Η αποστροφή του πρωθυπουργού «μύρισε εκλογές», όπως είναι φυσικό, τροφοδότησε ακόµα περισσότερο τα εκλογικά σενάρια και έδωσε περαιτέρω επιχειρήµατα σε όσους υποστηρίζουν ότι πλέον ο χρόνος µετράει αντίστροφα από τη στιγµή που ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα πατήσει το κουµπί των εκλογών.

Οι πληροφορίες εκ των πραγµάτων είναι αντικρουόµενες, καθώς άλλες πηγές µιλούν για εκλογές το πρώτο δίµηνο του νέου έτους και άλλες για κοντά στο Πάσχα. Πάντως, η επίσηµη θέση της κυβέρνησης παραµένει πως οι εκλογές θα γίνουν στο τέλος της τετραετίας. Η τοποθέτηση αυτή εµφανίζει ως πιθανότερο µήνα εκλογών τον Μάιο, και συγκεκριµένα στις 21 ή 28 του µήνα.

Ανεξάρτητα από το τι εντέλει θα ισχύσει, το κλίµα είναι αµιγώς εκλογικό, όπως προκύπτει από τις περιοδείες και τις συγκεντρώσεις του πρωθυπουργού και των πολιτικών αρχηγών, αλλά και την έντονη κινητικότητα που αναπτύσσουν όλοι οι υποψήφιοι βουλευτές. Σχεδόν σε εβδοµαδιαία βάση, άλλωστε, δηµοσιεύονται δηµοσκοπήσεις, οι οποίες στο σύνολό τους δείχνουν ένα σταθερά υψηλό προβάδισµα της Ν.∆., το οποίο δεν φαίνεται να επηρεάζεται από το ζήτηµα των τηλεφωνικών υποκλοπών, που κυριάρχησε το προηγούµενο διάστηµα, ή την ακρίβεια, που αποτελεί το υπ’ αριθµόν ένα πρόβληµα των Ελλήνων.
gpo

Ταυτόχρονα, οι έρευνες καταδεικνύουν µια σαφέστατη υπεροχή του Κυριάκου Μητσοτάκη έναντι του Αλέξη Τσίπρα, την ίδια ώρα που στο βασικό πολιτικό κάδρο µπαίνει και ο Νίκος Ανδρουλάκης, το κόµµα του οποίου διεκδικεί µε αξιώσεις έναν κεντρικό ρόλο στο πολιτικό σκηνικό, λόγω και της απλής αναλογικής. Τα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ», προκειµένου να ανιχνεύσουν τα ρεύµατα και τις τάσεις που επικρατούν στην ελληνική κοινωνία, απευθύνθηκαν σε τέσσερις καταξιωµένους εκλογικούς αναλυτές και δηµοσκόπους. Συγκεκριµένα, ζήτησαν τη γνώµη του Θωµά Γεράκη (MARC), της Μαρίας Καρακλιούµη (RASS), του ∆ηµήτρη Μαύρου (ΜRB) και του Αντώνη Παπαργύρη (GPO).

Αντώνης Παπαργύρης (GPO): ∆ιχασµένη η κοινή γνώµη για κυβέρνηση συνεργασίας ή δεύτερες εκλογές

Με βάση τα τελευταία δηµοσκοπικά δεδοµένα της GPO, η κοινή γνώµη εµφανίζεται διχασµένη για την επόµενη ηµέρα των εκλογών, µε το 47,1% να ζητά εκλογές ξανά, µε στόχο προφανώς την ανάδειξη µιας αυτοδύναµης κυβέρνησης, και το 49,8% να προκρίνει τη λύση µιας κυβέρνησης συνεργασίας. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η σύγκριση µε τις απαντήσεις της µέτρησης του Σεπτεµβρίου, όταν το 58,2% τασσόταν υπέρ µιας κυβέρνησης συνασπισµού κοµµάτων. Υπάρχει µια σαφής µετατόπιση, καθώς οι πολίτες φαίνεται να αντιλαµβάνονται ότι δεν µπορεί να υπάρξουν µεγάλα περιθώρια συνεργασίας µεταξύ των κοµµάτων που δεν συγκλίνουν ούτε πολιτικά αλλά ούτε και προγραµµατικά.

