Το 2023 σηµαδεύτηκε από µια τριπλή εκλογική αναµέτρηση: δύο κάλπες για την ανάδειξη κυβέρνησης και µία για την Αυτοδιοίκηση. Αυτή η εκλογική δοκιµασία κατέρριψε µύθους, ανέτρεψε αιτήµατα δεκαετιών, κλόνισε παραδοσιακές πολιτικές δοµές. Καταγράφηκαν σοβαρές αλλαγές και µετατοπίσεις, µερικές από τις οποίες δεν κέρδισαν το µερίδιο της δηµοσιότητας που τους άξιζε.

 Ωστόσο, για όλες αυτές τις διεργασίες, ο επίλογος είναι πιθανό να αρχίσει να γράφεται µε τις ευρωεκλογές του Ιουνίου. Τον Ιούλιο του 2016, ο τότε πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, θεώρησε ότι η καθιέρωση της απλής αναλογικής θα αποτελούσε το πολιτικό σωσίβιο του ΣΥΡΙΖΑ για το µέλλον. Οι εκλογές στις 21 Μαΐου 2023 έγιναν µε το σύστηµα αυτό, αλλά οδήγησαν σε νίκη της Ν.∆. και καταβαράθρωση του ΣΥΡΙΖΑ. Ηταν τέτοιο το σοκ ώστε ο Αλέξης Τσίπρας την εποµένη των εκλογών αναφωνούσε το «mea culpa». «Η απλή αναλογική έχει υποστεί µια στρατηγική ήττα», δήλωνε και ο ίδιος προδιέγραφε την οριστική ταφή ενός εκλογικού συστήµατος που επί δεκαετίες ήταν σηµαία για την Αριστερά: «Πρέπει να συνειδητοποιήσουµε ότι όταν χάνεται ιστορικά µια ευκαιρία, πρέπει να περάσουν πολλά χρόνια, ίσως και δεκαετίες, για να αποκτήσει εκ νέου νόηµα αυτή η συζήτηση». Ενα µήνα µετά, µε σύστηµα πλέον ενισχυµένης αναλογικής, η Ν.∆. κέρδιζε την αυτοδυναµία και ο ΣΥΡΙΖΑ γνώριζε το δεύτερο και πιο οδυνηρό µέρος της εκλογικής του συντριβής.

Το ελληνικό παράδοξο

Η ακύρωση της απλής αναλογικής συνοδεύθηκε από την ενίσχυση της αυτοδυναµίας ως µοντέλου διακυβέρνησης της χώρας. Θα έλεγε κάποιος ότι πρόκειται για ένα ελληνικό πολιτικό παράδοξο, αν αναλογιστεί ότι στην Ευρώπη, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, εδώ και χρόνια οι κυβερνήσεις είναι είτε προϊόν συµµαχιών είτε κοµµάτων που εξασφαλίζουν ψήφο ανοχής από µικρότερα κόµµατα. Στη µεταµνηµονιακή Ελλάδα, η βραχεία περίοδος συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. έληξε το 2019 µε την αυτοδυναµία της Ν.∆. Τέσσερα χρόνια µετά, η αυτοδυναµία της Ν.∆. επαναβεβαιώνεται µε το ποσοστό του 41%. Μάλιστα, δεν περνά απαρατήρητο πως η κυριαρχία της Ν.∆. και του Κυρ. Μητσοτάκη επιβεβαιώνεται δηµοσκοπικά µέχρι σήµερα, παρά τις επιπτώσεις από τη διαχείριση σοβαρών προβληµάτων.

Η κατάρρευση

Η αντοχή της Ν.∆. και οι εκλογικές της επιτυχίες στην τριπλή αναµέτρηση του 2023 έχουν κάνει κοµµάτια και θρύψαλα ακόµη ένα φαινόµενο που γνώρισε µέρες δόξας την εποχή του παντοδύναµου δικοµµατισµού: τη θεωρία του «ώριµου φρούτου». Τα δύο µεγάλα κόµµατα της πρώιµης µεταπολίτευσης, το ΠΑΣΟΚ και η Ν.∆., επωφελήθηκαν από την τακτική της «ήσσονος προσπάθειας». Το κυβερνών κόµµα εµφάνιζε σηµάδια φθοράς, ιδιαίτερα κατά τη δεύτερη τετραετία άσκησης της εξουσίας. Το αντιπολιτευόµενο καραδοκούσε στη γωνία, εκµεταλλευόµενο την κόπωση αυτή - και τούµπαλιν. Στην πραγµατικότητα, αυτό που κατέρρευσε ήταν το δικοµµατικό µοντέλο εξουσίας, τόσο µε τη βαθιά κρίση της περασµένης δεκαετίας, που τσάκισε τα κόµµατα εξουσίας, όσο και µε τον «υβριδικό δικοµµατισµό» της εποχής ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ., που έληξε το 2019. Ετσι, στις εκλογές του 2023 η λογική του «ώριµου φρούτου» δεν έπληξε τη Ν.∆., που κέρδισε την αυτοδυναµία, µε την Αριστερά να παύει να είναι «κυβερνώσα». Ο «δεύτερος θάνατος» του δικοµµατισµού είχε επέλθει.

