«Ο Τούρκος πρόεδρος  Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν με την απόφαση του γκρεμίζει το σύμβολο της Αγίας Σοφίας και θέλει να αναβιώσει μια νέο οθωμανική
αυτοκρατορία» δήλωσε στα Παραπολιτικά 90,1 και στην εκπομπή «Πρωινή πτήση» με τον δημοσιογράφο Τηλέμαχο Σαντοριναίο, ο πρέσβης επί τιμή της Κύπρου Περικλής Νεάρχου.

Ο κ. Νεάρχου σημείωσε πως «ο Τούρκος πρόεδρος νομίζει πως θα κάνει τη χώρα του μια μεγάλη δύναμη».

Ακόμη ανέφερε πως «οι αντιδράσεις Ελλάδας και Κύπρου είναι χλιαρές που δίνει τη δυνατότητα στην Τουρκία να μιλά για δίκαιη μοιρασιά στην Ανατολική
Μεσόγειο».

Διαβάστε ολόκληρη τη συνέντευξη του Περικλή Νεάρχου στα Παραπολιτικά 90,1: 

Αναφορικά με το ζήτημα της Αγίας Σοφίας, ο κ. Νεάρχου σημείωσε: «Το θέμα της Αγίας Σοφίας είναι το ιδεολογικό επίπεδο στο οποίο αναβιώνουν αυτό που επιδιώκουν στο πρακτικό πολιτικό επίπεδο. Δηλαδή τι σημαίνει η πράξη του Ερντογάν; Ο Κεμάλ Ατατούρκ το 1934 στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων του που ο πυρήνας ήταν ο υποσχόμενος εξευρωπαϊσμός της Τουρκίας, στο πλαίσιο αυτό η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε μουσείο ήταν ένα σύμβολο αυτής της πολιτικής. Έρχεται σήμερα ο Ερντογάν και «γκρεμίζει» αυτό το σύμβολο και το υποκαθιστά με το τον επεκτατικό ισλαμισμό. Δηλαδή η πολιτική του να αναβιώσει ενός είδους νέο-οθωμανικής αυτοκρατορίας επιδιώκει να αποκτήσει τον ιδεολογικό του πυρήνα που είναι ακριβώς αυτό το κατακτητικό Ισλάμ».

«Ο Ερντογάν νομίζει ότι τώρα είναι μια μεταβατική περίοδος, μια ρευστή περίοδος από άποψη γεωπολιτική και πιστεύει ότι η Τουρκία πρέπει στη φάση αυτή και να πολεμά και να διαπραγματεύεται και με τον τρόπο αυτό νομίζει ότι θα πραγματώσει το όραμα του για να ξανακάνει την Τουρκία μεγάλη δύναμη», ανέφερε χαρακτηριστικά.

«Η Ελλάδα και η Κύπρος έχουν ακολουθήσει μια πολιτική κατευνασμού η οποία είναι αυτοκαταστροφική. Και τώρα ακόμη οι αντιδράσεις της Ελλάδας και της Κύπρου είναι δυστυχώς χλιαρές οι οποίες ακριβώς δίνουν την εντύπωση στον άλλον να βγαίνει και να μιλάει για «δίκαιη μοιρασιά». Τι δικαιοσύνη να μοιράζεις τα αγαθά των άλλων. Απορρίπτει το διεθνές δίκαιο και εντάσσει τις διεκδικήσεις του στη βάση μιας αυθαίρετης τουρκικής θεωρίας. Πιστεύει ότι δια της ισχύος έθεσε ως στόχο να προσδώσει στην Τουρκία μια αυξημένη στρατιωτική ισχύ ούτως ώστε να τη χρησιμοποιήσει μετά ως διπλωματικό εργαλείο και αμαχητί ουσιαστικά να επιτύχει αυτό που επιδιώκει», επισήμανε ο ίδιος.