Η Ν.∆. µε ποσοστό 37% συγκεντρώνει 121 έδρες µε την απλή αναλογική και 143 µε το σύστηµα του κλιµακωτού µπόνους, που θα εφαρµοστεί στις µεθεπόµενες εκλογές
Σύµφωνα µε την πρόσφατη µέτρηση του Νοεµβρίου (που παρουσιάστηκε στο Star) και κάνοντας την αναγωγή των εδρών στην εκτίµηση ψήφου της δηµοσκόπησης, διαπιστώνουµε ότι η Ν.∆. µε ποσοστό 37% συγκεντρώνει 121 έδρες µε την απλή αναλογική και 143 µε το σύστηµα του κλιµακωτού µπόνους, που θα εφαρµοστεί στις µεθεπόµενες εκλογές. Ο ΣΥΡΙΖΑ µε 29,3% καταλαµβάνει 96 έδρες στην πρώτη περίπτωση και 88 στη δεύτερη, το ΠΑΣΟΚ µε 12,6%, 41 και 34, αντίστοιχα, το ΚΚΕ µε 6,5%, 21 και στη συνέχεια 17, η Ελληνική Λύση µε 3,8%, 13 και 10, ενώ το ΜέΡΑ25 µε ποσοστό 3% εκλέγει οκτώ βουλευτές και µε τα δύο εκλογικά συστήµατα. Εχει επισηµανθεί ότι ο τελικός αριθµός των εδρών δεν επηρεάζεται σε καµία περίπτωση από τη διαφορά του πρώτου µε το δεύτερο κόµµα, αλλά από το ποσοστό των κοµµάτων που δεν θα καταφέρουν να πιάσουν το όριο του 3% και θα µείνουν εκτός Βουλής. Ετσι, αν το ποσοστό της µη αντιπροσωπευόµενης ψήφου διαµορφωθεί στο 6%, το ποσοστό για τις 151 έδρες είναι 38,5% στις δεύτερες εκλογές. Με 8% εκτός Βουλής η αυτοδυναµία επιτυγχάνεται µε 37,9%.

Με 10% το πρώτο κόµµα χρειάζεται 37,5%, µε 12% εκτός, 36,8%, ενώ µε 14% ο πήχης της αυτοδυναµίας πέφτει στο 36,3%. Μπαίνοντας στον τελευταίο µήνα του 2022 και ενόψει του εκλογικού 2023, η γενική εικόνα της κυβέρνησης δεν έχει επηρεαστεί καθοριστικά, ενώ το θέµα των υποκλοπών δεν φαίνεται να ανατρέπει τους πολιτικούς συσχετισµούς και την εικόνα του πρωθυπουργού, που συνεχίζει να διατηρεί τη διαφορά του από τον αρχηγό της αξιωµατικής αντιπολίτευσης. Το ζήτηµα των υποκλοπών αυτόνοµα δεν µπορεί να προκαλέσει αλλαγή του πολιτικού σκηνικού, σε συνδυασµό όµως µε άλλες υποθέσεις διαφθοράς λειτουργεί σωρευτικά και αποµειώνει το πολιτικό κεφάλαιο της κυβέρνησης, η οποία δεν πρέπει να υποτιµήσει το ζήτηµα, καθώς η συγκεκριµένη υπόθεση αγγίζει ένα πιο ευαίσθητο σε αυτά τα θέµατα ακροατήριο, που κινείται στον χώρο του Κέντρου και δεν δείχνει ανοχή σε ζητήµατα διαφάνειας και δηµοκρατικής νοµιµότητας. Επιπλέον, µπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να µην κεφαλαιοποιεί την κυβερνητική φθορά στον βαθµό που θα ήθελε, καταφέρνει, ωστόσο, να συσπειρώνει το ακροατήριό του, που καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της τριετίας φαινόταν κάπως αποστασιοποιηµένο. Η ερµηνεία για τη συνεχιζόµενη δηµοσκοπική υπεροχή της Ν.∆. θα πρέπει να αναζητηθεί στο παραγόµενο αποτέλεσµα της σύγκρισης µεταξύ της σηµερινής και της προηγούµενης κυβέρνησης, γεγονός που, απ’ ό,τι φαίνεται, ξεκάθαρα θα επιχειρήσει να προτάξει ως βασικό εκλογικό δίληµµα η Ν.∆.

