικός επίτροπος αποδέχθηκε στοιχεία που υπέβαλε η ελληνική πλευρά χωρίς σοβαρές ενστάσεις. «Δε διαμαρτυρήθηκε καν το 2009 όταν τα στοιχεία για το 2008 και το 2009 δεν υποβλήθηκαν. Η σιωπή του ήταν πιθανώς συνειδητή, διότι δεν ήθελε το έλλειμμα να γίνει πρόβλημα για τη συντηρητική κυβέρνηση στις τότε επερχόμενες εκλογές».

Από την άλλη πλευρά, υπογράμμισε ότι τα τρία μνημόνια απέτυχαν να αλλάξουν δραστικά την κατάσταση κυρίως γιατί ο κρατικός μηχανισμός δεν ήταν διατεθειμένος να εφαρμόσει τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις άμεσα και να περικόψει τις πελατειακές παροχές. «Οι μεταρρυθμίσεις εγκαταλείφθηκαν», σημείωσε, από κυβερνήσεις που δεν είχαν την πολιτική βούληση και δύναμη να αντισταθούν στις πιέσεις από το εσωτερικό.

Το πρώτο μνημόνιο οδήγησε σε βαθιά ύφεση, είπε, ενώ το τρίτο μνημόνιο θέσπισε ένα ειδικό καθεστώς για την Ελλάδα με τη μονιμοποίηση έκτακτων μέτρων και κανόνων. «Η Ελλάδα ανήκει τώρα σε μια νέα κατηγορία χωρών μελών, αυτή των οικονομικά οπισθοδρομικών χωρών», σχολίασε ο πρώην πρωθυπουργός.

Εκτίμησε δε ότι επικρατεί απόλυτη αβεβαιότητα ως προς το πότε θα τελειώσει η κρίση. Επιπρόσθετα επέκρινε εξάλλου τη σκληρή στάση των Ευρωπαίων έναντι ενός υπερχρεωμένου κράτους, καθώς φάνηκε από το πρώτο μνημόνιο ότι δεν ενδιαφέρονταν για μακροπρόθεσμη λύση, αλλά μάλλον για να σώσουν τις ευρωπαϊκές τράπεζες και να δώσουν μια προειδοποίηση σε άλλες χώρες που δεν ήλεγχαν το έλλειμμά τους.

Τέλος εξέφρασε την άποψη ότι, χρειάζεται ένα σχέδιο εκσυγχρονισμού της ΕΕ για να αντιμετωπιστούν οι ανισορροπίες.

Είναι επιτακτική ανάγκη να υπάρξει περαιτέρω οικονομική και πολιτική σύγκλιση, όπως και μεγαλύτερη αλληλεγγύη. «Χρειάζεται αλλαγή συνθηκών», καθώς και «αποδοχή του αναπόφευκτου του κοινού μέλλοντος σε έναν κόσμο που συνεχώς αλλάζει», κατέληξε ο πρώην πρωθυπουργός.