Η ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας με τη συγώνευση και κατάργηση των δικαστικών σχηματισμών προβλέπεται με το σχέδιο νόμου του υπουργείου Δικαιοσύνης, το οποίο τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση την προηγούμενη εβδομάδα και παρουσιάστηκε σήμερα σε συνέντευξη τύπου του υπουργού Δικαιοσύνης, Γιώργου Φλωρίδη και του υφυπουργού Δικαιοσύνης, Ιωάννη Μπούγα

Ο κ.Φλωρίδης έκανε λόγο για «μία ιστορική στιγμή για το υπουργείο Δικαιοσύνης και την Κυβέρνηση» ενώ χαρακτήρισε το συγκεκριμένο σχέδιο νόμου τη «μεγαλύτερη τομή στην ελληνική δικαιοσύνη από τη σύσταση του ελληνικού κράτους.»

Η επίμαχη μεταρρύθμιση όπως τόνισε ο κ. Φλωρίδης εκκρεμεί «114 χρόνια από τότε που Ελευθέριος Βενιζέλος επιχείρησε να τη νομοθετήσει. Στην Ελλάδα οι μεγάλες αλλαγές χρειάζονται δυστυχώς πολύ χρόνο για να ωριμάσουν και να πραγματοποιηθούν».

Ο κ. Φλωρίδης τόνισε πως υπάρχει μία «σοβαρή ανισοκατανομή του έργου στον πρώτο βαθμό» ενώ τόνισε πως πρόκειται για μία απαιτητική μεταρρύθμιση η οποία χρειάζεται χρόνο προσαρμογής. «Είναι από εκείνες τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες που δεν θα μπορέσουν να αλλάξουν στη συνέχεια» είπε ο κ. Φλωρίδης, προσθέτοντας πως η σύλληψη της ιδέας ανήκει στον υφυπουργό κ. Μπούγα.

«Ο κ. Μπούγας επόπτευσε σε πολύ μεγάλο βαθμό τη διαδικασία. Χρειάζεται σε μεγάλο βαθμό τη συμμετοχή όλων των φορέων και έγινε μεγάλη προσπάθεια όλοι να ενημερωθούν για περιεχόμενο αλλαγής και αυτή τη στιγμή οδηγούμαστε προς τη ψήφιση με πολύ μεγάλη υποστήριξη» κατέπληξε ο υπουργός Δικαιοσύνης.

Από την πλευρά του, ο κ. Μπούγας παρουσίασε τους βασικούς άξονες του σχεδίου νόμου και τόνισε πως στόχος των προωθούμενων διατάξεων είναι η έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης σε 630 ημέρες όπως είναι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος. «Ο νέος δικαστικός Χάρτης θα είναι αποτελεσματικός και δίκαιος που θα δίνει την ασφάλεια και την ταχύτητα απονομής της δικαιοσύνης που χρειάζεται ο Έλληνας πολίτης. Θέλουμε γρήγορες αποφάσεις» τόνισε ο κ. Μπούγας.

Οι βασικές διατάξεις του νομοσχεδίου

Με το σχέδιο νόμου του υπουργείου Δικαιοσύνης ενοποιείται ο πρώτος βαθμός δικαιοδοσίας με την αναβάθμιση των ειρηνοδικών σε πρωτοδίκες. Έτσι με την ενοποίηση διπλασιάζεται η «δεξαμενή» των δικαστών και θα υπάρχουν συνολικά 2100 πρωτοδίκες ενώ οι δικαστικοί σχηματισμοί της χώρας θα μειωθούν από 217 σε 111.

 Κάθε περιφερειακή ενότητα (πρώην νομός) θα έχει κεντρική έδρα Πρωτοδικείου (Κεντρικό Πρωτοδικείο), στην οποία θα υπάγεται το σύνολο πλέον των πρωτοβάθμιων δικαστών, με όρια αρμοδιότητάς της τα όρια της περιφερειακής ενότητας (πρώην νομού).

Προβλέπονται, επίσης, παράλληλη και περιφερειακή έδρα Πρωτοδικείου  σε περιοχές όπου υπάρχουν ανάγκες προκειμένου ν΄ αντιμετωπιστούν ειδικά θέματα απόστασης, κτιριακών υποδομών, κ.α. και ιδιαιτέρως λόγοι εθνικής σημασίας όπως στα σύνορα και στα νησιά (Έβρος, Δωδεκάνησα, Κυκλάδες).