Μαρία Καρακλιούμη (RASS): Ποιο το βάθος της ∆ηµοκρατίας στη χώρα;

Από την καταγραφή της κοινής γνώµης προκύπτει πως οι εκλογές που έρχονται δεν επιφυλάσσουν εκπλήξεις για τα κόµµατα, αλλά για την ποιότητα της ∆ηµοκρατίας. Το εκλογικό σώµα, παραδοµένο στη µαταιότητα όπου η πολιτική τάξη της χώρας το έχει οδηγήσει, παρακολουθεί απαθές µια άνευρη πολιτική αντιπαράθεση, που δεν µπορεί να επηρεάσει το µέλλον του. Συνάµα µε τα νέα διεθνή δεδοµένα (πανδηµία, πόλεµος) οι πολίτες βιώνουν µια πρωτόγνωρη και οδυνηρή πραγµατικότητα. Εχουµε περάσει στην εποχή του κατακερµατισµού της κοινωνίας σε αναρίθµητες µικρόσφαιρες ιδιωτικού βίου και συµφερόντων, που θα επηρεάσουν την εκλογική συµπεριφορά, καθώς δεν υπάρχει κανείς να προκαλέσει τη µετάβαση από την ατοµικότητα στη συλλογική συνείδηση.

Το εκλογικό σώµα παρακολουθεί απαθές µια άνευρη πολιτική αντιπαράθεση, που δεν µπορεί να επηρεάσει το µέλλον του
Ο µέσος πολίτης, λοιπόν, απουσία εθνικού αφηγήµατος, πριν ψηφίσει, θα σκεφθεί το άµεσο, το πολύ κοντινό και το προφανές, θα επιλέξει τον διαχειριστή της επόµενης µέρας και φαίνεται να προτιµά τον κ. Κ. Μητσοτάκη, στη βάση της ροής και συνέχισης των πραγµάτων χωρίς εκπλήξεις και ανατροπές. Αλλωστε, η πρόσκληση για ανατροπή από τον Αλ. Τσίπρα το 2015 δεν φέρει στον νου θετικές µνήµες. Ο πρωθυπουργός έβαλε το πλαίσιο της πολιτικής αντιπαράθεσης στο δίπολο µε τον κ. Τσίπρα κι εκείνος µε άγνοια πολιτικού κινδύνου το αποδέχθηκε και το διεύρυνε σε προσωπικό στοίχηµα δικό του µε όλους τους άλλους απέναντι. Με αυτόν τον τρόπο κατάφερε οι πολίτες να βλέπουν µόνο τον πολιτικό που αγνόησε τους θεσµούς και τη λαϊκή βούληση µετά το δηµοψήφισµα του 2015 και να θυµούνται τον ηγέτη που καλούσε σε µια µάταιη επανάσταση και αµφισβήτηση. Εχει επιλέξει τον δρόµο του «µοναχικού καβαλάρη», αγνοώντας πως έτσι η κοινωνία δεν βρίσκει εκφραστή της δυσαρέσκειάς της. Μοιραία το εκλογικό σώµα, χωρίς κίνητρο άλλης κινητοποίησης, επιλέγει την ψήφο ανοχής στη Ν.∆. ή την αποχή. Οι συµµετέχοντες στις εκλογές θα κρίνουν το εύρος επιρροής των κοµµάτων, η αποχή το εύρος επιρροής της ∆ηµοκρατίας.

