Η ∆ηµοκρατία έχει ανοχή, αλλά ταυτόχρονα πρέπει να προστατεύεται από τους εχθρούς της. Με βάση αυτό το αξίωµα και µετά τη θλιβερή περιπέτεια που βίωσε το πολιτικό µας σύστηµα µε την παρουσία της εγκληµατικής συµµορίας της Χρυσής Αυγής στο Κοινοβούλιο, έχει ανοίξει η συζήτηση, καθώς παραφυάδες του ναζιστικού µορφώµατος έχουν κάνει και πάλι την εµφάνισή τους υπό νέο µανδύα. 

Δεδοµένου ότι ο Ηλίας Κασιδιάρης, που είναι ο επικεφαλής του κόµµατος Ελληνες για την Πατρίδα, είναι πρωτόδικα καταδικασµένος για συµµετοχή σε εγκληµατική συµµορία, τα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» απευθύνθηκαν σε έγκριτους συνταγµατολόγους και νοµικούς προκειµένου να διευκρινιστεί αν το κόµµα αυτό µπορεί να κατέβει στις εκλογές ή αν υπάρχει κώλυµα.

Πολύ περισσότερο από τη στιγµή που υπάρχουν αποκλειστικές πληροφορίες των «Παραπολιτικών» πως η κυβέρνηση ετοιµάζει συγκεκριµένη νοµοθετική πρωτοβουλία για να µη ζήσουµε αντίστοιχα φαινόµενα µε αυτά του 2012 και του 2015 και τη Χρυσή Αυγή. Γράφουν στα «Π» οι συνταγµατολόγοι Νίκος Παπασπύρου, Κώστας Μποτόπουλος, Κώστας Χρυσόγονος και ο νοµικός και τοµεάρχης ∆ικαιοσύνης του ΣΥΡΙΖΑ, Θεόφιλος Ξανθόπουλος.

«Περί απαγόρευσης κοµµάτων και προσώπων»



Ο Κώστας Μποτόπουλος, συνταγματολόγος και πρώην ευρωβουλευτής, τονίζει στα «Π»:

