Για τις τουρκικές προκλήσεις στο Αιγαίο, την αυξανόμενη πίεση στον Έβρο και τα θαλάσσια σύνορα αλλά και την επισύνδεση του τηλεφώνου του κ. Ανδρουλάκη μίλησε σε ραδιοφωνική συνέντευξή του στον ΣΚΑΪ 100,3 ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Γιάννης Οικονόμου.

«Το χθεσινό ήταν πραγματικά ένα περιστατικό, το οποίο είχε κάποια χαρακτηριστικά πρωτόγνωρα. Βλέπουμε τους Τούρκους να επιμένουν σε μία στρατηγική, η οποία είναι παντελώς αδιέξοδη, δεδομένου ότι δεν μπορεί να παράγει κανένα αποτέλεσμα, ούτε σε αυτά που σε ρητορικό επίπεδο ανυπόστατα ισχυρίζονται, ούτε στο πεδίο. Με ψυχραιμία, με νηφαλιότητα, με αποτελεσματικότητα, με τη διεθνή διπλωματία, αποδομούμε τα επιχειρήματα της Τουρκίας. Νομίζω ότι έχει αποδειχθεί πως στην πραγματικότητα δεν έχει καμία επιρροή και καμία επίδραση η τουρκική επιχειρηματολογία μάλιστα σε μια περίοδο που ο κόσμος δοκιμάζεται από τον αναθεωρητισμό. Αλλά και στο πεδίο έχουμε αποδείξει ότι, έχοντας ενισχύσει την αποτρεπτική μας δυνατότητα, απαντούμε σε κάθε πρόκληση», επεσήμανε ο κ. Οικονόμου.

Υπογράμμισε ότι η Ελλάδα ψύχραιμα, με νηφαλιότητα «παρακολουθεί τι γίνεται, είμαστε μια χώρα που θέλουμε να αποτελούμε παράγοντα σταθερότητας. Το καλοκαίρι κύλησε ήρεμα. Και η διπλωματία που ασκήσαμε και η κατάσταση της χώρας στο επίπεδο της αποτρεπτικής της ικανότητας είναι τέτοιες, που κάνουν όλους να σκέφτονται πολλές φορές τις κινήσεις τους. Σε αυτό το μοτίβο συνεχίζουμε».

«Η κυβέρνηση αυτή δεν θα ξαναεπιτρέψει ούτε Ειδομένη, ούτε Μόρια»

Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος τόνισε πως «δεν περνάει απαρατήρητη η νέα προσπάθεια εργαλειοποίησης του μεταναστευτικού. Έχουμε αυξημένες απόπειρες για παράνομες ροές στη χώρα και στον Έβρο και στα θαλάσσια σύνορα. Τα γεγονότα μιλούν από μόνα τους. Τη Δευτέρα είχαμε 1.750 προσπάθειες να μπουν παράνομα στη χώρα πρόσφυγες και μετανάστες. Είχαμε αυτό το πολύ ιδιαίτερο και περίεργο περιστατικό τις ημέρες του Δεκαπενταύγουστου με 38 ανθρώπους, που στην ουσία μετακινούνταν από την τουρκική στρατοφυλακή σε διάφορους χώρους από την απέναντι πλευρά. Υπάρχει, επίσης, από τη θάλασσα μία διασπορά των αφετηριών και μία αύξηση των ροών με διάφορους τρόπους. Όλα αυτά οφείλουν να σε καθιστούν κάτι παραπάνω από προσεκτικό, σε ό,τι αφορά στην εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού από την Τουρκία σε αυτή τη φάση, σε συνδυασμό και με όλα τα υπόλοιπα γεγονότα. Χωρίς πανικό, αλλά με ρεαλισμό, παρατηρώντας τα ζητήματα και με μια πολύ ξεκάθαρη θέση, η κυβέρνηση αυτή δεν πρόκειται να επιτρέψει η χώρα να ξαναζήσει φαινόμενα, σε ό,τι αφορά στο προσφυγικό και το μεταναστευτικό, που έζησε την προηγούμενη περίοδο. Δεν πρόκειται να ξαναεπιτρέψει ούτε Ειδομένη, ούτε Μόρια ούτε τις σκηνές που ζήσαμε σε εθνικές οδούς και σε σιδηροδρομικές γραμμές. Κάνουμε ό,τι πρέπει προκειμένου να διασφαλίσουμε το απαραβίαστο των συνόρων μας».

