Προκληθείς κατά την πρόσφατη συζήτηση στη Βουλή ο Κυριάκος Μητσοτάκης από τον Αλέξη Τσίπρα, διέψευσε κατηγορηματικά ότι θα προσφύγει σε πρόωρες κάλπες. Όμως με δεδομένο -σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις- ότι η «γαλάζια» παράταξη θα είναι ο βέβαιος νικητής και των επόμενων εκλογών -όποτε και με όποιο σύστημα και αν αυτές διεξαχθούν- το πλέον ενδιαφέρον είναι τι συνεπάγεται ένα τέτοιο αποτέλεσμα για τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Ειδικώς δε για τον ΣΥΡΙΖΑ. Πράγματι, δεν μπορεί κανείς να αποκλείσει ίσως και εκρηκτικές διαδικασίες στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης από μία νέα εκλογική ήττα.

Ανεξαρτήτως των όποιων εξελίξεων, ένα από τα μεγάλα ατού του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι ότι παραμένει νωπός στη μνήμη της ελληνικής κοινωνίας ο τρόπος με τον οποίο κυβέρνησε ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας, κάτι που γίνεται εντονότερο από τις τελευταίες αποκαλύψεις για παρακρατικές συμπεριφορές. Πράγμα το οποίο σημαίνει ότι η μνήμη αυτή θα παραμένει ζωντανή -σε βάρος της για πρώτη φορά Αριστεράς- όσο η αντιπολιτευτική πολιτική που ακολουθεί είναι τόσο ανεπαρκής και συνιστά αντίφαση στα όσα σήμερα προτείνει σε σύγκριση με όλα όσα ως κυβέρνηση έκανε.

Όπως, για παράδειγμα, η πρόταση μείωσης της προκαταβολής φόρου από τις επιχειρήσεις κατά 50%, τη στιγμή που όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν στην κυβέρνηση είχε ανεβάσει την προκαταβολή αυτή στο 100%, εξουθενώνοντας τις επιχειρήσεις. Ή οι προτάσεις για τις ασφαλιστικές εισφορές, όταν δεν υπάρχει ελεύθερος επαγγελματίας και αυτοαπασχολούμενος που να ξεχνάει την οικονομική του εξουθένωση από τον Νόμο Κατρούγκαλου.

Ολα αυτά αποτελούν, πέραν των ευρημάτων των δημοσκοπήσεων, που αποτυπώνουν τις διαθέσεις του εκλογικού σώματος, μία πολύ καλή ένδειξη για το ποιος θα είναι ο νικητής και των επόμενων εκλογών. Μια τέτοια όμως προοπτική θα συνιστά την τρίτη κατά σειρά εκλογική ήττα του κ. Τσίπρα από τον κ. Μητσοτάκη. Και, αυτομάτως, από ισχυρό όπλο της συγκεκριμένης Αριστεράς, ο Αλέξης Τσίπρας θα μετατραπεί σε πολιτικό αρχηγό που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τον βασικό αντίπαλό του.

Ηδη οι έρευνες δείχνουν ότι εκτός από τη μεγάλη διαφορά που υπάρχει στην πρόθεση ψήφου μεταξύ της Ν.Δ. και του ΣΥΡΙΖΑ, που σε ορισμένες περιπτώσεις υπερβαίνει τις 20 ποσοστιαίες μονάδες, ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει επίσης καθηλωμένος σε ποσοστά που μετά βίας υπερβαίνουν το 20% -σε αρκετές περιπτώσεις είναι κάτω από το ποσοστό αυτό-, γεγονός που αποτελεί σημαντική υποχώρηση, έναντι του εκλογικού του αποτελέσματος του 2019, κατά 13 ποσοστιαίες μονάδες.

Και αυτό σε αντίθεση με τη Ν.Δ., που εμφανίζεται να αυξάνει σημαντικά το εκλογικό της ποσοστό, σχεδόν έναν χρόνο μάλιστα μετά τις εκλογές εκείνες. Που, λογικώς, θα έπρεπε, ως κυβερνών κόμμα, να εμφανίζει κάποια φθορά. Τούτων δοθέντων, ουδόλως θα πρέπει να αποκλείεται μια έντονα προβληματική κατάσταση μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ για την ηγεσία του κόμματος ύστερα από μια νέα εκλογική ήττα, καθώς η αντίληψη που υπάρχει στο πρώην κυβερνητικό κόμμα δεν είναι απλώς να αποτελεί ρυθμιστή των πολιτικών εξελίξεων, αλλά να καταλάβει ξανά την εξουσία, όπως υπόσχεται στα στελέχη του ο Αλέξης Τσίπρας.