Στις Περιφερειακές Ενότητες όπου υπάρχουν 2 ή 3 Πρωτοδικεία, οι έδρες των Πρωτοδικείων (πλην της κεντρικής) μετατρέπονται σε παράλληλες με πλήρη καθ’ ύλην αρμοδιότητα. Συγκεκριμένα, στις Περιφερειακές Ενότητες:

α) Μεσσηνίας (παράλληλη έδρα η Κυπαρισσία)

β) Λακωνίας (παράλληλη έδρα το Γύθειο)

γ) Ηλείας (παράλληλη έδρα η Αμαλιάδα)

δ) Αχαΐας (παράλληλες έδρες το Αίγιο και τα Καλάβρυτα)                                                

ε) Αιτωλοακαρνανίας (παράλληλη έδρα το Μεσολόγγι)                                                        

στ) Βοιωτίας (παράλληλη έδρα η Θήβα)


Στις Περιφερειακές Ενότητες:

α) Έβρου διατηρούνται όπως είναι σήμερα τα Πρωτοδικεία Αλεξανδρούπολης και Ορεστιάδας,

β) Πέλλας διατηρούνται όπως είναι σήμερα τα Πρωτοδικεία Έδεσσας και Γιαννιτσών,

γ) Κυκλάδων διατηρούνται όπως είναι σήμερα τα Πρωτοδικεία Σύρου και Νάξου και

δ) Δωδεκανήσου διατηρούνται όπως είναι σήμερα τα Πρωτοδικεία Ρόδου και

Σε ό,τι αφορά στην περιοχή της Αττικής, ειδικά για την Αθήνα και τον Πειραιά, τίθεται σε εφαρμογή ο διαχωρισμός του Πρωτοδικείου Αθηνών (υπό ενιαία διοίκηση) σε Ποινικό, που θα στεγαστεί στην Ευελπίδων, και Πολιτικό με έδρα στη Λουκάρεως, στο κτίριο που στεγάζονται σήμερα το Ειρηνοδικείο Αθηνών και τμήμα του Πρωτοδικείου. Στην Αθήνα θα λειτουργήσουν από 16/9/2024  τρία (3) περιφερειακά Πρωτοδικεία με έδρες το Μαρούσι, το Κορωπί και το Περιστέρι με πλήρη αρμοδιότητα από 01/01/2026. Μέχρι τότε θα λειτουργούν ως περιφερειακές έδρες Πρωτοδικείων με την καθ’ ύλην αρμοδιότητα των πρώην Ειρηνοδικείων (20.000 ευρώ). Αντίστοιχα στον Πειραιά θα λειτουργήσουν δύο περιφερειακά Πρωτοδικεία με έδρα την Καλλιθέα και τα Μέγαρα.

Ειδικότερα με τις προτεινόμενες διατάξεις:

α) Ορίζονται 56 κεντρικά Πρωτοδικεία και 7 παράλληλες έδρες αυτών.

β) Καταργούνται τα 63 Ειρηνοδικεία που βρίσκονται στις έδρες των 63 Πρωτοδικείων (56 Ειρηνοδικεία των κεντρικών εδρών και 7 Ειρηνοδικεία των παράλληλων εδρών). Τα κτίριά τους θα χρησιμοποιούνται ως χώροι του Πρωτοδικείου.

γ) Από τα εναπομείναντα 91 Ειρηνοδικεία, τα 48 αναβαθμίζονται σε περιφερειακές έδρες Πρωτοδικείου και τα υπόλοιπα 43 καταργούνται τελείως (κλείνουν και σαν κτίρια).

Σχετικά με την πορεία εξέλιξης των δικαστών α’ βαθμού προβλέπεται ή ύπαρξη παράλληλων (χωριστών) επετηρίδων, πρώην Ειρηνοδικών και Πρωτοδικών. Οι πρώην Ειρηνοδίκες, εφόσον το επιθυμούν, μπορούν να υποβάλλουν αίτηση προς το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο για ένταξη στην επετηρίδα των Πρωτοδικών και να εισέρχονται στο τέλος της επετηρίδας αυτής.

Τέλος σχετικά με τη διοίκηση των δικαστηρίων, οι προϊστάμενοι δικαστών σχηματισμών, απαλλάσσονται από την ενασχόληση και εκτέλεση πρόσθετων, μη δικαιοδοτικών καθηκόντων διαχειριστικής φύσεως, όπως έλεγχος συμβάσεων προμηθειών, επισκευή και συντήρηση κτιρίων, θέρμανση, κλιματισμός κ.α.

Η συνδυασμένη απόδοση όλων πλέον των πρωτοβάθμιων δικαστών (ειρηνοδικών+πρωτοδικών) εκτιμάται ότι μετά την ενοποίηση μπορεί ν’ αυξηθεί μέχρι και 17%. Επίσης, το ποσοστό εκκαθάρισης των νέων πρωτοδικείων (περαιωθείσες προς εισερχόμενες υποθέσεις) αναμένεται ν’ αυξηθεί μέχρι και 24% μετά την ενοποίηση. Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτή τη στιγμή ο συνολικός χρόνος έκδοσης τελεσίδικης απόφασης στην Ελλάδα είναι 1482 ημέρες ενώ αντίστοιχος χρόνος στις χώρες του Συμβουλίου της Ευρώπης (CoE) οι 637 ενώ μία απόφαση ειρηνοδικείου κοστίζει κατά μέσο όρο επτακόσια εξήντα (760) ευρώ, ενώ κάθε απόφαση πρωτοδίκη κοστίζει μόλις τριακόσια ογδόντα (380) ευρώ.