Η συµφωνία για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα είναι ίσως πιο κοντά από ποτέ, αλλά ταυτόχρονα παραµένει µακριά. Μπορεί η φράση αυτή να ακούγεται παράδοξη, αλλά απηχεί την αλήθεια: Τα τελευταία χρόνια, ιδίως δε την τελευταία διετία, επί προεδρίας Οσµπορν στο Βρετανικό Μουσείο, έχει γίνει σηµαντική πρόοδος στις συζητήσεις µεταξύ Αθήνας και Λονδίνου και το ζήτηµα έχει φτάσει να συζητείται στις λεπτοµέρειες, µε διάθεση θετική και πνεύµα εποικοδοµητικό και από τις δύο πλευρές. Μία «λεπτοµέρεια», ωστόσο, παραµένει εξαιρετικά κρίσιµη και κρατά «κλειδωµένη» τη λύση: η µορφή της συµφωνίας.

Αν σε όλα τα άλλα, ακόµα και στις παραδοσιακά ακανθώδεις πτυχές του θέµατος, οι δύο πλευρές καταλήξουν σε αµοιβαία αποδεκτή λύση, αλλά η Βρετανία επιµείνει στη µορφή του δανεισµού, η ελληνική κυβέρνηση είναι εξαιρετικά δύσκολο έως απίθανο να δεχθεί κάτι τέτοιο. «Η επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα είναι για εµάς το µείζον. Και προφανώς η επανένωση µέσω δανεισµού ή µίσθωσης δεν εννοείται», ανέφερε την περασµένη Τετάρτη στη Βουλή η υπουργός Πολιτισµού, Λίνα Μενδώνη. Είχαν προηγηθεί οι δηλώσεις (σε podcast) του προέδρου του Βρετανικού Μουσείου, Τζορτζ Οσµπορν, που ξεκαθάρισε ότι οι συζητήσεις µεταξύ των δύο πλευρών θα συνεχιστούν για µια πιθανή συµφωνία για τα Γλυπτά του Παρθενώνα. «Στο δικό µου µυαλό υπάρχουν ακόµη περισσότεροι λόγοι να συνεχίσουµε τις προσπάθειές µας, για να καταλήξουµε σε µια συµφωνία µε τους Ελληνες», δήλωσε µετά την ακύρωση από τον Βρετανό πρωθυπουργό, Ρίσι Σούνακ, της συνάντησής του µε τον Κυριάκο Μητσοτάκη.

Διαβάστε ακόμα: Μητσοτάκης - Σούνακ: Πώς έφτασε στο διπλωματικό φάουλ ο Βρετανός πρωθυπουργός - Οι επόμενες κινήσεις για την επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα

Γλυπτά του Παρθενώνα: Οι διαπραγματεύσεις

Οι κ. Οσµπορν και Γεραπετρίτης συνοµίλησαν για το θέµα κατ’ ιδίαν στο Λονδίνο την περασµένη εβδοµάδα, αλλά οι συζητήσεις µεταξύ τους έχουν ξεκινήσει καιρό πριν, από τότε που ο κ. Μητσοτάκης αποφάσισε να ασχοληθεί προσωπικά µε το ζήτηµα της επιστροφής των Γλυπτών, ανέβασε την κλίµακα των διαπραγµατεύσεων στο επίπεδο του γραφείου του πρωθυπουργού και ανέθεσε στον τότε υπουργό Επικρατείας, Γιώργο Γεραπετρίτη, ένα βασικό σκέλος των συζητήσεων µε το Λονδίνο.

