«Η ΕΕ έχει αποφασίσει να βοηθήσει ενεργά όλους τους πρόσφυγες από την Ουκρανία», δήλωσε ο υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου, Νότης Μηταράκης, μετά τη συνάντηση που είχε χθες με τη Γερμανίδα ομοσπονδιακή υπουργό Εσωτερικών Νάνσι Φέζερ στο Βερολίνο.

Οι δύο υπουργοί διαπίστωσαν την ανάγκη να δοθεί κοινή απάντηση της ΕΕ για τα προσφυγικά κύματα που φθάνουν ήδη μαζικά σε κράτη-μέλη της ΕΕ και χαιρέτισαν την άμεση ενεργοποίηση του μηχανισμού προσωρινής προστασίας.

Μιλώντας στους Έλληνες ανταποκριτές, ο κ. Μηταράκης τόνισε μεταξύ άλλων ότι ενόψει του τεράστιου προσφυγικού κύματος από την Ουκρανία, θα πρέπει να ξεκαθαρίσει στην ΕΕ το τοπίο σχετικά με την ισορροπία μεταξύ ευθύνης και αλληλεγγύης των κρατών-μελών.

«Το μεταναστευτικό στην Ευρώπη δεν είναι ζήτημα ενός κράτους-μέλους, αλλά ζήτημα εθνικής ευθύνης και ευρωπαϊκής αλληλεγγύης», επισήμανε, υπενθυμίζοντας ότι στα πρόσφατα κείμενα της γερμανικής, της σλοβενικής και της γαλλικής προεδρίας περιγράφεται με σαφήνεια η ευθύνη, αλλά όχι η αλληλεγγύη.

Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με τα δικαιώματα των Ουκρανών προσφύγων σε σύγκριση με τους πρόσφυγες για παράδειγμα από το Αφγανιστάν, ο υπουργός παραδέχθηκε ότι με την ενεργοποίηση του μηχανισμού δημιουργήθηκε στην Ευρώπη ηθικό ζήτημα, καθώς από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο γίνεται πλέον λόγος για «κοινό ευρωπαϊκό χώρο προστασίας».

Εξέφρασε την ελπίδα ότι όταν θα επανέλθει η συζήτηση για το νέο ευρωπαϊκό Σύμφωνο Μετανάστευσης και Ασύλου, θα διατηρηθεί η λογική του ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου και θα διασφαλιστεί η ισορροπία μεταξύ της ευθύνης και της αλληλεγγύης, στοιχείο στο οποίο συμφώνησε και η Γερμανίδα υπουργός. Προειδοποίησε ωστόσο για το ενδεχόμενο η κατάσταση στο Αφγανιστάν να προκαλέσει νέες προσφυγικές ροές προς στην Ευρώπη εντός του έτους, όπως και η οικονομική κρίση με τις αυξήσεις στις τιμές των σιτηρών και της ενέργειας.


6.000 Ουκρανοί πρόσφυγες βρίσκονται ήδη στην Ελλάδα

Ο κ. Μηταράκης έκανε λόγο για 6.000 ανθρώπους που έχουν φτάσει ήδη στη χώρα και πρόσθεσε ότι από τον επόμενο μήνα θα τεθεί σε λειτουργία σύστημα ηλεκτρονικής αυτοκαταχώρησης των Ουκρανών, προκειμένου να γίνει στοιχειώδης απογραφή τους.

Σε αυτήν τη διαδικασία θα είναι εφικτή, προαιρετικά, η καταγραφή τυχόν δεξιοτήτων τους.

Ειδικότερα, το σύστημα θα δίνει στον ενδιαφερόμενο ραντεβού, όπου θα ολοκληρώνεται η εγγραφή του και θα παραλαμβάνει ταυτότητα, ΑΜΚΑ και ΑΦΜ, για άμεση πρόσβαση στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και την αγορά εργασίας.

Ήδη πάντως, υπογράμμισε, έχουν δοθεί στις δημόσιες υγειονομικές δομές οδηγίες για την ελεύθερη περίθαλψη των Ουκρανών που φθάνουν στην Ελλάδα.

Ο Νότης Μηταράκης δεν απέκλεισε και το ενδεχόμενο κάποιοι από αυτούς, εφόσον εργάζονται, να λάβουν αργότερα εθνική άδεια παραμονής στην Ελλάδα.


«Όλοι οι πρόσφυγες από την Ουκρανία είναι ευπρόσδεκτοι»

Σε ό,τι αφορά τους ομογενείς που εγκαταλείπουν την Ουκρανία, ο υπουργός διευκρίνισε ότι δε λαμβάνεται ειδική μέριμνα, καθώς, όπως είπε χαρακτηριστικά, «όλοι οι Ουκρανοί είναι ευπρόσδεκτοι στον μέγιστο βαθμό» και θα έχουν πρόσβαση άμεσα σε ό,τι χρειάζονται, ιδίως στο σχολείο.

Ενόψει της νέας σχολικής χρονιάς, θα δημιουργηθούν ειδικές τάξεις στα ουκρανικά ή και στα ρωσικά, συμπλήρωσε.

Κατά τη διάρκεια της χθεσινής συνάντησης με την κυρία Φέζερ, τέθηκε ακόμη το ζήτημα της ενεργοποίησης προγράμματος που βρίσκεται σε εκκρεμότητα από τον Ιούλιο του 2021 και προβλέπει γερμανική χρηματοδότηση ύψους 50 εκατομμυρίων ευρώ για προγράμματα ενσωμάτωσης
δικαιούχων διεθνούς προστασίας στην Ελλάδα, οι οποίοι θα εγγράφονται με δική τους βούληση.

Με αυτόν τον τρόπο το Βερολίνο «θέλει να συμβάλει στην ανάγκη της Ελλάδας να προσφέρει καλύτερη ενσωμάτωση», σχολίασε ο κ. Μηταράκης και τόνισε ότι το συγκεκριμένο πρόγραμμα «δεν αφορά σε καμία περίπτωση επιστροφές ατόμων από δευτερογενή μετανάστευση στη Γερμανία».

Κληθείς να σχολιάσει πρόσφατα δημοσιεύματα γερμανικών ΜΜΕ σχετικά με ενδεχόμενη κακομεταχείριση μεταναστών στην Ελλάδα, ο κ. Μηταράκης είπε ότι «οποιοσδήποτε θεωρεί ότι για κάποιο λόγο έχει δικαίωμα προσφυγής στη δικαιοσύνη, είναι θετικό να το κάνει, όπως θετικό είναι όλες οι καταγγελίες να εξετάζονται και να κρίνονται ως προς την εγκυρότητά τους».