Τα κοιτάνε, τα ξανακοιτάνε και δεν τα πιστεύουν. Ο λόγος για τα ποιοτικά στοιχεία των δημοσκοπήσεων που σχετίζονται με τις επιμέρους διαθέσεις των ψηφοφόρων του Κινήματος Αλλαγής. Όπως, για παράδειγμα, για τη μεγάλη εκτίμηση που δείχνουν στο πρόσωπο του πρωθυπουργού ή, για θέματα που (κάποτε) ήταν ταμπού για το ΠΑΣΟΚ, όπως είναι ασφάλεια, η αστυνόμευση των πανεπιστημίων κ.α. Η βάση του Κινήματος Αλλαγής εμφανίζεται ως η πλέον φιλική προς τον πρωθυπουργό και μάλιστα σε κάποιες έρευνες συναγωνίζεται την αντίστοιχη της ΝΔ. Το ίδιο ισχύει και με το μεγαλύτερο μέρος των κυβερνητικών επιλογών που βρίσκουν ισχυρή ανταπόκριση μεταξύ των ψηφοφόρων της Χαριλάου Τρικούπη. Αντιστοίχως, οι ψηφοφόροι του Κινήματος Αλλαγής είναι οι πιο «αντιΣΥΡΙΖΑ» και απορρίπτουν με συντριπτικά ποσοστά οποιαδήποτε διάλογο με τον ΣΥΡΙΖΑ, πόσω μάλλον την προοπτική της κυβερνητικής συνεργασίας με το κόμμα του κ. Τσίπρα.

Όπως είναι λογικό τα στοιχεία αυτά αποτελούν αντικείμενο συζητήσεων αλλά και προβληματισμού μεταξύ των ηγετικών κλιμακίων του κόμματος. Τους πρώτους μήνες μετά τις εκλογές τα έμπειρα στελέχη της Χαριλάου Τρικούπη θεωρούσαν ότι η στάση αυτή των ψηφοφόρων του κόμματος ήταν φυσιολογική και είχε να κάνει με την απήχηση ή και την ανοχή που απολαμβάνει μια κυβέρνηση στην αρχή της θητείας της. Με το πέρασμα του χρόνου διαπιστώνουν ότι όλα αυτά έχουν πάρει μονιμότερα ή και μόνιμα χαρακτηριστικά, κάτι που εμφανώς δυσκολεύει τη χάραξη τακτικής και στρατηγικής.

Όπως συμβαίνει σε όλα τα κόμματα, υπάρχουν οι ψύχραιμες φωνές, όπως του στενού συνεργάτη της Φώφης Γεννηματά, Χρήστου Πρωτόπαπα, που λένε ότι θα πρέπει το Κίνημα Αλλαγής να λάβει υπόψη του όλα τα δεδομένα και ιδίως τις διαθέσεις των ψηφοφόρων του. Με το πέρασμα του χρόνου, αποδίδουν τις διαθέσεις της βάσης του Κινήματος Αλλαγής, όχι μόνο στον τρόπο που πολιτεύεται ο κ. Μητσοτάκης, αλλά και στην άπωση που προκαλεί στον κόσμο του ΠΑΣΟΚ ο Αλέξης Τσίπρας τόσο για τα κυβερνητικά πεπραγμένα του και τη συνεργασία με τον ακροδεξιό Καμμένο, όσο και για τον χυδαίο τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε το ΠΑΣΟΚ και τα στελέχη του τα πρώτα χρόνια των μνημονίων.

Βεβαίως, αυτό που δικαιολογημένα τους απασχολεί, πέραν της διατήρησης και της ικανοποίησης των σημερινών ψηφοφόρων του κόμματος, είναι με ποια «γραμμή» θα αυξηθούν τα ποσοστά του Κινήματος Αλλαγής και ιδίως πώς θα επιστρέψουν οι παραδοσιακοί ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ που μετακόμισαν στον ΣΥΡΙΖΑ. Για αυτό και απορρίπτουν τη μετωπική σύγκρουση με την Κουμουνδούρου, η οποία, λένε, ότι δεν ταιριάζει και με τα σοσιαλδημοκρατικά χαρακτηριστικά του Κινήματος Αλλαγής.

