Η ευρωβουλευτής της ΝΔ, κα Μαρία Σπυράκη, μίλησε στον Ρ/Σ «Παραπολιτικά» 90.1 FΜ, στην εκπομπή «Μπρα ντε φερ» με τους δημοσιογράφους Δημήτρη Τάκη και Χριστίνα Κοραή.

Η κ. Σπυράκη τόνισε ότι «Έχουμε μια προφανή πολιτική σύγκρουση, από τη μια πλευρά είναι οι 15 χώρες οι οποίες έχουν υπογράψει το γράμμα προς την επίτροπο Σίμσον, στην πραγματικότητα το αίτημα των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων, να μπει πλαφόν στην τιμή του φυσικού αερίου οποιαδήποτε μορφής εισάγεται στη ΕΕ. Έχει σημασία η τιμή να είναι ελεγχόμενη γιατί πλέον η τιμή που αγοράζει η ΕΕ ακόμα και από την κοινή πλατφόρμα των παραγγελιών είναι πολλαπλάσια της τιμής που διαπραγματεύεται το φυσικό αέριο. Άρα αυτό που προτείνουν οι 15 και μεταξύ αυτών και η Ελλάδα  είναι να υπάρχει μια τιμή πλαφόν αγοράς   φυσικού αερίου οποιασδήποτε μορφής από την αγορά και η τιμή αυτή να προσαρμόζεται με ένα σπρέντ προκειμένου να είναι ελκυστική η ευρωπαϊκή αγορά».

Ερωτηθείσα γιατί δεν δέχεται τη λογική του πλαφόν η Γερμανία, η κ. Σπυράκη απάντησε πως «Υπάρχουν δύο λόγοι, ο πρώτος είναι ότι θεωρεί ότι μπορεί η ίδια να ομαλοποιήσει την αγορά και για αυτό δέσμευσε 200 δισ. χθες βάζοντας εσωτερικό πλαφόν προκειμένου να σώσει την αγορά και τη βιομηχανία από την κατάρρευση».

Ενώ στην ερώτηση «Αντί να δεσμεύσει τα 200 δισ., δεν θα ήταν καλύτερο να συμφωνήσει να μπει πανευρωπαϊκό πλαφόν;», η κ. Σπυράκη υποστήριξε πως «Απεμπολεί το ανταγωνιστικό της πλεονέκτημα γιατί κατά την άποψή της η αγορά θα ομαλοποιηθεί. Περιμένει η αγορά να ομαλοποιηθεί και στο μεσοδιάστημα δεσμεύει 200 δισ. ενώ αν μπει πλαφόν για ένα χρονικό διάστημα ενός έτους όλοι θα δουλεύουμε με τις ίδιες τιμές ενέργειας (και αυτό δεν συμφέρει τη Γερμανία).  Άρα αυτός είναι και ο λόγος που δέσμευσε 200 δισ., αυτό σημαίνει πρακτικά ότι ζητάει εξαίρεση από τον κανόνα της δημοσιονομικής σταθερότητας η Γερμανία. Για να το δούμε συνολικά γιατι εμάς μας νοιάζει τι θα πληρώσουμε στο τέλος της μέρας και πως θα τιθασεύσουμε τον πληθωρισμό και στην Ευρώπη αλλά και στην Ελλάδα αν και έχουμε μικρότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο θα πω δύο πράγματα. Το πρώτο είναι ότι το πλαφόν στις τιμές του φυσικού αερίου δείχνει να είναι μονόδρομος, έχει δημιουργηθεί μια πλειοψηφία που δεν αφορά μόνο τον αριθμό των χωρών αλλά αφορά και τον αριθμό των πολιτών της ΕΕ. Το δεύτερο κομμάτι έχει να κάνει με τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε την κρίση.  Η Κομισιόν πρότεινε να βάλουμε πλαφόν στο ρωσικό φυσικό αέριο, καμία σημασία. Όταν ξεκίνησε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία είχαμε 42% εξάρτηση στο ενεργειακό μείγμα μας ως ΕΕ από το ρωσικό φυσικό αέριο, σήμερα έχουμε 9% άρα τίποτα. Στην πραγματικότητα θα αυξάναμε τις κυρώσεις χωρίς να δημιουργηθεί αίσθηση στην αγορά άρα αυτό που πρέπει να κανουμε είναι να πάμε σε  ένα πλαφόν συνολικά στο εισαγόμενο αέριο».