Δημήτρης Μαύρος (ΜRB): ∆ίκαιη σταθερότητα

Tρία είναι τα µεγάλα πολιτικά ερωτήµατα αυτήν την εποχή: α) Πότε θα γίνουν εκλογές; β) Τι θα κρίνει τον νικητή; γ) Τι θα κρίνει µια πιθανή αυτοδυναµία; Στο πρώτο ερώτηµα περί του χρόνου των εκλογών υπάρχει ένα «µπρα-ντε-φερ» που πρέπει να απαντηθεί. Πόσο «βάθος» υπάρχει στο πρόβληµα που αντιµετωπίζει η κυβέρνηση σχετικά µε το θέµα των υποκλοπών, σε σχέση µε το να πληγεί η θεσµικότητα του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη. Η διαδοχική εναλλαγή θεµάτων «διαφθοράς» «Υποκλοπές-Φάση 1», «Πάτσης», «Υποκλοπές-Φάση 2» λειτουργεί ως το φαινόµενο της κινέζικης σταγόνας, που αθροίζεται στο µείζον θέµα που αντιµετωπίζουν οι Ελληνες περί «Ακρίβειας / Αισχροκέρδειας». Αν το «βάθος» των «Υποκλοπών» είναι µεγάλο, τότε οι εκλογές «πρέπει» να γίνουν «Αύριο». Αν όχι, τότε οφείλουν να γίνουν στο τέλος της θητείας της κυβέρνησης. Ο νικητής θα κριθεί σε δύο διαστάσεις: α) Στη σταθερότητα που παρέχεται. β) Στη δικαιοσύνη που εκπέµπεται από τους πολιτικούς δρώντες. Και τα δύο µαζί επί της «Αντιµετώπισης της ακρίβειας / αισχροκέρδειας» και «Θεµάτων ηθικής».

Το ενδιάµεσο διάστηµα µεταξύ των δύο εκλογικών αναµετρήσεων είναι εκρηκτικό για τις συσπειρώσεις των κοµµάτων και για την κατάκτηση του πολυπόθητου 37,5+%
Η Ν.∆. θα κληθεί να απαντήσει σε ερωτήµατα όπως «Ενδείξεις γενικότερης διαφθοράς, όπως, π.χ., υποκλοπές και Πάτσης», «Αποτελεσµατικότερη αντιµετώπιση της ακρίβειας, αλλά κυρίως της αισχροκέρδειας» και «Ενδιαφέρεται κυρίως για τα συµφέροντα των ισχυρών και των πλουσίων». Ο ΣΥΡΙΖΑ, αντίστοιχα, πρέπει «Να εµπνεύσει εµπιστοσύνη σε θέµατα διαχείρισης της οικονοµίας», «Να πείσει ότι διαθέτει ικανά στελέχη» και ότι «∆εν είναι λαϊκιστές», θέµατα τα οποία αποτελούν τα «ακροαστικά» του κόµµατος από την κυβερνητική του θητεία 2015-2019. Τέλος, η κατάκτηση της αυτοδυναµίας θα περάσει διά πυρός και σιδήρου. Οι πλέον κρίσιµες εκλογές είναι οι πρώτες (µε απλή αναλογική), διότι ένα πιθανό «στραπάτσο» σε κάποιο κόµµα είτε για λόγους «οργής» είτε για λόγους «ακροαστικών» θα κάνει το ενδιάµεσο διάστηµα µεταξύ των δύο εκλογικών αναµετρήσεων εκρηκτικό για τις συσπειρώσεις των κοµµάτων και για την κατάκτηση του πολυπόθητου 37,5+%. Για τη Ν.∆. λόγω πιθανών έντονων διαρροών προς τα δεξιά µικρότερα κόµµατα και για τον ΣΥΡΙΖΑ λόγω πιθανής αυξηµένης αποχής κυρίως των µικρότερων ηλικιών και απογοήτευσης. Μέχρι στιγµής, η Ν.∆. δηµιουργεί προσδοκία «Σταθερότητας», ο δε ΣΥΡΙΖΑ προσδοκία «∆ικαιοσύνης». Παρ’ όλα αυτά, ο Ελληνας πολίτης κραυγάζει για «∆ίκαιη σταθερότητα», που κανένα από τα δύο κόµµατα δεν παρέχει ολοκληρωµένα.

