Του Κώστα Υφαντή, Καθηγητή Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και Διευθυντή του ΙΔΙΣ

Η επίσκεψη του Έλληνα Πρωθυπουργού στις ΗΠΑ ήταν το επιστέγασμα μιας διαδικασίας που ξεκίνησε πριν κάποια – λίγα - χρόνια. Μια διαδικασία αναβάθμισης των ελληνοαμερικανικών σχέσεων που από ένα καλό λειτουργικό επίπεδο μέχρι το 2018, σήμερα για πρώτη φορά μετά από πολλές δεκαετίες μπορούν να χαρακτηριστούν πραγματικά στρατηγικές
. Παλαιότερα ο όρος χρησιμοποιείτο μάλλον για λόγους φιλοφρόνησης.

Οι διαφωνίες ήταν σημαντικές, ο αντιαμερικανισμός στη χώρα ήταν δομικού χαρακτήρα και αφορούσε όλο το ελληνικό πολιτικό φάσμα με σημαντικές βεβαίως εξαιρέσεις. Για όλους αυτούς τους λόγους η διμερής σχέση δεν ήταν ποτέ στρατηγική, όπως είναι οι σχέσεις των ΗΠΑ με την Μεγάλη Βρετανία, την Γερμανία ή το Ισραήλ. Τα συμφέροντα των χωρών σε μια στρατηγικού επιπέδου σχέση (δηλαδή μια σχέση που αφορά ζωτικής σημασίας συμφέροντα ασφάλειας) είναι γνωστά και υπάρχει μεγάλος βαθμός σύγκλισης. Σε μία τέτοια σχέση, η εμπιστοσύνη, η αξιοπιστία και η προβλεψιμότητα είναι συστατικά στοιχεία.

Ο ρωσικός αναθεωρητισμός, η ρωσική δραστηριότητα στην Μεσόγειο και πάνω από όλα η εισβολή στην Ουκρανία ανάγκασε την Ουάσιγκτον να επαναξιολογήσει την στρατηγική της στην Ευρώπη συνολικά.

Ο αμερικανικός αναχωρητισμός των προηγούμενων ετών και η έμφαση των ΗΠΑ στο θέατρο του Ειρηνικού και της Ανατολικής Ασίας αποδεικνύεται ότι δεν είναι βιώσιμη επιλογή.

Την ίδια στιγμή, ενθαρρυμένη από αυτόν ακριβώς τον αμερικανικό αναχωρητισμό και την προσωπική σχέση Ερντογάν-Τραμπ, η Άγκυρα έκανε το στρατηγικό λάθος της αγοράς των 
S-400 και της στενής συνεργασίας με την Μόσχα στην Συρία και αλλού, κυρίως στον Καύκασο.

Η αναβάθμιση της σημασίας της Ελλάδος ήλθε και ως αποτέλεσμα του ελλείμματος εμπιστοσύνης απέναντι στην Τουρκία και της συνειδητοποίησης ότι είναι ανάγκη να μειωθεί η εξάρτηση των ΗΠΑ από την Τουρκική γεωπολιτική πραγματικότητα των τελευταίων χρόνων.

Η επίσκεψη, λοιπόν, υπήρξε εμβληματική και εξόχως επιτυχημένη γιατί ήλθε σε αυτή την συγκυρία. Το ερώτημα τί κερδίσαμε είναι ίσως παραπλανητικό. Η επίσκεψη, το εξαιρετικό κλίμα που επιβεβαιώθηκε, η ομιλία στο Κογκρέσο και η μετά από πολλά χρόνια ενίσχυση της αυτοπεποίθησης και η κινητοποίηση της ελληνοαμερικανικής κοινότητας είναι τα πραγματικά και πολύ ουσιαστικά κέρδη που δείχνουν ότι το ελληνικό αποτύπωμα στην Ουάσιγκτον είναι αξιοσημείωτο.

 υτό δεν σημαίνει ότι ισχυρές ομάδες πολιτικής και συμφερόντων δεν θα συνεχίσουν να προωθούν την αναθέρμανση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων και θα προσφέρουν στην Άγκυρα κάποια από αυτά που διεκδικεί κυρίως στο επίπεδο των αμυντικών προμηθειών.

Η Αθήνα το ξέρει καλά. Το τρίγωνο Αθήνας-Ουάσιγκτον-Άγκυρας είναι δυναμικό, οι συσχετισμοί πολιτικής επιρροής στην αμερικανική πρωτεύουσα μεταβάλλονται συχνά και η προώθηση των ελληνικών θέσεων είναι μια συνεχής και επίπονη διαδικασία που δεν εξαρτάται και από παράγοντες που δεν ελέγχει η Αθήνα.

Πρώτον, τα αμερικανικά συμφέροντα είναι πολύ ευρύτερα του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου και η τουρκική θέση στον χάρτη της ευρύτερης Μέσης Ανατολής δεν πρόκειται ποτέ να χάσει την ελκυστικότητά της. Δεύτερον, μια αλλαγή στάσης της Άγκυρας στο ζήτημα των 
S-400 και η επαναφορά της σε τροχιά αμερικανικών προτιμήσεων θα λειτουργήσει θετικά για την Τουρκία στην Ουάσιγκτον, ακόμη και στο Κογκρέσο.

Αυτό που έχει όμως σημασία είναι ότι η Αθήνα πλέον μπορεί και πάλι να υπολογίζει στις ΗΠΑ ώστε να μην διαταραχθεί εκ νέου η ισορροπία διπλωματικής και στρατιωτικής ισχύος στην ελληνοτουρκική δυάδα. Και αυτό όμως είναι πρωτίστως ζήτημα ελληνικού στρατηγικού σχεδιασμού.

Η απόφαση για την προμήθεια των 
F-35 αντανακλά ακριβώς μια τέτοια λογική. Για πρώτη φορά η Ελλάδα φροντίζει ο ευνοϊκός συσχετισμός ισχύος που με μεγάλες θυσίες φαίνεται να διαμορφώνεται κάτω από την πίεση των γεγονότων των δύο προηγούμενων ετών και με την απόκτηση σύγχρονων οπλικών συστημάτων να διατηρηθεί σε βάθος χρόνου. Για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, η Αθήνα φαίνεται να βρίσκεται ένα βήμα μπροστά από την Άγκυρα.