Ερωτηθείσα αν υπάρχει πιθανότητα να κάνει πίσω στην απόφασή της η Γερμανία, η κ. Σπυράκη απάντησε πως «Είναι μια πολύ δύσκολη πολιτική σύγκρουση και μια βαριά διαπραγμάτευση. Η ενεργειακή πολιτική των χωρών δεν είναι ενιαία αλλά ζούμε ξανά  τις μέρες του covid, ζούμε ξανά δηλαδή μέρες κρίσης στην οποία χρειαζόμαστε συντονισμένες απαντήσεις για να μπορέσει να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα. Η Φον Ντερ Λαιν μας υποσχέθηκε πρόσφατα ότι έχει δημιουργήσει μια task force με την Νορβηγία με βάση την οποία θα συνεννοηθούμε για να παίρνουμε ως ΕΕ χαμηλότερη τιμή φυσικό αέριο. Πρέπει να δούμε πολύ γρήγορα τα αποτελέσματα σε αυτό, η Νορβηγία ως αγορά έχει αντικαταστήσει σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό το ρωσικό φυσικό αέριο άρα αυτό πρέπει να κινηθεί πολύ γρήγορα.  Η Φον Ντερ Λαιν ανακοίνωσε επίσης στο Στρασβούργο ότι θα μας παρουσιάσουν μέχρι το τέλος του χρόνου ένα νέο μοντέλο τιμολόγησης του ηλεκτρικού ρεύματος προκειμένου να υπάρχει η αποσύνδεση, μερική ή σταδιακή της τιμής του ηλεκτρισμού».

Εν συνεχεία, ο δημοσιογράφος Δημήτρης Τάκης σχολίασε πως «Αν αυτό παρουσιαστεί μέχρι τέλος του χρόνου θα ισχύσει από το ’23 τρέχα γύρευε…» και η κ. Σπυράκη εξήγησε πως «Δεν είναι ακριβώς τρέχα γύρευε με την έννοια ότι η αγορά θέλει ένα σημείο προσαρμογής αλλά οπωσδήποτε το ότι έχει καθυστερήσει τόσο πολύ να υπάρξει η συζήτηση  στην αλλαγή του μοντέλου όταν τιμολογούμε το ρεύμα με βάση το ακριβότερο ορυκτό καύσιμο στον κόσμο αυτό καθίσταται μείζον πρόβλημα της ΕΕ συνολικά».

Ερωτηθείσα γιατί δεν ακολουθήσαμε το παράδειγμα της Ισπανίας και της Πορτογαλίας να αποσυνδέσουμε την τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος από το φυσικό αέριο όπως προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ, απάντησε πως «Στον ΣΥΡΙΖΑ θα έλεγα «στου κρεμασμένου το σπίτι δεν μιλάνε για σκοινί». Η Ισπανία και η Πορτογαλία έχουν αυτή τη στιγμή περισσότερο από το 50% του ενεργειακού του μείγματος σε ανανεώσιμες πηγές και δεν είναι διασυνδεμένες. Μπορούν έτσι να αποσυνδεθούν από το μοντέλο και για αυτό πήραν την εξαίρεση. Εμείς δεν θα μπορούσαμε να την πάρουμε όταν στο ενεργειακό μας μείγμα ο ΣΥΡΙΖΑ μας άφησε πολύ κάτω από το 20% ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Το ποσοστό των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας που άφησε ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα ήταν πολύ χαμηλό, το γεγονός ότι στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ συμμετέχουν σε κινητοποιήσεις κατά των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας είναι και η απόδειξη ότι δεν εργάστηκε καθόλου για να αυξηθεί η δημόσια αποδοχή. Έργα που χρόνιζαν πολύ καιρό αυτή την περίοδο ξεμπλόκαραν και προχωρούν για να υπάρχουν και αποθήκες ανανεώσιμων πηγών ενέργειας όπως το μεγάλο έργο γίνεται στην Κρήτη, άρα θέλω να θυμάστε ότι η ενέργεια είναι ένα πράγμα που εχει αριθμούς και πράξεις, όχι  θεωρίες «θα έκαναν αν ήμουνα μια μέρα πρωθυπουργός».

