H αλληλουχία των πραγµάτων είναι προφανής και µιλάει από µόνη της. Αρχικά, ο αρχηγός της αξιωµατικής αντιπολίτευσης υπέβαλε το αίτηµα άµεσης προκήρυξης εκλογών κατά τη συζήτηση επί του Προϋπολογισµού. Στη συνέχεια, ακολούθησε η από µέρους του κατάθεση της πρότασης δυσπιστίας προς την κυβέρνηση και η τριήµερη, µηδενικού αθροίσµατος επ’ αυτής συζήτηση στη Βουλή. Με αυτήν εγκαινιάστηκε ουσιαστικά µια άτυπη και απροσδιόριστης διάρκειας προεκλογική περίοδος, µε την πρωτοβουλία, όµως, των κινήσεων να ξαναπερνά στον πρωθυπουργό, αφού σε αυτόν ανήκει το συνταγµατικό προνόµιο της επιλογής του χρόνου προσφυγής στις κάλπες.

Στην αντιπολίτευση έµενε µόνον η επιλογή της στρατηγικής µε την οποία θα πορευόταν στο µεσοδιάστηµα. ∆εν θα µπορούσε να ξέρει εκ των προτέρων τον χρόνο κατά τον οποίο η εκλογική αναµέτρηση θα λάβει χώρα. Ασφαλώς, όµως, ήξερε ότι εφεξής αυτό θα µπορούσε να συµβεί ανά πάσα στιγµή.

Όπως τόσο η αντιπολίτευση όσο και η συµπολίτευση ξέρουν ότι οι εκλογές κερδίζονται ή χάνονται σε ανύποπτο χρόνο. Και, πάντως, όχι στον ενδιάµεσο µεταξύ της προκήρυξης και της διεξαγωγής τους. Πράγµα που ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να έχει λάβει σοβαρά υπόψη. Εξού και τα κοινοβουλευτικά επεισόδια στα οποία πρωταγωνίστησε ο βουλευτής του Παύλος Πολάκης.

Γιατί αυτά τα επεισόδια; Για έναν απλούστατο λόγο. Η πόλωση -και άρα η οξύτητα που προϋποθέτει η επίτευξή της- είναι ίσως για τον ΣΥΡΙΖΑ ένας µονόδροµος που ακολουθώντας τον ελπίζει ότι, πρώτον, θα συµπιέσει τον χώρο του Κέντρου, στον οποίο τελευταία το ΚΙΝ.ΑΛ. αναπτύσσεται δυναµικά, διεκδικώντας ρόλο ρυθµιστή των µετεκλογικών εξελίξεων και ισορροπιών, και δεύτερον, θα υποχρεώσει τη Ν.∆. να εφαρµόσει µια ανάλογη πολωτική στρατηγική, ώστε να περιοριστεί η δική της εκλογική επιρροή στον ενδιάµεσο χώρο. Είναι δεδοµένο, άλλωστε, ότι ο χώρος αυτός απεχθάνεται την οξύτητα.

Αν το κυβερνών κόµµα, επιδιώκοντας µε τη σειρά του να ανασχέσει τις διαρροές του προς το κόµµα του Νίκου Ανδρουλάκη, πλειοδοτήσει σε πολιτική οξύτητα, ανεβάζοντας τους τόνους της κοµµατικής αντιπαράθεσης, ο πολιτικός ανταγωνισµός θα υπερβεί τα όρια της ανεκτής τοξικότητας, µε πιθανότερο αποτέλεσµα να αυξηθούν αφενός τα ποσοστά της αποχής και αφετέρου, για διαφορετικούς λόγους, τα ποσοστά της ελάσσονος αντιπολίτευσης.

Θα πρόκειται, πάντως, για µια κατάσταση που, εάν το ΚΙΝ.ΑΛ. τη χειριστεί καταλλήλως, τα οφέλη του ενδέχεται να πολλαπλασιαστούν. Από εκεί και πέρα, θα µένει να βρει τις κατάλληλες απαντήσεις και στο δίληµµα της διακυβέρνησης. Το δίληµµα θα είναι σκληρό, αλλά όχι µόνον για το ΚΙΝ.ΑΛ. Θα είναι εξίσου σκληρό και για τη Ν.∆. Αν η τελευταία πιστέψει ότι θα το λύσει εύκολα µε τη στρατηγική της αυτοδυναµίας, η πεποίθησή της µπορεί να γίνει και παγίδα της.

*ΑΡΘΡΟ ΤOY ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΕΦΕΡΤΖΗ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΟΣ, ΑΝΑΛΥΤΗ