«1. Ως γνωστόν, το Σύνταγµά µας (άρθρο 29) δεν προβλέπει δυνατότητα απαγόρευσης κοµµάτων, ούτε δίνει τέτοια αρµοδιότητα στη δικαστική εξουσία. Ο Αρειος Πάγος, που είναι το δικαστήριο της «αναγόρευσης» των κοµµάτων και των συνδυασµών, κάνει έλεγχο τυπικών στοιχείων, η δε µόνη προϋπόθεσή που θέτει το Σύνταγµα για την ελεύθερη ίδρυση και λειτουργία κοµµάτων, δηλαδή η «δράση τους να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του πολιτεύµατος», κρίνεται «κατά δήλωση» (των κοµµάτων που επιθυµούν να συµµετάσχουν σε εκλογές) και όχι µετά από νοµική ή πραγµατική εκτίµηση. 2. Σχετικά πρόσφατα, και µε αφορµή τη δίκη και καταδίκη µελών της Χρυσής Αυγής, χωρίς ωστόσο να στερηθούν τα πολιτικά τους δικαιώµατα, η παρούσα κυβέρνηση πέρασε µια σειρά διατάξεων στον Ν. 4804/2021. Σύµφωνα µε το άρθρο 92, στερούνται εφεξής του δικαιώµατος του εκλέγειν πρόσωπα που έχουν καταδικασθεί αµετάκλητα για ορισµένα ποινικά αδικήµατα, ανάµεσα στα οποία και η σύσταση ή συµµετοχή σε εγκληµατική οργάνωση (για την οποία καταδικάστηκαν τα µέλη της Χρυσής Αυγής). Με το άρθρο 93 προστέθηκε η απαγόρευση «κατάρτισης συνδυασµών» σε πρόσωπα που έχουν καταδικασθεί («οριστικά» και όχι «αµετάκλητα») για
Η διάκριση ανάµεσα αφενός σε «απαγόρευση συµµετοχής σε εκλογές» και αφετέρου σε «απαγόρευση κατάρτισης συνδυασµών» και σε «απαγόρευση κατάληψης επιτελικής θέσης» είναι οριακής συνταγµατικότητας
ορισµένα βαριά ποινικά αδικήµατα (ανάµεσα στα οποία και πάλι η εγκληµατική οργάνωση), ενώ µε το άρθρο 95 απαγορεύτηκε η κατάληψη επιτελικής θέσης σε κόµµα από πρόσωπο που έχει καταδικασθεί («οριστικά» και όχι «αµετάκλητα») σε αυτά τα αδικήµατα. Η διάκριση ανάµεσα αφενός σε «απαγόρευση συµµετοχής σε εκλογές» και αφετέρου σε «απαγόρευση κατάρτισης συνδυασµών» και σε «απαγόρευση κατάληψης επιτελικής θέσης» είναι οριακής συνταγµατικότητας (το άρθρο 59 του Συντάγµατος κάνει λόγο για «στέρηση δικαιωµάτων» γενικώς και πάντοτε µετά από «αµετάκλητη» καταδίκη), ωστόσο, όσο οι παραπάνω διατάξεις δεν προσβληθούν και ακυρωθούν δικαστικά, ισχύουν και παράγουν έννοµες συνέπειες. 3. Οποιαδήποτε ενδεχόµενη νέα νοµοθετική προσπάθεια απαγόρευσης συµµετοχής στις προσεχείς ή σε άλλες εκλογές «απογόνων» ή «παρακλαδιών» της Χρυσής Αυγής ή άλλων φασιστικών µορφωµάτων, όσο πολιτικά ευκταία και να είναι, θα πρέπει να υπακούει σε δύο απαράβατες νοµικές αρχές: να µη «φωτογραφίζει» πρόσωπα, αλλά να περιλαµβάνει γενικές κατηγορίες, και να µην «απαγορεύει» κόµµατα, αλλά να θέτει φραγµούς σε πρόσωπα, εφόσον αυτό δικαιολογείται εντός του συνταγµατικού πλαισίου».

«Προβληµατική η συνταγµατικότητα της απαγόρευσης»



Ο Κώστας Χρυσόγονος, καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο ΑΠΘ, σημειώνει στα «Π»:

