Το διήμερο της Κυριακής της Ορθοδοξίας και της 25ης Μαρτίου, τη Δευτέρα, σε συνάρτηση με τη στάση της Ιεραρχίας είναι, σύμφωνα με εκκλησιαστικές πηγές, δηλωτικό της γενικότερης στάσης της Εκκλησίας, τουλάχιστον μέχρι το Πάσχα και κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Σαρακοστής.

Οπως σημειώνουν οι ίδιες πηγές, σχολιάζοντας όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας για αλλαγή στάσης της Εκκλησίας μεταξύ της Κυριακής της Ορθοδοξίας και των εορτασμών για την επέτειο της Επανάστασης του 1821, η απόφαση της τελευταίας ∆ιαρκούς Ιεράς Συνόδου διαφοροποιήθηκε αποκλειστικά στην τέλεση της Λειτουργίας στην Ιερά Μονή Ασωμάτων - Πετράκη, αντί για τη Μητρόπολη Αθηνών, την Κυριακή της Ορθοδοξίας.

Ειδικά για την Κυριακή της Ορθοδοξίας επιλέχθηκε ένας λιτός εορτασμός, χωρίς μάλιστα να ιερουργήσει ο Αρχιεπίσκοπος, αλλά τρεις συνοδικοί μητροπολίτες. Πρόκειται για τους Νικοπόλεως και Πρεβέζης, κ. Χρυσόστομο, Ιερισσού, Αγίου Ορους και Αρδαμερίου, κ. Θεόκλητο, και Μαρωνείας και Κομοτηνής, κ. Παντελεήμονα. Τον πανηγυρικό της ημέρας, δε, θα εκφωνήσει ο συνοδικός μητροπολίτης Αιτωλίας και Ακαρνανίας, κ. Δαμασκηνός.

Η παραπάνω λεπτομέρεια, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, συνεπάγεται ότι την 25η Μαρτίου θα ακολουθηθεί το πρωτόκολλο και η Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου, θα παραστεί στη δοξολογία στη Μητρόπολη Αθηνών -η οποία γιορτάζει, καθώς είναι αφιερωμένη στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, ενώ θα χοροστατήσει ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυµος-, στη συνέχεια θα καταθέσει στεφάνι και ακολούθως θα παρακολουθήσει την καθιερωµένη στρατιωτική παρέλαση.

Η δοξολογία της 25ης Μαρτίου, όπως αναφέρει ιεράρχης, δεν πρέπει να εξετάζεται ξεχωριστά από τον εορτασμό της Κυριακής της Ορθοδοξίας. Ο λόγος είναι ότι οι λεπτομέρειες για τους δύο εορτασμούς προκύπτουν, άμεσα ή έμμεσα, από την ίδια συνεδρίαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, οπότε το σώμα της Ιεραρχίας δεν μπορεί να εκπέμπει διαφορετικά μηνύματα, τα οποία είναι και αντικρουόμενα.

Αυτό το οποίο επισημαίνει είναι ότι η Ελλαδική Εκκλησία δεν δρα τιµωρητικά, για να χρειάζεται να αλλάξει τη στάση της, πόσω µάλλον στον εορτασµό της εθνικής επετείου της Επανάστασης. Μεγάλη μερίδα των ιεραρχών, σύμφωνα με πληροφορίες, διατυπώνει μία συγκεκριμένη εκτίμηση αναφορικά με τη συνάντηση που πραγματοποιήθηκε ανάμεσα στον υπουργό Εξωτερικών, Γιώργο Γεραπετρίτη, και τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο.

Σύμφωνα με την εκτίμηση αυτή, η παραπάνω συνάντηση ερμηνεύεται ως μια κίνηση καλής θέλησης από την πλευρά της κυβέρνησης, ειδικά από τη στιγμή που η πρωτοβουλία για τη συνάντηση ανήκε στην κυβέρνηση και εκφράστηκε µέσω του υπουργού Εξωτερικών. Σε συνέχεια της παραπάνω εκτίμησης, η προσέγγιση της κυβέρνησης προς την Εκκλησία ερμηνεύεται και υπό την παράμετρο των επερχόμενων ευρωεκλογών και της διαφαινόμενης πρόθεσης να πέσουν οι τόνοι. Τα δηµοσκοπικά ευρήµατα, που δείχνουν ότι η δυσαρέσκεια της Εκκλησίας ασκεί επιρροή στη γνώµη του συντηρητικού ακροατηρίου, στο οποίο απευθύνεται η Νέα ∆ηµοκρατία, και αποτυπώνουν κάμψη, αποτελούν σηµαντικό παράγοντα ανάγκης επείγουσας αποκλιµάκωσης για την κυβέρνηση.

Την ίδια στιγμή, στις τάξεις της Ιεραρχίας δεν υπάρχει η πρόθεση αντιπαράθεσης από άμβωνος. Εκείνο, ωστόσο, που επισημαίνει συνοδικός ιεράρχης είναι ότι δεν πρόκειται να τύχουν της ίδιας αντιμετώπισης οι πολιτικοί που ψήφισαν τον νόμο για τον γάμο των ομόφυλων, αλλά κράτησαν χαμηλούς τόνους, με εκείνους που είχαν παρουσία σε τηλεοπτικά κανάλια και τοποθετήθηκαν από το βήμα της Βουλής.

Η ενιαία αντιμετώπιση του διημέρου από την πλευρά της Εκκλησίας, με την κατ’ αρχήν διατύπωση της δυσαρέσκειας την Κυριακή της Ορθοδοξίας και τον σεβασμό του πρωτοκόλλου και των συμβολισμών της ημέρας για την 25η Μαρτίου, δεν μπορεί να αποκλείσει ενδεχόμενες αντιδράσεις στην υπόλοιπη Ελλάδα. Κατά τόπους,
ιερείς αλλά και μητροπολίτες συνεχίζουν να βάλλουν στα κηρύγµατά τους εναντίον όσων υπερασπίστηκαν τον νόµο για την ισότητα στον γάµο και την τεκνοθεσία από
οµόφυλα ζευγάρια, χωρίς να διαφαίνεται, προς το παρόν, πρόθεση να μετριαστούν οι αντιδράσεις.

Σε κάθε περίπτωση, οι εξελίξεις στις σχέσεις Πολιτείας - Εκκλησίας θα επανεκτιμηθούν μετά το Πάσχα και πριν από τις ευρωεκλογές, με την Εκκλησία να είναι εκείνη που αναμένει το πρώτο βήμα από την πλευρά της Πολιτείας, είτε με επικοινωνία είτε με εκδήλωση πρόθεσης για νέα συνάντηση.