Ερωτηθείσα αν μπορούμε να προχωρήσουμε μόνοι μας στην αποσύνδεση όπως λένε τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, απάντησε πως «Καταρχήν υπάρχει ένα θέμα δυνατότητας της ίδιας της χώρας που είναι μια χώρα διασυνδεδεμένη και με χώρες άλλες της ΕΕ  και με την Ιταλία και με την Βουλγαρία. Το δεύτερο έχει να κάνει με την ίδια την ενεργειακή επάρκεια της χώρας και τη συμμετοχή της χώρας στην ενεργειακή αγορά της ΕΕ. Καταλαβαίνετε ότι ακόμα και αν χρησιμοποιήσουμε όλο το λιγνίτη που έχουμε δεν έχουμε τη δυνατότητα να τον εξορύξουμε. Αυτά που λέγονται από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ όπως και η περίφημη κρατικοποίηση της ΔΕΗ που θα αναλάμβανε όλο το κόστος  της διαφοράς είναι οι συνταγές της κατάρρευσης της χώρας μέσα σε 20 μέρες. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ προσχωρούσε με αυτά που λεει έστω και μια μέρα, αν δηλαδή προχωρούσε στην κρατικοποίηση της ΔΕΗ αυτό κάποιος θα το πλήρωνε. Θα το πλήρωνε ο φορολογούμενος και μετά η ΔΕΗ επειδή θα έμπαινε μέσα για να δώσει φθηνό ρεύμα θα το ξαναπλήρωνε ο φορολογούμενος, και μόλις έφτανε 30 ο μήνας η ΔΕΗ θα έσκαγε ένα ωραίο κανόνι και θα το πληρώναμε όλοι διότι η ΔΕΗ είναι συστημικός παίκτης και το σύστημα θα κατέρρεε».

Αναφορικά με τον φετινό χειμώνα κατέστησε σαφές ότι «Καταρχήν είμαστε σε πολύ καλύτερη θέση ως χώρα σε σχέση με  από τα άλλα κράτη μέλη. Η Ελλάδα έχει ενεργειακή επάρκεια, έχει ευτυχώς και τη Ρεβυθούσα και λόγω της συνολικής  πρόνοιας που έκανε η κυβέρνηση με τις διασυνδέσεις να είμαστε σε ένα σημείο που δεν πιστεύω ότι θα έχουμε ελλείψεις. Όλη η εικόνα που υπάρχει είναι ότι δεν θα υπάρχουνε ελλείψεις σε ότι αφορά την ασφάλεια προμηθειών. Άρα δεν θα έχουμε διακοπές και μάλιστα διακοπές στους προστατευμένους καταναλωτές. Τα νοικοκυριά, τα σχολεία, τα στρατόπεδα, οι βασικές υποδομές, τα νοσοκομεία είναι προστατευμένοι καταναλωτές.  Το δεύτερο κομμάτι αφορά τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να συμπεριφερθούμε όλοι. Η κυβέρνηση έχει προχωρήσει και πρέπει να προχωρήσει ακόμη πιο εντατικά στη συμμόρφωση της μείωσης της δαπάνης   της ενεργειακής σε ότι αφορά το δημόσιο τομέα. Ο δημόσιος τομέας είναι κλειδί, στις ώρες αιχμής πρέπει να μειώσουμε την ενεργειακή κατανάλωση στο 10% και πρέπει αυτό να γίνει άμεσα και από το δημόσιο τομέα και πρέπει ταυτόχρονα όλοι να έχουμε συναίσθηση ότι βρισκόμαστε σε μια περίοδο κρίσης που δεν έχουμε εικόνα πόσο θα διαρκέσει. Αυτό σημαίνει και μια υπεύθυνη συμπεριφορά. Συμβιβαζόμαστε όλοι και συμμορφωνόμαστε όλοι  με τα όρια της κρίσης προκειμένου να μην βρεθούμε να υπάρχουν διακοπές στους προστατευμένους καταναλωτές.

Τέλος, αναφορικά με τις εκρήξεις στον αγωγό Nord Steam, εξήγησε ότι «Γίνεται ένα έγκλημα κατά του κλίματος με αφορμή το σαμποτάζ που διαπιστώνεται στον North stream 1 και North steam 2. Απελευθερώθηκαν 300 χιλιάδες τόνοι μεθανίου που αντιστοιχούν σε 5,48 εκατομμύρια αυτοκίνητα εκπομπές για 20 χρόνια».

Ακούστε ολόκληρη τη συνέντευξη