Όσοι παρακολουθούν από κοντά την πορεία της Νέας Δημοκρατίας στο πέρασμα των χρόνων ιδιαίτερα τις περιόδους που βρίσκεται στη διακυβέρνηση της χώρας, είναι σε θέση να γνωρίζουν από πρώτο χέρι, πως η εκ των έσω υπονόμευση του εκάστοτε «γαλάζιου» πρωθυπουργού έχει ένα άκρως ενδιαφέρον διαχρονικό χαρακτηριστικό. Βλέπετε στην περίπτωση της Κεντροδεξιάς παράταξης το πριόνισμα σχεδιάζεται και υλοποιείται από πολιτικούς, μιντιακούς και επιχειρηματικούς πυρήνες που υποτίθεται ότι ευνοούνται σε όλα τα επίπεδα και συνιστούν προνομιακούς συνομιλητές των αντίστοιχων κυβερνητικών σχημάτων.

Στο πλαίσιο αυτό, κάθε άλλο παρά έκπληξη αποτελεί το γεγονός ότι το «χτύπημα» κάτω από τη ζώνη που επιχειρήθηκε εναντίον του Κυριάκου Μητσοτάκη σε μια εποχή που παρά την λαίλαπα του κορονοϊού είναι ο απόλυτος κυρίαρχος του πολιτικού σκηνικού (χωρίς ταυτόχρονα να απειλείται από τον Αλέξη Τσίπρα) φιγουράριζε κάτω από τον τίτλο της Καθημερινής. Η κατά τ' άλλα παραταξιακή εφημερίδα που αρχικώς λανσαριζόταν ως η αποτύπωση στον χώρο των ΜΜΕ του κυβερνητικού προφίλ, το οποίο επιθυμούσε να καλλιεργήσει ο πρωθυπουργός, έγινε το όχημα για την προσπάθεια δημιουργίας εσωστρέφειας στους κόλπους του κυβερνώντος κόμματος. Όταν μάλιστα η προσπάθεια αυτή φέρει την υπογραφή του Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος επέστρεψε στον ρόλο που τον θυμούνται οι παλαιότεροι και πλέον μαθαίνουν οι νεότεροι και του διευθυντή της εφημερίδας Αλέξη Παπαχελά, ο οποίος με την επιστροφή του στα πάτρια εδάφη βάλθηκε να επιβεβαιώσει τους μύθους που τον συνόδευαν όλα αυτά τα χρόνια, τότε οι στοχεύσεις τέτοιων ενεργειών καθίστανται απολύτως σαφείς.