«Το άρθρο 21, παρ. 1 του Συντάγµατος προβλέπει ότι Ελληνες πολίτες που έχουν το εκλογικό δικαίωµα µπορούν ελεύθερα να ιδρύουν και να συµµετέχουν σε πολιτικά κόµµατα, που η οργάνωση και η δράση τους οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δηµοκρατικού πολιτεύµατος. Οπως έχω αναλυτικά επιχειρηµατολογήσει (βλ. Κ. Χρυσόγονου, «Συνταγµατικό ∆ίκαιο», 3η έκδ. 2022, σ. 326 επ.), η ρήτρα της εξυπηρέτησης της ελεύθερης λειτουργίας του δηµοκρατικού πολιτεύµατος δεν παρέχει κριτήρια µε βάση τα οποία κρατικά όργανα να µπορούν να απαγορεύσουν την ίδρυση κόµµατος ή να διατάξουν τη διάλυση υφιστάµενου. Το άρθρο 93 Ν. 4804/2021 απαγορεύει, πάντως, τη συµµετοχή στις βουλευτικές εκλογές ενός πολιτικού κόµµατος, εφόσον ο πρόεδρος, ο
Η ρήτρα της εξυπηρέτησης της ελεύθερης λειτουργίας του δηµοκρατικού πολιτεύµατος δεν παρέχει κριτήρια µε βάση τα οποία κρατικά όργανα να µπορούν να απαγορεύσουν την ίδρυση κόµµατος ή να διατάξουν τη διάλυση υφιστάµενου.
γενικός γραµµατέας, τα µέλη της διοικούσας επιτροπής και/ή ο νόµιµος εκπρόσωπός του έχουν καταδικαστεί, έστω και πρωτόδικα, σε κάθειρξη για τα αδικήµατα των κεφαλαίων 1 έως 6 του δεύτερου βιβλίου του Ποινικού Κώδικα (σύσταση εγκληµατικής οργάνωσης κ.λπ.) ή σε ισόβια κάθειρξη για κάθε άλλο αδίκηµα. ∆εδοµένου ότι το άρθρο 51, παρ. 3 του Συντάγµατος επιτρέπει στον νοµοθέτη να περιορίσει το εκλογικό δικαίωµα (τόσο το ενεργητικό όσο και το παθητικό) µόνο ως συνέπεια αµετάκλητης καταδίκης, η συνταγµατικότητα της απαγόρευσης του άρθρου 93 Ν. 4804/2021 εµφανίζεται ήδη προβληµατική. Ενδεχόµενη περαιτέρω επέκτασή της, κατά τρόπο ώστε να αποκλεισθεί η συµµετοχή πολιτικού κόµµατος στις εκλογές, για µόνο τον λόγο ότι ένας υποψήφιος βουλευτής του έχει καταδικαστεί, όχι αµετάκλητα, για τα ίδια ή άλλα αδικήµατα, θα επιδείνωνε ακόµα περισσότερο τον ανωτέρω προβληµατισµό».
 

«Το Ποινικό µας ∆ίκαιο τιµωρεί την πράξη, όχι το φρόνηµα»



Ο Θεόφιλος Ξανθόπουλος, βουλευτής Δράμας, νομικός και τομεάρχης δικαιοσύνης της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. αναφέρει:

«Με πρόσφατη τροποποίηση του άρθρου 32 Π∆ 26/2012, όπως αυτό τροποποιήθηκε µε το άρθρο 93 Ν. 4804/21, τέθηκε ασυµβίβαστο ως προς την κατοχή επιτελικής θέσης σε κόµµατα, για πρόσωπα που έχουν καταδικασθεί οριστικά. Πρακτικά αυτό σηµαίνει ότι οι καταδικασµένοι, έστω πρωτοδίκως, ως µέλη της Χ.Α. για εγκληµατικές δραστηριότητες δεν έχουν δικαίωµα ψήφου καθ’ όλη τη διάρκεια της επιβληθείσας ποινής και δεν µπορούν να είναι υποψήφιοι στις εκλογές ως αρχηγοί κόµµατος, χωρίς αυτό να αποκλείει να είναι απλοί υποψήφιοι σε κόµµα του οποίου ο αρχηγός δεν έχει καταδικασθεί. Γίνεται αντιληπτό ότι «φίλτρα απαγόρευσης» εκ των προτέρων σε πολιτικά σχήµατα δεν είναι συµβατά µε το κράτος ∆ικαίου, έστω και αν αυτά εµποδίζουν τη δίοδο σε ακροδεξιά ή φασιστικά κόµµατα. Αλλωστε, το Ποινικό µας ∆ίκαιο δεν τιµωρεί το φρόνηµα, αλλά την πράξη. Εποµένως, δεν είναι εύκολο ούτε πολιτικά αλλά ούτε και σε νοµικό επίπεδο να «προοικονοµηθεί» το είδος του κόµµατος που θα εµποδισθεί να µπει στη Βουλή. Πολιτική πρέπει να είναι η απάντηση στην Ακροδεξιά και στο
Αν επιθυµούµε ένα Κοινοβούλιο απαλλαγµένο από νοσταλγούς του Χίτλερ, πρέπει να ακολουθήσουµε πολιτικές που δεν επιτρέπουν την άνθηση αυτών των ιδεών
φασιστικό φαινόµενο. Η εµπειρία της Χ.Α. δείχνει ότι η απονοµιµοποίησή της έγινε µε την άνοδο του αντιφασιστικού κινήµατος και στη συνέχεια ήλθε η δικαστική καταδίκη, που σηµατοδότησε την πολιτική της κατάρρευση. Εποµένως, εάν επιθυµούµε (που σίγουρα το επιθυµούµε) ένα Κοινοβούλιο απαλλαγµένο από νοσταλγούς του Χίτλερ, του Παπαδόπουλου και ανάλογων υποκειµένων, πρέπει να ακολουθήσουµε πολιτικές που δεν επιτρέπουν την άνθηση αυτών των ιδεών στην κοινωνία. Πολιτικές φτωχοποίησης της κοινωνίας, ανάδειξης του «άλλου, του διαφορετικού» ως εχθρού, πολιτικές που ενισχύουν την ανασφάλεια των πολλών αποτελούν θερµοκήπιο, στο οποίο ανθούν ακροδεξιές και φασιστικές απόψεις. Εκεί πρέπει να στρέψουµε την προσοχή µας».
 