Ανέφερε επίσης πως και ο υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου, ο κ. Μηταράκης, πλέον, με απόφαση του πρωθυπουργού, θα συμμετέχει στις τακτικές συνεδριάσεις του ΚΥΣΕΑ. «Είναι μία διάσταση και αυτή που, νομίζω ότι, πρέπει να τη συμπεριλαμβάνει κανείς, όταν συζητά πλέον τα ζητήματα της εθνικής ασφάλειας».

Στη συνέχεια ο κ. Οικονόμου ανέφερε ότι «τη Δευτέρα απετράπησαν περίπου 1.750 παράνομες είσοδοι, την περασμένη Πέμπτη 1.500. Η Ελληνική Αστυνομία, η Συνοριοφυλακή, το Λιμενικό Σώμα κάνουν τη δουλειά τους πάρα πολύ σωστά, φυλάσσοντας τα σύνορά μας. Είναι μια υβριδική απειλή, την οποία έχει ξαναδοκιμάσει η Τουρκία στο παρελθόν. Παρατηρούμε μια έξαρση, η οποία δεν περνάει απαρατήρητη το τελευταίο διάστημα. Προφανώς κάνουμε αυτά που πρέπει για να φυλάξουμε τα σύνορά μας, πάντοτε σεβόμενοι το Διεθνές Δίκαιο και με πρωτοβουλίες τέτοιες που θα θωρακίσουν τη χώρα ακόμα περισσότερο. Στο πλαίσιο αυτό, άλλωστε, ήταν και η χθεσινή απόφαση του ΚΥΣΕΑ για την επέκταση του φράχτη σταδιακά σε όλο το μήκος του Έβρου ποταμού με προτεραιοποίηση βεβαίως σε κρίσιμα σημεία.

Είναι μια διαδικασία η οποία θα έχει ένα χρονικό ορίζοντα και θα είναι κοστοβόρα. Επίσης, θα ενισχυθούν και όλα τα μέσα επιτήρησης που έχουμε. Είμαστε αντιμέτωποι με μια διαρκή απειλή, η οποία δεν πρέπει να περνά απαρατήρητη. Και δεν πρέπει να είμαστε πολιτικά αφελείς».

«Είναι σημαντικό να βρούμε τρόπους καλύτερης θεσμικής θωράκισης όλου του πλαισίου»

Ο κ. Οικονόμου αναφερόμενος στο θέμα της επισύνδεσης του τηλεφώνου του κ. Ανδρουλάκη είπε πως «όπως ξεκαθάρισα και χθες, η κυβέρνηση δεν έχει στη διάθεσή της κανένα στοιχείο, δεν είναι σε γνώση της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού, αντίστοιχη περίπτωση με αυτή του κ. Ανδρουλάκη. Το είπα πάρα πολύ καθαρά και νομίζω ότι, μένοντας σε αυτό, αντιλαμβάνεται ο καθένας τι εννοώ. Δεν έχουμε υπόψη μας περίπτωση κάποιας νόμιμης επισύνδεσης, από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών, αντίστοιχης με αυτή που συνέβη στον κ. Ανδρουλάκη.