 Το πείραµα της «κυβερνώσας Αριστεράς»

Οι εκλογές του 2023 σηµατοδότησαν και το τέλος της «κυβερνησιµότητας» του ΣΥΡΙΖΑ. Επεσαν τίτλοι τέλους στο πείραµα της «κυβερνώσας Αριστεράς», που αναδείχθηκε στη θυελλώδη περίοδο της κρίσης και των µνηµονίων, δεν ευδοκίµησε όµως σε συνθήκες κανονικότητας και ανάπτυξης. Η ολοκλήρωση αυτού του κύκλου σηµατοδότησε και το τέλος των προσδοκιών για συµµαχικά σχήµατα, για προοδευτικές κυβερνήσεις, στα οποία επένδυσε την εναλλακτική του πρόταση ο ΣΥΡΙΖΑ προεκλογικά. Τελικά, ούτε το «δόλωµα» της απλής αναλογικής στις εκλογές του Μαΐου 2023 στάθηκε ικανό να δελεάσει κυρίως το ΠΑΣΟΚ, αλλά και άλλες µικρότερες δυνάµεις. Η δεινή ήττα που ακολούθησε στην κάλπη του Ιουνίου έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ να κινείται πέριξ του 17% και έκτοτε, δηµοσκοπικά, να σηµειώνει περαιτέρω πτώση. Ηταν τέτοιο το µέγεθος της κατάρρευσης, ώστε να τίθεται σε αµφισβήτηση ακόµα και ο ρόλος του ΣΥΡΙΖΑ ως αξιωµατικής αντιπολίτευσης, διότι δέχεται την πίεση από το ΠΑΣΟΚ και είναι πληγωµένος από τις µετεκλογικές διασπάσεις και αποχωρήσεις.

Τι µέλλει γενέσθαι

Η νέα χρονιά έχει ένα ορόσηµο: τις ευρωεκλογές του Ιουνίου. Θα είναι για όλα τα πολιτικά κόµµατα µια δοκιµασία, αλλά σε ποιο βαθµό και ποιες συνέπειες; Η κυβέρνηση θα προσπαθήσει να αµβλύνει τη δυσφορία της κοινής γνώµης για θέµατα όπως η ακρίβεια και η ασφάλεια. Ο ΣΥΡΙΖΑ µε νέο πρόεδρο θα επιχειρήσει µια αναβάπτιση, την ώρα που το ΠΑΣΟΚ του κ. Ανδρουλάκη θέλει να εµφανίσει το κόµµα του στη δεύτερη θέση και να παίξει το ρόλο του βασικού αντιπάλου της Ν.∆. Οι µικρότερες, διάσπαρτες δυνάµεις θα επιδιώξουν να εκπροσωπηθούν στη Βουλή, εκµεταλλευόµενες το φαινόµενο της «χαλαρής ψήφου». Οµως, ας µην κρυβόµαστε πίσω από το δάχτυλό µας. Το σύνολο του πολιτικού συστήµατος, το 2024, θα βρεθεί αντιµέτωπο µε µια εντελώς καινούργια πολιτική ατζέντα, σε ένα ασταθές γεωπολιτικό περιβάλλον. Η κλιµατική κρίση, το Μεταναστευτικό, ο επίµονος πληθωρισµός αλλά και η Τεχνητή Νοηµοσύνη, η ψηφιακή έκρηξη, οι κυβερνοεπιθέσεις και η οικονοµία του κρυπτονοµίσµατος: να µερικές από τις προκλήσεις, απέναντι στις οποίες τα κόµµατα στέκονται µε αµηχανία. Οι ευρωεκλογές θα είναι το πρώτο crash test για την ικανότητα των κοµµάτων να αρθρώσουν ένα µοντέρνο προγραµµατικό λόγο.

 Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή της Κυριακής