Τη εκτίμηση πως η μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων στο 2,2% από το 2021 δεν θα επηρεάσει τη βιωσιμότητα του χρέους εξέφρασε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) Γιάννης Στουρνάρας.

Παρουσιάζοντας την ενδιάμεση έκθεση νομισματικής πολιτικής της ΤτΕ στα μέλη της επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής, ο κ. Στουρνάρας εκτίμησε πώς «η μείωση του στόχου για τα πρωτογενή πλεονάσματα το 2021 και 2022 κοντά στο 2,2% από 3,5% δεν θα επηρέαζε την βιωσιμότητα του χρέους και θα ενίσχυε την οικονομική ανάπτυξη με την παράλληλη υλοποίηση των αποκρατικοποιήσεων».

Αναφορικά με τους ρυθμούς ανάπτυξης, ο κ. Στουρνάρας είπε ότι τα έτη 2020 και 2021 προβλέπεται επιτάχυνση στο 2,5%.

Ο διοικητής της ΤτΕ, εκτίμησε ότι το σχέδιο «Ηρακλής» της κυβέρνησης για τα «κόκκινα» δάνεια θα συμβάλει «ουσιαστικά στην ταχύτερη αποκλιμάκωση» του προβλήματος, τόνισε ωστόσο ότι θα πρέπει να υπάρξουν επιπρόσθετες παρεμβάσεις «ολιστικής αντιμετώπισης».

Ειδικά για τα κόκκινα δάνεια των τραπεζών είπε πως ανέρχονται σε 71,2 δισ. ευρώ, μειωμένα κατά 10 δισ. συγκριτικά με τον Δεκέμβριο του 2018 και χαμηλότερα κατά 16 δισ. σε σύγκριση με το 2016.

Η υποχώρησή τους οφείλεται σε πωλήσεις και διαγραφές, ανέφερε, ενώ συνολικά ο αριθμός των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι υψηλός – ποσοστό 42%.

Επίσης, ο κ. Στουρνάρας εμφανίστηκε αισιόδοξος για το μέλλον της οικονομίας, προειδοποίησε ωστόσο πως θα υπάρξουν προκλήσεις από την αύξηση της διεθνούς αβεβαιότητας αλλά και την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας.

«Υπάρχουν κίνδυνοι που συνδέονται με την επιβράδυνση της παγκόσμιας ανάπτυξης μεγαλύτερης του αναμενόμενου, με τον επεκτατισμό στην οικονομία, τον κορωνοϊό αλλά και την αναζωπύρωση της προσφυγικής κρίσης», είπε χαρακτηριστικά.

Οι προκλήσεις

Για να αντιμετωπιστούν οι μελλοντικές προκλήσεις στην έκθεση αναφέρονται οι εξής παρεμβάσεις:

– Η εφαρμογή μιας μακροχρόνιας δημοσιονομικής πολιτικής και ενός δημοσιονομικού μείγματος που θα αποβλέπουν στην ταχεία μείωση του δημόσιου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ, χωρίς όμως να αποτελούν εμπόδιο στην οικονομική ανάπτυξη .

– H ριζική αντιμετώπιση των προκλήσεων στον τραπεζικό τομέα.

– Η ενίσχυση του “τριγώνου της γνώσης”, δηλαδή της εκπαίδευσης, της έρευνας και της καινοτομίας.

– Η αντιμετώπιση της υψηλής ανεργίας μέσω της διατήρησης της ευελιξίας της αγοράς εργασίας και της εφαρμογής στοχευμένων πολιτικών στήριξης της απασχόλησης.

– Η αντιστροφή του brain drain

– Η συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και η διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής τους ώστε να καλύπτουν το σύνολο των τομέων όπου υστερεί η Ελλάδα σε σχέση με τους Ευρωπαίους εταίρους στους διεθνείς δείκτες ανταγωνιστικότητας.