Θωμάς Γεράκης (MARC): Πριν ο αφέτης σηµάνει την εκκίνηση

Η άτυπη προεκλογική περίοδος έχει ήδη ξεκινήσει. Μοιάζει µε έναν µαραθώνιο, στον οποίο οι δροµείς άρχισαν να τρέχουν πριν από το επίσηµο σήµα της εκκίνησης και πριν ακόµη οριστεί το σηµείο τερµατισµού. Μια τέτοια συνθήκη επιβάλλει τη διά παν ενδεχόµενο διαρκή επαγρύπνηση και προετοιµασία όλων των πολιτικών δυνάµεων, αλλά η χρονική ασάφειά της δυσχεραίνει τον προγραµµατισµό των στρατηγικών και των επικοινωνιακών επιλογών. Ο χρόνος αποτελεί σηµαντική παράµετρο στις πολιτικές επιλογές. Αυτό που αναµφισβήτητα χαρακτηρίζει το πολιτικό σκηνικό -πέραν της έντονης πόλωσης- είναι η µεγάλης διάρκειας σταθερότητα των αριθµών που αφορούν στους εκλογικούς συσχετισµούς. Η όποια κυβερνητική φθορά και τα όποια οφέλη της αντιπολίτευσης δεν αρκούν για να αλλάξει µέχρι στιγµής η γενική εικόνα.

Αν είχαµε αυτή την Κυριακή εκλογές, το ερώτηµα της πρώτης εκλογικής βραδιάς δεν θα ήταν το ποιο κόµµα θα τις κερδίσει. Το ενδιαφέρον θα µονοπωλούσε όχι η σειρά, αλλά οι τελικές επιδόσεις των κοµµάτων και κυρίως το ποια κόµµατα αθροίζουν 46% και άνω, ποσοστό που απαιτείται για σχηµατισµό κυβέρνησης. Και επειδή στην πολιτική δεν αρκούν µόνο τα µαθηµατικά, τα πιθανά ενδεχόµενα είναι δύο. Είτε µια συνεργασία Ν.∆. - ΠΑΣΟΚ είτε συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ - ΠΑΣΟΚ - ΜέΡΑ25.

Η όποια κυβερνητική φθορά και τα όποια οφέλη της αντιπολίτευσης δεν αρκούν για να αλλάξει µέχρι στιγµής η γενική εικόνα
Αν τίποτε από τα δύο, οι επαναληπτικές εκλογές είναι µονόδροµος. Ωστόσο, οι εκλογές της απλής αναλογικής δεν θα γίνουν την επόµενη Κυριακή και οι πολιτικοί συσχετισµοί που καταγράφονται στις δηµοσκοπήσεις δεν είναι γραµµένες σε προφητικό πάπυρο. Το τελικό εκλογικό αποτέλεσµα, πέραν της παραµέτρου του αρκούντος ή µη εναποµείναντος χρόνου, θα κριθεί από µια σειρά προβλέψιµων, αλλά και πιθανόν απρόβλεπτων γεγονότων ή ενεργειών.

Η πορεία της οικονοµίας, το µέτωπο της ακρίβειας, οι εξελίξεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, η εξέλιξη του πολέµου στην Ουκρανία, το αίσθηµα της ασφάλειας και της σωστής λειτουργίας των θεσµών είναι ορισµένοι µόνο τοµείς µε ειδικό βάρος στην εκλογική συµπεριφορά. Οι πολιτικές δυνάµεις που θα ευνοηθούν το χρονικό διάστηµα που µας χωρίζει από τις εκλογές είναι αυτές που θα πείσουν περισσότερους πως µπορούν να χειριστούν καλύτερα ή να συµβάλουν στην αντιµετώπιση των προβληµάτων και των προκλήσεων που αντιµετωπίζουν σήµερα η Ελλάδα και οι Ελληνες πολίτες.

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά το Σάββατο 3 Δεκεμβρίου