Οι τρέχουσες εξελίξεις και οι προοπτικές στην Ευρωζώνη, σε δημοσιονομικό και μακροοικονομικό επίπεδο, με βάση και τις εαρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, συζητήθηκαν, μεταξύ άλλων, στις συνεδριάσεις του Eurogroup την Παρασκευή και του Ecofin σήμερα στη Λισαβόνα, στις οποίες συμμετείχε ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας.

Ο υπουργός Οικονομικών, όπως γνωστοποιείται από σχετική ανακοίνωση, επισήμανε ότι είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικό το γεγονός ότι συνολικά οι προβλέψεις της Επιτροπής έχουν αναθεωρηθεί επί τα βελτίω, χαιρετίζοντας την ενσωμάτωση στις προβλέψεις των θετικών επιδράσεων που θα έχουν στις ευρωπαϊκές οικονομίες οι πόροι από το Ταμείο Ανάκαμψης, οι οποίοι θα πρέπει όμως να ξεκινήσουν να εκταμιεύονται το συντομότερο δυνατόν, κατά το 3ο τρίμηνο του έτους (5 χώρες ακόμη δεν έχουν επικυρώσει τη συμφωνία των Ιδίων Πόρων, προϋπόθεση για την ευρωπαϊκή έξοδο στις αγορές).

Σε ό,τι αφορά στις μακροχρόνιες επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης στην ευρωπαϊκή οικονομία και τους τρόπους αντιμετώπισής τους, ο υπουργός Οικονομικών, αφού επισήμανε την ταχύτερη – σε σχέση με την πρώτη φάση της πανδημίας – προσαρμογή των εθνικών οικονομιών στο σοκ της υγειονομικής κρίσης, αναγνώρισε τους κινδύνους και τις προκλήσεις για το σύνολο των ευρωπαϊκών οικονομιών. Όπως υπογράμμισε ο υπουργός, είναι σημαντικό, προκειμένου να αποφευχθούν και να αντιμετωπιστούν αυτοί οι κίνδυνοι, να ενισχυθούν οι επενδύσεις, και να υπάρξει στήριξη και ομαλή προσαρμογή στην αγορά εργασίας.

Επιπρόσθετα, τόνισε ότι θα πρέπει να ενισχυθεί η πρόοδος στα πεδία της ψηφιοποίησης και της πράσινης οικονομίας, καθώς και η υλοποίηση διαρθρωτικών αλλαγών. Σε αυτό σημαντικό ρόλο θα διαδραματίσουν η ποιότητα των δημόσιων επενδύσεων, αλλά και οι επενδύσεις στους τομείς της εκπαίδευσης, της έρευνας και της καινοτομίας, σημειώνεται στην ανακοίνωση του υπουργείου Οικονομικών.

Για τη μετάβαση των χωρών της ΕΕ σε μία πορεία ισορροπημένης, ανθεκτικής και χωρίς αποκλεισμούς ανάκαμψης, ο Χρήστος Σταϊκούρας αφού επισήμανε ότι η Ευρώπη αντιμετώπισε με αποτελεσματικό και έγκαιρο τρόπο τις οικονομικές επιπτώσεις της πρωτόγνωρης υγειονομικής κρίσης, αναφέρθηκε στην αναγκαιότητα μετατόπισης – σταδιακά και προσεκτικά – των προσωρινών μέτρων στήριξης προς την κατεύθυνση αναπτυξιακών πολιτικών.

Παράλληλα, υποστήριξε την ανάγκη έναρξης των συζητήσεων, το 2ο εξάμηνο του έτους, για αλλαγές στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, το οποίο θα πρέπει να συντονίζεται καλύτερα με τις εξελίξεις στην πραγματική οικονομία, να επιτυγχάνει τη μακροπρόθεσμη διατηρησιμότητα των δημόσιων οικονομικών, να προσφέρει τη μέγιστη δυνατή ευελιξία στην αντιμετώπιση κρίσεων, να προστατεύει και να ενθαρρύνει τις δημόσιες επενδύσεις και, τέλος, να χαρακτηρίζεται από διαφάνεια στον σχεδιασμό και στην εφαρμογή του.