«Κόµµατα και ∆ηµοκρατία»



Ο Νίκος Παπασπύρου, αναπληρωτής καθηγητής στη νομική σχολή του ΕΚΠΑ, αναφέρει χαρακτηριστικά στα «Π»:

«Σύµφωνα µε το Αρθρο 29 του Συντάγµατος, η οργάνωση και δράση των πολιτικών κοµµάτων οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δηµοκρατικού πολιτεύµατος. Περαιτέρω, οι βουλευτές, πριν από την ανάληψη των καθηκόντων τους, ορκίζονται πίστη στο δηµοκρατικό πολίτευµα και υπακοή στο Σύνταγµα και τους νόµους. Και αυτό διότι η νοµοθετική εξουσία είναι συντεταγµένη εξουσία της Ελληνικής ∆ηµοκρατίας. Με αυτά τα δεδοµένα, κόµµα το οποίο ενεργεί ως κέλυφος οργάνωσης που όχι απλώς δεν υπηρετεί, αλλά αντιστρατεύεται µε εγκληµατικές πράξεις το δηµοκρατικό πολίτευµα, ιδίως πράξεις βίας, µπορεί καταρχήν, µε προσήκουσα διαδικασία, να εµποδισθεί από τη συµµετοχή του στις εκλογές (δηλ. να µην ανακηρυχθούν οι εκλογικοί συνδυασµοί του από τον Αρειο Πάγο). Βέβαια, κατά το Σύνταγµα, κώλυµα εκλογής βουλευτή υφίσταται µόνο µετά από αµετάκλητη καταδίκη για ορισµένα εγκλήµατα. Αυτή όµως η εγγύηση
Κατά το Σύνταγµα, κώλυµα εκλογής βουλευτή υφίσταται µόνο µετά από αµετάκλητη καταδίκη για ορισµένα εγκλήµατα.
τίθεται υπέρ του υποψήφιου βουλευτή για ζητήµατα που αφορούν στο πρόσωπό του. ∆εν καλύπτει κόµµατα τα οποία πλαισιώνουν εγκληµατική συλλογική δράση που αντιστρατεύεται το δηµοκρατικό πολίτευµα. ∆εν απαιτείται, δηλαδή, εδώ αµετάκλητη καταδίκη. Πότε ένα κόµµα πλαισιώνει εγκληµατική οργάνωση; Ο νόµος αναφέρεται στη διοίκηση των κοµµάτων. Επειδή, όµως, είναι δυσχερές να διαγνωσθεί ποιος ασκεί την αληθή διοίκηση, η διασύνδεση µπορεί να προκύπτει και από άλλα πρόσφορα κριτήρια, εφόσον ορισθούν µε σαφή τρόπο στον νόµο και δικαιολογούνται αντικειµενικώς».

*Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά στις 17 Δεκεμβρίου 2022.