Η ερμηνεία των κινήσεων

Σ' αυτό το μέτωπο, ωστόσο, ακόμη μεγαλύτερη σημασία έχουν τα κίνητρα των δύο συμμάχων στο εγχείρημα της υπονόμευσης ενός πανίσχυρου πρωθυπουργού. Για τον Αντώνη Σαμαρά, ουδείς γνωρίζει αν πρόκειται για την αποπληρωμή του γραμματίου της καταψήφισης από τον Κυριάκο Μητσοτάκη της υποψηφιότητας Παυλόπουλου για την Προεδρία της Δημοκρατίας το 2015. 'Η για την πρόθεσή του να προλάβει πιθανές εξελίξεις που αφορούν τον ίδιο και τον Κώστα Καραμανλή ενόψει των επόμενων εθνικών εκλογών και των γενικότερων ζυμώσεων που επικρατούν σ' αυτή τη φάση στο πολιτικό σκηνικό, σε συνδυασμό φυσικά με την μόνιμη ανάγκη του να δηλώνει πολιτικά «παρών». Ωστόσο, οφείλουμε να ομολογήσουμε πώς είναι δυνατόν ένας πρόσωπο του βεληνεκούς του να μην αντιλαμβάνεται, ότι τέτοιου είδους πρωτοβουλίες είναι σαν να επιβαρύνουν το πολιτικό του κάρμα, αφού επαναφέρουν στις μνήμες όλων γνωστά γεγονότα και καταστάσεις. Άλλωστε, η απόφασή του να μην ακολουθεί την τακτική της σιωπής του Κώστα Καραμανλή είναι απολύτως σεβαστή και πιθανώς επιβεβλημένη. Να είναι όμως για μια ακόμη φορά στο επίκεντρο διεργασιών που στοχεύουν ξεκάθαρα στην -από το πουθενά- δημιουργία εστιών έντασης για την κυβέρνησή του κόμματός τους, σε ώρες μάλιστα πολλαπλών κρίσεων, είναι κάτι που δεν τιμά ούτε την προσωπικότητα, ούτε την πορεία του. Πολλώ δε μάλλον από την στιγμή που στην αντίδρασή του δεν υπάρχει ουσία, αφού στο κομμάτι των διερευνητικών ουδεμία χειροπιαστή εξέλιξη υφίσταται, ενώ σε ό,τι αφορά τις συμφωνίες με τη Βόρεια Μακεδονία πρόκειται γι' αυτό που ονομάζεται… φυσική συνέχεια του κράτους. Κι εδώ που τα λέμε ο Αντώνης Σαμαράς έπρεπε να είναι ο πρώτος που αντιλαμβάνεται καλύτερα την συγκεκριμένη έννοια, αφού και ο ίδιος, βρέθηκε πριν από μερικά χρόνια στην θέση να εγκαταλείψει τις αντιμνημονιακές τοποθετήσεις του (αυτές που τον είχαν απομονώσει πανευρωπαϊκά) και να αντιμετωπίσει τη σκληρή πραγματικότητα). Σ' αυτή μάλιστα την περίπτωση, οι εν λόγω συμφωνίες αποτελούν δικλείδα ασφαλείας για την ομαλή εφαρμογή των όσων έχουν υπογραφεί από την πλευρά των γειτόνων. Ως εκ τούτου, εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι ο Αντώνης Σαμαράς έχει αλλού στραμμένη την πυξίδα του, όπως πολύ καλά ξέρουν οι στενοί συνομιλητές του. Εκτός όμως των πολιτικών θεμάτων αυτές οι τοποθετήσεις έχουν και ηθικό υπόβαθρο, το οποίο θα πρέπει να συνυπολογίσει. Εξάλλου, αν κάποιοι το ξεχνούν ο Μητσοτάκης προσωπικά και η κυβέρνησή του -ως όφειλαν βεβαίως και με βάση τις εξελίξεις στο μέτωπο της Δικαιοσύνης- στάθηκαν απολύτως στο ύψος των περιστάσεων σε ό,τι έχει να κάνει με την στοχοποίηση Σαμαρά από τον ΣΥΡΙΖΑ.

Το Φάληρο «αιμοδότης» στελεχών στην επικοινωνία της κυβέρνησης

Ο Αλέξης Παπαχελάς, δεν έκανε όλον αυτό τον καιρό τίποτ' άλλο, παρά να εκμεταλλευτεί την προνομιακή σχέση του σημερινού Μεγάρου Μαξίμου με τον Όμιλο του Νέου Φαλήρου, η οποία εξελισσόταν όχι μόνο σε επίπεδο κορυφής, αλλά και στην βάση της πυραμίδας των άριστων επαφών ανάμεσα στις δυο πλευρές. Ενδεικτικό παράδειγμα, τα προερχόμενα από τους κόλπους του μαγαζιού των Αλαφούζων στελέχη που έχουν λάβει κομβικά επικοινωνιακά πόστα στην κυβέρνηση, όπως η Αριστοτελία Πελώνη, που είναι αναπληρώτρια κυβερνητική εκπρόσωπος, ο Δημήτρης Γιαννίρης, ο οποίος είναι δίπλα στον υπουργό Επικρατείας Γιώργο Γεραπετρίτη, αλλά και μια σειρά δημοσιογράφους που θητεύουν σε υπουργικά γραφεία. Όμως, το πράγμα φαίνεται ότι στράβωσε όταν η ηγεσία της κυβέρνησης αρνήθηκε να δώσει στον Αλέξη Παπαχελά την δυνατότητα να επικαλείται επίσημα ή ανεπίσημα τους διαύλους επικοινωνίας του με την κυβέρνηση για να εξυπηρετήσει τα δημοσιογραφικά του ενδιαφέροντα, είτε στο πολιτικό, είτε στο επιχειρηματικό, είτε στο διεθνές ρεπορτάζ. Προφανώς, εξαιρεί εαυτόν από την συνεχή αρθρογραφία του περί ανάγκης αποσύνδεσης του παρόντος κυβερνητικού σχήματος από πάσης φύσεως «νταραβέρια», θεμιτά ή μη. Ως εκ τούτου, μετά τα σύννεφα που δημιουργήθηκαν στις σχέσεις των δύο πλευρών εξαιτίας της απογοήτευσης του διευθυντή της Καθημερινής για το γεγονός ότι δεν του επετράπη να «συγκυβερνήσει» -σε επίπεδο δημοσιογραφικών αποκαλύψεων πάντα- με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, εμφανίστηκε ως από μηχανής Θεός ο Μεσσήνιος πολιτικός για να βγάλει όλα όσα είχε μέσα του τελευταία χρόνια.