Όταν η Ελλάδα βγήκε κατεστραμμένη από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το περιβόητο Σχέδιο Μάρσαλ ήταν αυτό που λειτούργησε σαν σανίδα σωτηρίας για να βγει η χώρα από το τέλμα. Με βάση υπολογισμούς που έχουν γίνει, το τότε «πακέτο» οικονομικής στήριξης μαζί με τη στρατιωτική βοήθεια που παρασχέθηκε στην Ελλάδα έφτανε τα περίπου 30 δισ. ευρώ με σημερινούς όρους. Σήμερα, η Ελλάδα, μετά τη δεκαετή μνημονιακή περιπέτεια, που της εξαφάνισε το 25% του ΑΕΠ της, βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα νέο πρωτοφανές οικονομικό σοκ, που ξεπερνά το κραχ του 1929 και είναι προφανές ότι το ευρωπαϊκό «πακέτο» των 72 δισ. ευρώ είναι ίσως η τελευταία ευκαιρία της χώρας, όχι απλώς να ξεφύγει από τη δίνη μιας νέας κρίσης, αλλά να ξεπεράσει τις παθογένειες του παρελθόντος και να γυρίσει σελίδα.

Στην κυβέρνηση, ειδικά μετά την πολυήμερη διελκυστίνδα Βορείων Νοτίων, έχουν αντιληφθεί ότι δεν βρίσκονται μπροστά σε μια συνήθη πρόκληση, αλλά είναι αντιμέτωποι με ένα στοίχημα «Do or die». Κοινώς, αν δεν τα καταφέρουν, το πολιτικό κόστος θα είναι το μικρότερο κακό, αφού η χώρα θα έχει χάσει οριστικά το τρένο της προόδου. Και πριν από το ξέσπασμα του κορονοϊού τα πράγματα δεν ήταν ρόδινα, παρά τη βελτίωση της αξιοπιστίας της χώρας, καθώς η δομή και η λειτουργία του κράτους, αλλά και του ιδιωτικού τομέα, έμοιαζαν κολλημένες σε προηγούμενες δεκαετίες, παρά τις μεταρρυθμίσεις που επιβλήθηκαν και εφαρμόστηκαν την περίοδο 2010- 2019.
Πολλές και σημαντικές είναι οι αλλαγές που απαιτούνται προκειμένου να μη χαθεί οριστικά το τρένο της προόδου

Μόνο τυχαίο δεν είναι ότι πριν καν οριστικοποιηθεί το ευρωπαϊκό «πακέτο» των 32 δισ. ευρώ, που μαζί με το επόμενο ΕΣΠΑ, το γεωργικό Ταμείο και το Ταμείο Συνοχής φτάνουν σχεδόν στα 72 δισ. ευρώ, ο Κ. Μητσοτάκης είχε δρομολογήσει αλλαγές στην παραδοσιακή κυβερνητική σύνθεση και λειτουργία, ετοιμάζοντας «ομάδα κρούσης», που αφενός θα σχεδιάσει το πλάνο της επόμενης ημέρας, αφετέρου θα πρέπει να στήσει τον μηχανισμό για την υπέρβαση όλων των γνωστών γραφειοκρατικών εμποδίων, τα οποία πολλές φορές λειτουργούν και ως θύλακοι διαφθοράς.

ΟΡΓΑΣΜΟΣ ΣΥΣΚΕΨΕΩΝ

Μετά την «αφαίμαξη» μισθωτών, συνταξιούχων, ελεύθερων επαγγελματιών και επιχειρήσεων που συντελέστηκε στη διάρκεια του 3ου Μνημονίου, στην κυβέρνηση δεν τρέφουν ψευδαισθήσεις ότι οι πολίτες έχουν διάθεση να επιδείξουν υπομονή έως ότου αποδώσουν οι μακροπρόθεσμες, τολμηρές μεταρρυθμίσεις που θα περιλαμβάνει το Σχέδιο Ανάκαμψης, προκειμένου να θεσμοθετηθεί ο νέος γύρος φοροελαφρύνσεων, που «πάγωσε» φέτος λόγω κορονοϊού. Ετσι, παράλληλα και πέρα από τον στρατηγικό σχεδιασμό, υπάρχει οργασμός συσκέψεων στο οικονομικό επιτελείο, προκειμένου να «χωρέσουν» κάποιες φοροελαφρύνσεις στο πρώτο «πακέτο» από τα 32 δισ., που αναμένεται στο β’ εξάμηνο του 2021.

Μπορούν να χρηματοδοτηθούν μειώσεις φόρων και εισφορών από αυτό το «πακέτο»; «Εξαρτάται. Μπορούν, αν είναι στοχευμένες και τεκμηριωθούν ως απόρροια των συνεπειών της πανδημίας. Είναι θέμα στρατηγικής», απαντούν ευρωπαϊκές πηγές στα «Π». Στην ελληνική πλευρά, πάντως, είναι ακόμα πιο επιφυλακτικοί, γνωρίζοντας ότι τα λάθη στον σχεδιασμό απλώς απαγορεύονται, ειδικά από τη στιγμή που η Σύνοδος Κορυφής αποφάσισε τη θεσμοθέτηση ενός «θολού» ακόμα μηχανισμού, όπου κάποιο κράτος θα μπορεί να μπλοκάρει την εκταμίευση από το Ταμείο Ανάκαμψης.

