Το γεγονός, ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εδήλωσε έτοιμη για αγορά κρατικού χρέους της τάξεως του 1,1 τρις € μέχρις τέλους του χρόνου (αντιστοιχεί περίπου στο 6% του ΑΕΠ της ΕΕ) και μάλιστα διατεθειμένη, να παραβλέψει και ενδεχομένους περιορισμούς (την κλείδα εθνικής κατανομής και το πλαφόν του 1/3 του εθνικού χρέους), δείχνει το ανεπανάληπτο μέγεθος της παρέμβασης, που εκτιμούν ως ανάλογο των αναγκών οι κεντρικοί τραπεζίτες. Με αυτήν την πολιτική η ΕΚΤ συγκράτησε επιτυχώς την αύξηση των δικών μας και των ιταλικών spreads. Μέχρις τούδε.

Θα μπορέσει όμως η Κεντρική Τράπεζα να εγγυηθεί, ότι η μαζική έκδοση νέου εθνικού χρέους από μεμονωμένα κράτη υπό τις παρούσες συνθήκες πανικού δεν θα οδηγήσει σε ανεξέλεγκτη άνοδο των αποδόσεων και κατάρρευση της αγοράς;

« Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν μπορεί να κάνει τα πάντα» είπε ορθώς ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Υπάρχει βέβαια και ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητος. Αν υποθέσουμε, όπως συνιστούν και οι εκ του ευρωπαϊκού Βορρά ορμώμενοι συμπολίτες, ότι χορηγεί απευθείας δάνεια στα κράτη ή εγγυάται τις επί μέρους εθνικές εκδόσεις, εν τω άμα προκύπτουν τα εξής ζητήματα : α) η μεγίστη δανειοδοτική ικανότητα του δεν υπερβαίνει τα 500 δις. Επαρκούν; β) ο δανεισμός, η εγγύηση έκδοσης και ο,τιδήποτε άλλο παρέχεται από τον ΕΜΣ στα κράτη μέλη συνδέεται ( είτε Precautionary είτε Enhanced Conditioned Credit Line το βαπτίσει κανείς) με αυστηρότατες προϋποθέσεις. Άρα οι κυβερνήσεις εν μέσω της εκατόμβης των νεκρών τους θα κληθούν, να υπογράψουν κατά μόνας και επαχθή μνημόνια. Θα το κάνουν;

«Ο EΜΣ δεν σχεδιάστηκε για να αντιμετωπίζει τέτοιες πρωτόγνωρες κρίσεις» είπε ο Έλλην Πρωθυπουργός.

Ας δούμε λοιπόν ξανά τις βασικές παραμέτρους:

1.Οι ανάγκες είναι μεγάλες. Στις ΗΠΑ των 330 εκ κατοίκων διατίθεται 2τρις δολ και μοιράζονται helicopter money. Τα Κράτη Προνοίας της Ευρώπης των 510 εκ σίγουρα χρειάζονται κάτι ανάλογο. Ο γερμανικός τύπος υπολογίζει, πόσο θα κόστιζε στούς φορολογούμενους τους μια έκδοση ευρωομολόγου. Είναι εξίσου προφανές όμως, ότι η χρησιμοποίηση του ΕΜΣ δεν θα είναι πολύ φθηνότερη. Το θέμα λοιπόν δεν είναι το κόστος.
2.Για να βρεθούν αυτά τα ποσά, ακόμη και μέσω ευρωομολόγου, είναι αυτονόητο, ότι θα πρέπει, να υπάρξουν συγκεκριμένες δεσμεύσεις όλων των κρατών μελών, και ιδιαίτερα της Ευρωζώνης, που θα εγγυηθούν στις διεθνείς αγορές την επιστροφή στην ομαλότητα και την ανάπτυξη το ταχύτερον δυνατόν. Θα πρέπει, να υπάρξει μια Συμφωνία όλων για αυτοσυγκράτηση, δημοσιονομική πειθαρχία, υγιείς πρακτικές, που θα κρατήσουν αποδόσεις και υποτίμηση του Ευρώ σε αντιμετωπίσημα επίπεδα.

Φαίνεται λοιπόν - για ακόμη μια φορά- ότι ήρθε η ώρα, επ´ αφορμή και της πρωτόγνωρης καταστροφής, να υπάρξει ένα νέο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, που, εκτός από το γνωστό εξάπτυχο και δίπτυχο των κανόνων του, θα συμπληρωθεί και από μια ριζική αναθεώρηση του Δημοσιονομικού Συμφώνου του 2012. Έναν νέο οδικό χάρτη ανάδυσης από την κρίση και επιστροφής στην κανονικότητα της ανάπτυξης. Η συνομολόγηση του από όλους δεν θα έχει φυσικά τις πολιτικές συνέπειες των κατά μόνας εθνικών μνημονίων και θα καθησυχάζει απόλυτα τις ανησυχίες του Βορρά.,

Οπότε γεννάται το ερώτημα: Εάν όλοι θα πρέπει, να συμμορφωθούν και το ξέρουν, γιατί να μη βρεθεί και ένα όχημα ειδικού σκοπού, να κάνει την κοινή έκδοση; Που κολλούν οι Γερμανοί;
Η απάντηση είναι, ότι η ρεαλιστική προοπτική εφαρμογής ενός τέτοιου Συμφώνου προϋποθέτει την ύπαρξη ενιαίας Διοίκησης. Οιαδήποτε μορφή και εάν περιβληθεί αυτή, θα πρέπει, να βασίζεται στον γαλλογερμανικό άξονα. Ο άξων αυτός δεν υφίσταται, όχι διότι λείπει ο δεσμός, άλλα διότι αδυνατούν τα μέρη.

Ο Μακρόν θα το ήθελε, αλλά δεν μπορεί. Αποδεικνύεται, ακόμη μια φορά, ότι σωστές ιδέες χωρίς την υποστήριξη ενός λαϊκού κόμματος με παραδοσιακές ρίζες, που εξασφαλίζει την κοινωνική ανοχή, δεν ευδοκιμούν.
Η Μέρκελ φεύγει. Ούτε ο A. Laschet ούτε ο F. Merz είναι σε θέση, προσώρας τουλάχιστον, να σηκώσουν μια τέτοια πρόταση. Οι Γερμανοί κολλούν, γιατί δεν έχουν Ηγέτη.
Η Ευρώπη αντιμετωπίζει την πρώτη ουσιαστική, όχι αποκλειστικώς οικονομική, βαθύτατα πολιτική κρίση της. Μια κρίση, που έχει νεκρούς. Από την αντιμετώπιση της εξαρτάται όχι απλώς το μέλλον της, αλλά αυτή καθ´ εαυτή η ύπαρξη της.