Η αποκάλυψη το περασµένο καλοκαίρι µαζικών κλοπών σπουδαίων αρχαιοτήτων από το Βρετανικό Μουσείο βοήθησε εµµέσως στην πρόοδο των συζητήσεων αυτών, πέραν του γεγονότος ότι τα Γλυπτά ίσως τελικά είναι πιο ασφαλή στο Μουσείο της Ακρόπολης από ό,τι στο Βρετανικό Μουσείο. Η ήδη µειωµένη κρατική και ιδιωτική χρηµατοδότηση στο Βρετανικό Μουσείο αναµένεται να περιοριστεί περισσότερο, καθώς οι χορηγοί εµφανίζονται πιο διστακτικοί να δωρίσουν µεγάλα ποσά υπό το φως αυτών των εξελίξεων. Κι όλα αυτά την ώρα που ο Οσµπορν έχει καταρτίσει ένα µεγαλεπήβολο σχέδιο ανακαίνισης του µουσείου, που µπορεί να στοιχίσει ακόµα και 1 δισ. ευρώ.

Η ανά διαστήµατα παραχώρηση σπάνιων ελληνικών αρχαιοτήτων, έναντι της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα, θα γεµίσει τα ταµεία του µουσείου από τα χρήµατα που αποδεδειγµένα φέρνουν οι προβεβληµένες περιοδικές εκθέσεις - καθώς έχουν είσοδο έναντι σχετικά υψηλού αντιτίµου, σε αντίθεση µε τη δωρεάν είσοδο στο υπόλοιπο µουσείο- και θα τονώσει το κύρος και την αίγλη του. Ο νόµος που διέπει το Βρετανικό Μουσείο (British Museums Act 1963) δεν επιτρέπει τις επιστροφές αρχαιοτήτων. Ωστόσο, υπάρχουν δύο παραδείγµατα επιστροφών, στη βάση µακροχρόνιων, διαρκώς ανανεούµενων δανείων: Το 2005 το µουσείο επέστρεψε τη µάσκα Νάµγκις στον Καναδά και το 2017 επέστρεψε έξι πιόνια σκακιού από τη συλλογή «Lewis Chessmen» στο Μουσείο Στορνογουέι, στη Σκωτία.

Διαβάστε ακόμα: Υπέρ της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα τάσσεται μερίδα της βρετανικής κοινής γνώμης

Οι επιστροφές αυτές έγιναν µε συµφωνία µακροχρόνιων δανεισµών, αλλά το πιθανότερο είναι ότι ποτέ δεν θα επιστρέψουν τελικά στο Λονδίνο. Κάτι αντίστοιχο θα µπορούσε να συµβεί και µε τα Γλυπτά του Παρθενώνα, αλλά το εµπόδιο της αποδοχής από την Αθήνα του όρου «δανεισµός» -που σηµαίνει αναγνώριση ιδιοκτησίας από το Βρετανικό Μουσείο- µοιάζει ανυπέρβλητο. Οι συζητήσεις, ωστόσο, που, όπως επισηµάναµε νωρίτερα, γίνονται σε εποικοδοµητικό κλίµα, εξετάζουν άλλες πιθανές νοµικές φόρµουλες.

Η δε αλλαγή στην κυβέρνηση του Ηνωµένου Βασιλείου -µε τις δηµοσκοπήσεις να δείχνουν τον Κιρ Στάρµερ και τους Εργατικούς να διαδέχονται µετά τις εκλογές του χρόνου τον Ρίσι Σούνακ και τους Συντηρητικούς- µπορεί να ανοίξει τον δρόµο και για µια ενδεχόµενη αλλαγή στη νοµοθεσία, όσες δυσκολίες κι αν έχει το σενάριο αυτό. Πρόκειται για µια επιλογή που έχει κάνει δύο φορές στο παρελθόν η βρετανική κυβέρνηση, µε τον νόµο για τους ανθρώπινους ιστούς (Human Tissue Act), που επέτρεψε σε µουσεία της χώρας να επιστρέψουν υπολείµµατα Αβορίγινων στην Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, και µε τον νόµο για το Ολοκαύτωµα (Holocaust Act), που επέτρεψε σε άλλα µουσεία να επιστρέψουν στους ιδιοκτήτες τους έργα Τέχνης που είχαν κλαπεί από τους ναζί.

Δημοσιεύθηκε στα «Παραπολιτικά».