Η ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑ

Σύμφωνα με πληροφορίες των «Π», προτεραιότητα της κυβέρνησης είναι η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και αυτό ακριβώς θα επιχειρηθεί να «κουμπώσει» με το σχέδιο που θα υποβάλει η Αθήνα στις Βρυξέλλες μέσα στον Οκτώβριο. Οπως επισημαίνουν στα «Π» αρμόδιες πηγές, «η μείωση των εισφορών δεν μπορεί να γίνει με απευθείας χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης, αλλά μπορεί να ενταχθεί σε σχέδιο μεταρρυθμίσεων για την αγορά εργασίας», αποκαλύπτοντας έτσι το πλάνο με βάση το οποίο θα κινηθεί η ελληνική πλευρά και που θα ανακοινωθεί επισήμως από τον πρωθυπουργό στη ∆ΕΘ.

Η μείωση των εισφορών δεν είναι εμμονή της κυβέρνησης. Στην ειδική έκθεσή του για την Ελλάδα, ο ΟΟΣΑ αναδεικνύει το μεγάλο βάρος στη μισθωτή εργασία, καλώντας τις ελληνικές Αρχές να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα το συντομότερο δυνατόν, ενώ η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών αποτελεί διαχρονικό αίτημα των επιχειρήσεων, προκειμένου αφενός να προσελκύσουν με μεγαλύτερες αμοιβές υψηλής εξειδίκευσης στελέχη, αφετέρου να μπορέσουν να αυξήσουν τις προσλήψεις νέου προσωπικού. Είναι, άλλωστε, ενδεικτικό ότι οι ίδιες οι επιχειρήσεις κατέκλυσαν στις αρχές του χρόνου το υπουργείο Οικονομικών με αιτήματα για ταχύτερη μείωση των εισφορών αντί των συντελεστών φόρου εισοδήματος. Η πρόκληση των 72 δισ. ευρώ σίγουρα δεν είναι απλή. Αν λάβει, μάλιστα, κανείς υπόψη τους ειδικούς πολλαπλασιαστές για τους τομείς όπου θα επενδυθούν αυτά τα κεφάλαια, μιλάμε για μια «ένεση» που μπορεί να φτάσει τα 200 δισ. ευρώ! Η πρόκληση είναι διπλή και αυτό το αντιλαμβάνεται κανείς μιλώντας με «μπαρουτοκαπνισμένα» στελέχη του οικονομικού επιτελείου. ∆εν αρκεί ένα τέλειο σχέδιο για την απορρόφηση αυτού του «βουνού κεφαλαίων», αλλά θα πρέπει και οι μηχανισμοί απορρόφησης να στηθούν και να λειτουργήσουν τελείως διαφορετικά, έτσι ώστε να μην επαναληφθούν τα ολέθρια ποσοστά 40%50% που παρατηρήθηκαν σε προγράμματα του ΕΣΠΑ.

Το παράδειγμα της απίστευτης δουλειάς που έγινε με την ψηφιοποίηση του ∆ημοσίου σε χρόνορεκόρ αποτελεί σίγουρα έναν οδηγό, πόσω μάλλον όταν η ψηφιακή διακυβέρνηση παραμένει μια από τις βασικές μεταρρυθμιστικές προκλήσεις της κυβέρνησης, όχι μόνο για την προσέλκυση επενδύσεων, αλλά και για την αποτελεσματικότερη λειτουργία του κράτους. Αμερικανικά και ισραηλινά κεφάλαια έχουν εκδηλώσει έντονο ενδιαφέρον για επενδύσεις στην υψηλή τεχνολογία στη χώρα μας, καθιστώντας εκ των πραγμάτων τις νέες τεχνολογίες και το R&D από τις βασικές προτεραιότητες. Ηδη έχουν θεσμοθετηθεί ειδικά φορολογικά κίνητρα και έπεται συνέχεια.

Όποιοι παρακολούθησαν τις πυρετώδεις διαβουλεύσεις στις Βρυξέλλες και «έτρεξαν» το πολυσέλιδο κείμενο της συμφωνίας αντιλήφθηκαν ότι η Ευρώπη θα προσπαθήσει να αξιοποιήσει την κρίση ως ευκαιρία, για να κάνει το άλμα στην «πράσινη» ανάπτυξη.

Με αυτό το δεδομένο, το πλάνο ταχείας απεξάρτησης από τη λιγνιτική ενέργεια, η επανεξέταση του φορολογικού πλαισίου για τα ενεργειακά προϊόντα, η προώθηση της ηλεκτροκίνησης και το «κυνήγι» των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας θα αποτελέσουν το «βαρύ πυροβολικό» του Σχεδίου Ανάκαμψης. Όσο για το επενδυτικό ενδιαφέρον, απεριόριστο. Στη ∆ΕΘ πιθανότατα θα ανακοινωθεί το project της VW για το ηλεκτρονικό νησί, ενώ η Γερμανία, ως τιμώμενη χώρα της Έκθεσης, ετοιμάζει «απόβαση» δεκάδων επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στις ΑΠΕ, κυρίως σε φωτοβολταϊκά και αιολική ενέργεια.

Παράλληλα, το έντονο αμερικανικό ενδιαφέρον για το φυσικό αέριο και όχι μόνο διευκολύνει τους στρατηγικούς «πράσινους» στόχους της κυβέρνησης. Ως εθνικός στόχος συμμετοχής των ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας τίθεται η επίτευξη μεριδίου συμμετοχής τουλάχιστον στο 35% για το 2030. Ειδικότερα, η ακαθάριστη τελική κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας να ανέλθει σε ποσοστό τουλάχιστον 60%, για τις ανάγκες θέρμανσης και ψύξης να ξεπεράσει το 40% και στον τομέα των μεταφορών να ξεπεράσει το 14%.

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά το Σάββατο 25 Ιουλίου