Ο…αψύς Κεγκέρογλου

Λέγαμε ότι στα κόμματα υπάρχουν ψύχραιμα στελέχη, που παρακολουθούν τα πολιτικά πράγματα με σύνεση και αναλυτική σκέψη. Υπάρχουν, ωστόσο, και άλλοι που κυνηγούν φαντάσματα και ψάχνουν στις θεωρίες συνομωσίας τα αίτια της περιορισμένης απήχησης των επιλογών τους. Όπως για παράδειγμα έκανε χθες ο γραμματέας της κοινοβουλευτικής ομάδας του Κινήματος Αλλαγής Βασίλης Κεγκέρογλου. Με μια ανάρτησή του, ο κ. Κεγκέρογλου επιτέθηκε με αήθη τρόπο στον έγκριτο αναλυτή Στράτο Φαναρά, επειδή δεν του άρεσαν τα στοιχεία της δημοσκόπησης που παρουσίασε στο Μega. «Ο φίλος Στράτος Φαναράς της Μέτρον Αναλυσις ξέχασε να γράψει ότι η δημοσκόπηση με το Eμβερικό 92% έγινε ανάμεσα στα μέλη της κυβέρνησης που ήταν κάποτε στο χώρο μας.

Στράτο σε κατηγορώ ευθέως για φανταστική δημοσκόπηση και σε καλώ να με μηνύσεις», έγραψε στο λογαριασμό του, προκαλώντας καταιγισμό αντιδράσεων στα social media. Yψηλόβαθμες πηγές της Χαριλάου Τρικούπη ξεκαθάριζαν ότι δεν υπάρχει καμία απόφαση για σύγκρουση με τις εταιρείες δημοσκοπήσεων, θυμίζοντας με νόημα και τις παραδοσιακά άριστες σχέσεις του κ. Φαναρά με το ΠΑΣΟΚ. Διευκρίνιζαν, μάλιστα, ότι δεν υπήρχε καμία συνεννόηση του κ. Κεγκέρογλου με την Φώφη Γεννηματά για την επίθεση στον κ. Φαναρά και ότι ήταν απολύτως προσωπική κίνηση του βουλευτή Ηρακλείου.

Η «γραμμή»

Την ίδια στιγμή, τις διαθέσεις των ψηφοφόρων του Κινήματος Αλλαγής μελετάνε και οι (δυνάμει) υποψήφιοι για την ηγεσία του κόμματος. Πρώτος από όλους ο Ανδρέας Λοβέρδος, ο οποίος βλέπει πως η δική του σκληρή ρητορική έναντι του ΣΥΡΙΖΑ είναι απολύτως εναρμονισμένη με τη βάση. Ο πρώην υπουργός θα συνεχίσει σε αυτή τη λογική, προτάσσοντας παράλληλα το δικό του μεταρρυθμιστικό έργο στα υπουργεία που θήτευσε. Σε πιο μετριοπαθή ρητορική σε σχέση με την Κουμουνδούρου κινείται ο Νίκος Ανδρουλάκης, ο οποίος αποφεύγει, προσώρας, τους υψηλούς τόνους και προκρίνει την προγραμματική αντιπαράθεση. Σε ότι αφορά, τέλος, στην κυρία Γεννηματά, είναι σαφής η γραμμή που ακολουθεί περί αυτόνομης πορείας του κόμματος, με αποστάσεις τόσο από τον Κυριάκο Μητσοτάκη όσο και από τον Αλέξη Τσίπρα. Πρέπει να σημειωθεί ότι με ξεκάθαρο τρόπο η πρόεδρος του Κινήματος Αλλαγής έχει απορρίψει όλα τα ανοίγματα και τις προσκλήσεις για συνεργασία που της έχει απευθύνει ο Αλέξης Τσίπρας, διαψεύδοντας και τους πιο καχύποπτους που την κατηγορούν ότι παίζει παιχνίδια με τον ΣΥΡΙΖΑ.