Ο πρώην υπουργός Οικονομικών του ΣΥΡΙΖΑ και αρχηγός του ΜΕΡΑ25, Γιάνης Βαρουφάκης , κατέθεσε στα πρακτικά της Βουλής, τις ηχογραφήσεις που είχε κάνει στα Eurogroup του 2015, για τις οποίες έχει γίνει πολύς λόγος και έφτασαν μέχρι και το σινεμά.

Ο πρώην υπουργός φαίνεται να «πέταξε» την ευθύνη στον Πρόεδρο της Βουλής για το πώς θα τις κοινοποιούσε στα μέλη του Κοινοβουλίου. Ο Κώστας Τασούλας, δεν δέχθηκε τις κρυφές ηχογραφήσεις του κ. Βαρουφάκη, επιστρέφοντας πίσω το usb δικαιολογώντας πολιτικά την απόφασή του. Όπως είπε χαρακτηριστικά: Ήθελα να πω ότι όταν κάποιος αισθάνεται πως πρέπει να αναλάβει μια πρωτοβουλία, να ανακοινώνει κρυφές μαγνητοφωνήσεις που κάνει, πρέπει αυτή την πρωτοβουλία να την υλοποιεί με δική του ευθύνη. Δεν αντιλαμβάνομαι τον εαυτό μου, ούτε τη Βουλή, ως αχθοφόρο ή βαστάζο των ευθυνών του κ. Βαρουφάκη, εν προκειμένου».

Πέρα από το πολιτικό ζήτημα ανακύπτει και νομικό. Αναφορικά με τη χρήση των ηχογραφήσεων αυτών και το νόμιμο ή μη των ηχογραφήσεων αυτών, ο κ. Βαρουφάκης, επικαλέστηκε την απόφαση 277/2014 του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με την οποία οι ηχογραφήσεις είναι νόμιμες καθώς δεν ανάγονται στη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής, αλλά έγιναν στο πλαίσιο των καθηκόντων του.

Αρχικά, σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 3 του Συντάγματος γίνεται απολύτως σαφές: «Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9Α»

Εξίσου, αυστηρό και απαγορευτικό είναι και το άρθρο 370Α παρ.2 του Π.Κ με το οποίο, ορίζεται: «Όποιος αθέμιτα παρακολουθεί με ειδικά τεχνικά μέσα ή αποτυπώνει σε υλικό φορέα προφορική συνομιλία μεταξύ τρίτων ή αποτυπώνει σε υλικό φορέα μη δημόσια πράξη άλλου, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Με την ίδια ποινή τιμωρείται η πράξη του προηγούμενου εδαφίου και όταν ο δράστης αποτυπώσει σε υλικό φορέα το περιεχόμενο της συνομιλίας του με άλλον χωρίς τη ρητή συναίνεση του τελευταίου.».

Πρέπει να επισημάνουμε, πως κατά πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η χρήση παράνομης ηχογραφήσεως ως αποδεικτικού μέσου δεν προσκρούει, αυτή καθ’ εαυτήν, στις αρχές της δίκαιης δίκης οι οποίες κατοχυρώνονται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, ούτε και στην περίπτωση όπου το αποδεικτικό αυτό στοιχείο αποκτήθηκε κατά παράβαση των επιταγών του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, υπό την προϋπόθεση ότι, αφενός, ο αιτών έννομη προστασία δεν στερήθηκε ούτε των εγγυήσεων μιας δίκαιης δίκης ούτε των δικαιωμάτων του άμυνας και, αφετέρου, το επίμαχο στοιχείο δεν ήταν το μοναδικό. (Η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2016 Goldfish κ.λπ. κατά Επιτροπής(T 54/14, EU:T:2016:455)

Μία άλλη σημαντική παράμετρος, που θα πρέπει να λάβουμε υπόψη για το κατά πόσον μπορεί να χρησιμοποιηθούν ή όχι οι ηχογραφήσεις του Γιάνη Βαρουφάκη είναι ο τόπος που έγιναν οι ηχογραφήσεις αυτές.

Το Eurogroup είναι ένα άτυπο όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του οποίου ο ρόλος καθορίζεται στο πρωτόκολλο αριθ.14 της Συνθήκης της Λισαβόνας. Μάλιστα πολλές φορές δεν κρατούνται καν επίσημα πρακτικά. Και αυτός είναι ένας κρίσιμος παράγοντας, καθώς δεν πρόκειται για δημόσια συνεδρίαση, αλλά μια «κλειστή» συνεδρίαση, κορυφαίων υπουργών όλων των κρατών-μελών.

Επίσης, δεν μπορεί να υποστηριχθεί πως οι ηχογραφήσεις έγιναν στο πλαίσιο των καθηκόντων του, καθώς δεν προκύπτει πως στα πλαίσια των καθηκόντων ενός Υπουργού Οικονομικών, είναι η ηχογράφηση συνομιλιών, ενώ δεν το γνωρίζουν και τα άλλα μέλη της συζήτησης που θα διαρκέσει. Θα μπορούσε κάλλιστα, ο Γιάνης Βαρουφάκης, λόγω της κρισιμότητας των στιγμών, να ζητήσει να κρατηθούν πρακτικά στις συγκεκριμένες – ιστορικές – συνεδριάσεις, κάτι το οποίο όμως δεν έκανε.

Σε αυτό το σημείο, θα πρέπει να προσθέσουμε ακόμη ένα στοιχείο το οποίο σχετίζεται με τη χρήση των παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων. Βάση του άρθρου 177 παρ.2 του ΚΠΔ, Αποδεικτικά μέσα, που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη στην ποινική διαδικασία.

Σε αυτό το ίδιο πλαίσιο, η σημερινή κυβέρνηση με το άρθρο 14 του Ν.4637/2019, επανέφερε, σε ισχύ η διάταξη του άρθρου 65 του Ν.4356/2015, σύμφωνα με την οποία επιτρέπεται η χρήση αποδεικτικού μέσου το οποίο έχει ληφθεί με παράνομο τρόπο, στις περιπτώσεις πράξεων κακουργηματικού χαρακτήρα, που υπάγονται στην αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ή του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς. Πρέπει να τονιστεί ότι αν και την διάταξη αυτήν την έφερε, ο ΣΥΡΙΖΑ το 2015, την κατήργησε τον Ιούνιο του 2019 με το άρθρο 586 παρ.η του Ν.4620/2019.

Για να γίνει πλήρως κατανοητό, με βάση τη νομολογία του Αρείου Πάγου, του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και της ελληνικής ποινικής νομοθεσίας, η χρήση παράνομων αποδεικτικών μέσων είναι δυνατή, κάτω υπό αυστηρές προϋποθέσεις και μόνο από τις Δικαστικές Αρχές. Επομένως, η Βουλή δεν μπορούσε και δεν έπρεπε να λάβει ή να κάνει χρήση των ηχογραφήσεων αυτών.

Αυτό που θα μπορούσε να γίνει και εμπλέκεται το ελληνικό κοινοβούλιο είναι στην περίπτωση που προταθεί και συσταθεί Προανακριτική Επιτροπή για την διερεύνηση των όσων έγιναν το α’ εξάμηνο του 2015.  Τότε μπορεί να ζητήσει, να λάβει και να κάνει χρήση των ηχογραφήσεων του πρώην Υπουργού Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη.

Η Προανακριτική σύμφωνα με το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής, έχει ρόλο και ασκεί αρμοδιότητες εισαγγελέα, οπότε και θα μπορεί σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, να κάνει χρήση αυτού του υλικού.