Το σημαντικό είναι να βρούμε τρόπους καλύτερης θεσμικής θωράκισης όλου του πλαισίου. Υπάρχει ένας νόμος σήμερα για τις νόμιμες επισυνδέσεις, ο οποίος δεν εξαιρεί κανέναν εξαιτίας της επαγγελματικής ή της πολιτικής του ιδιότητας. Το πλαίσιο που υπάρχει, δηλαδή, δεν λέει ότι αν είσαι πολιτικός, δημοσιογράφος, γεωπόνος, καθηγητής, γιατρός, εξαιτίας αυτής σου της ιδιότητας εξαιρείσαι από την πιθανότητα νόμιμης επισύνδεσης. Και η πραγματικότητα είναι ότι η συζήτηση αυτή δεν είναι απλή. Είναι πάρα πολύ δύσκολη, επειδή είναι σημαντικό να προσδιοριστεί στις σωστές της διαστάσεις. Προφανώς και στην περίπτωση του κ. Ανδρουλάκη, αν ο πρωθυπουργός γνώριζε, η διαδικασία θα ήταν διαφορετική. Αυτό αναδεικνύει ότι χρειάζονται περισσότερα φίλτρα και περισσότερη λογοδοσία. Σημαίνει ότι αν κάποιος είναι πολιτικός και βουλευτής, πρέπει οπωσδήποτε, de facto, να αποκλείεται από το να έχει η ΕΥΠ ή άλλη κρατική Αρχή τη δυνατότητα της οποιασδήποτε νόμιμης επισύνδεσης; Δηλαδή, το ίδιο θα έπρεπε να γίνεται και για τα στελέχη της Χρυσής Αυγής, που ήταν βουλευτές κάποια στιγμή στη Βουλή; Δεν είναι εύκολη η απάντηση στα ερωτήματα αυτά, ούτε απλή, ούτε επιφανειακή.

Το λέω αυτό για να αναδείξω ότι οι περιπτώσεις του κ. Ανδρουλάκη με αυτή που σας λέω, σε καμία περίπτωση δεν είναι ίδιες. Μην δημιουργούμε παρεξηγήσεις.

Θεσμικά οφείλουμε να βρούμε απαντήσεις και να διορθώσουμε διαχρονικές αδυναμίες, παθογένειες και στρεβλώσεις, έτσι ώστε να μην ξαναοδηγηθούμε στο μέλλον σε τέτοιου είδους αστοχίες, όπως αυτή που πολύ γενναία και αυτοκριτικά αναγνώρισε ως αστοχία η ελληνική κυβέρνηση και ο ίδιος ο πρωθυπουργός.

Η ελληνική Πολιτεία δεν είχε προμηθευτεί τα κακόβουλα λογισμικά, οι ελληνικές κρατικές αρχές ασφαλείας δεν τα χρησιμοποιούν. Είναι ένα πρόβλημα η παρακολούθηση ή η απόπειρα παρακολούθησης μέσω κακόβουλων λογισμικών και εντός της ελληνικής Επικράτειας των τηλεφώνων Ελλήνων πολιτών, όπως είναι πρόβλημα και πανευρωπαϊκό. Οφείλουμε απέναντι σε αυτό να βρούμε και απαντήσεις και η Δικαιοσύνη να ψάξει τι γινόταν. 'Αλλο πράγμα το ζήτημα της νόμιμης επισύνδεσης του τηλεφώνου του κ. Ανδρουλάκη».

Κατέληξε δε επισημαίνοντας πως: «Ο νόμος είναι καθαρός και δεν εξαιρεί κανέναν εκ της ιδιότητας του, πολιτικής ή επαγγελματικής. Αν πιστεύουν στο ΚΙΝΑΛ ότι αυτό ήταν παράνομο, οφείλουν να προσφύγουν στη Δικαιοσύνη - μπορεί και να το έχουν κάνει, δεν το γνωρίζω - και από εκεί θα δοθούν οι απαντήσεις αν ήταν νόμιμο ή παράνομο. Για εμάς, το πλαίσιο και ο νόμος είναι συγκεκριμένος. Το ζήτημα των απαντήσεων και όλων αυτών που ζητάει το ΚΙΝΑΛ να κατατεθούν στο δημόσιο διάλογο είναι, επίσης, ένα θέμα για το οποίο πρέπει να μιλούμε με ειλικρίνεια και μακριά από την ανάγκη δημιουργίας εντυπώσεων. Διότι εκ φύσεως το αντικείμενο των μυστικών υπηρεσιών δεν είναι κάτι που μπορεί να κυκλοφορεί ως φέιγ βολάν ή στο δημόσιο λόγο και στο δημόσιο debate. Και όσοι αυτό δεν το αναγνωρίζουν, απλά λένε ψέματα και κρύβουν τη διαχρονική κατάσταση που ίσχυε για όλα αυτά στο παρελθόν».