«Τον πόλεμο δεν τον επιδιώκει η δική μας πλευρά, η δική μας πλευρά πρέπει να είναι έτοιμη να κάνει το αυτονόητο. Το να τίθεται κατά ένα τρόπο προβοκατόρικο «τι θέλετε τώρα να πάμε να κάνουμε πόλεμο;» είναι αδιανόητο! Εάν πάει για παράδειγμα να κάνει γεώτρηση νότια της Κρήτης τι θα κάνεις, θα πεις ''περάστε, ελάτε να πάμε στη Χάγη;''. Βεβαίως αυτό είναι κόκκινη γραμμή και πρέπει να είναι γιατι σε διαφορετική περίπτωση ο άλλος εφόσον προεξοφλεί ότι εσύ δεν θα αντιδράσεις και δεν θα γίνει μια σύγκρουση που θα αποσταθεροποιήσει ολόκληρη την περιοχή και το ΝΑΤΟ, τότε νομίζει ότι είναι πολύ ευκολότερα τα πράγματα γι’ αυτόν. Το να στέλνεις ένα μήνυμα σταθερότητας αλλά πολύ περισσότερο να προετοιμάζεσαι, και εκεί πρέπει να κάνουμε μια κριτική, ότι δεν βλέπω τη σπουδή για να αντιμετωπιστούν ορισμένα πράγματα. Εννοώ το στρατιωτικό», σημείωσε επιπρόσθετα.

«Δηλαδή δεν είναι δυνατόν παράδειγμα θέματα κρισιμότατα όπως είναι πιστοποίηση πύραυλων, εξαρτήματα να παραπέμπονται σε συμφωνίες και να λιμνάζουν στο ελεγκτικό συνέδριο επί μήνες τη στιγμή που βρισκόμαστε σε μια έκτακτη κατάσταση και θα πρέπει οι κινήσεις μας και η προετοιμασία της χώρας να γίνεται κατά τόπο σύντονο και εύκτατο. Αυτά είναι πράγματα τα οποία δεν δίνουνε το μήνυμα ότι κινούμαστε με τη δέουσα αποφασιστικότητα! Αυτό πρέπει να είναι το μήνυμα μας. Και κατά δεύτερο λόγο η σφυρηλάτηση των συμμαχιών μας», τόνισε ο κ. Νεάρχου.

Αναφερόμενος στη στάση της Ρωσίας και των ΗΠΑ στο θέμα της Αγίας Σοφίας, υπογράμμισε: «Η Τουρκία είναι ένας πολύ σημαντικός γεωστρατηγικός παράγων και οι δυο υπερδυνάμεις παίζουν ένα παιχνίδι προσεταιρισμού. Ας πάρουμε το παράδειγμα της Ρωσίας. Έχει επενδύσει πολλά στην ουδετεροποίηση και στη διαφοροποίηση τη γεωπολιτική της Τουρκίας και δεν θέλει να σπεύσει να χαλάσει το παιχνίδι αυτό που θίγει τα συμφέροντα της και συμπεριφέρεται κατά ένα τρόπο απαράδεκτα χλιαρό. Αλλά επίσης θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι έχουν συμβεί και αλλά θέματα, ιδίως το θέμα του διχασμού της ορθόδοξης εκκλησίας με την αναγνώριση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο του αυτοκεφάλου της Ουκρανικής εκκλησίας το οποίο έχει ενοχλήσει πολύ τη Ρωσία. Παίζεται ένα παιχνίδι γεωπολιτικό μεταξύ των δυο υπερδυνάμεων και χρησιμοποιείται το Πατριαρχείο ως το παιχνίδι αυτό. Θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτική η ελληνική πλευρά και ιδιαίτερα, όχι τόσο το αιχμάλωτο Πατριαρχείο αλλά η Ελληνική Εκκλησία η οποία δεν πρέπει να ακολουθεί παθητικά οποιεσδήποτε πρωτοβουλίες. Είναι αυτόνομη και αυτοκέφαλη η Ελληνική Εκκλησία και πρέπει να είναι πολύ πιο προσεκτική στα θέματα αυτά».