Ομαξιμαλισμός της Τουρκίας, η οποία στη βάση του νέου στρατηγικού δόγματος «Γαλάζια πατρίδα» επεδίωξε ηγεμονική, νεοαυτοκρατορική θέση στη Μεσόγειο με τη συμφωνία προθέσεων με την κυβέρνηση Σάρατζ της Λιβύης, οδηγείται σε αδιέξοδο. Η επερχόμενη ήττα της Αγκύρας προκύπτει αρχικά σε διπλωματικό, γεωπολιτικό επίπεδο, από την αποτυχία της στη Διάσκεψη του Βερολίνου να αναγνωρισθεί ως «εγγυήτρια δύναμη» της επόμενης ημέρας στη Λιβύη, με ταυτόχρονη επιβολή διαδικασίας εκεχειρίας, που θα σταματούσε την προέλαση του Εθνικού Στρατού της Λιβύης, υπό τις εντολές του στρατηγού Χαφτάρ, προς την Τρίπολη.

Σε στρατιωτικό επίπεδο η ήττα θα προκύψει από την ίδια την πραγματικότητα στη Λιβύη. Την κατάληψη δηλαδή και της Τρίπολης από τον στρατηγό Χάφταρ και τη διαδικασία σταθεροποίησης της χώρας ως «δίδυμου κράτους» της Αιγύπτου υπό τον στρατηγό Αλ Σίσι.

Η Τουρκία σε διεθνές επίπεδο επένδυσε σε έναν ενεργειακό άξονα -ταυτόχρονα γεω-οικονομικό σε τρίγωνο με τη Ρωσία και τον στρατηγικό, ιστορικό σύμμαχό της στην Ευρώπη, τη Γερμανία. Φυσικά, η Αγκυρα στην Ανατολή βρίσκεται σε απόλυτη εναρμόνιση με το Κατάρ, το πλούσιο εμιράτο, που τη χρηματοδοτεί τόσο ως ζωτικό του χώρο, μετά και την κρίση στις σχέσεις του με τη Σαουδική Αραβία και τα Εμιράτα, αλλά και ως «πολιτική έκφραση» της «Αδελφότητας των Μουσουλμάνων» -την οποία στηρίζει η Ντόχα-, που έχει την έδρα της στην Τουρκία μετά τη δίωξη από την Αίγυπτο.

Η Αθήνα υπογράφει, προωθεί και εμπλουτίζει τη στρατηγική συμμαχία της με τις ΗΠΑ, ενώ ταυτόχρονα διαδηλώνει και οργανώνεται ως «ένοπλο εθνικό κράτος»


Επίσης, η Αγκυρα έχει επιδιώξει σύγκλιση συμφερόντων με το Ιράν, όπως και ηγεμονική παρουσία στις δυνάμεις του Ισλάμ στην Ασία (Πακιστάν, Μαλαισία), αλλά και στην Αφρική. Επίσης επεδίωξε έναν ρόλο που γνωρίζει πολύ καλά, αυτόν του «επιτήδειου ουδέτερου» ανάμεσα στις μεγάλες (κεντρικές) δυνάμεις, ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, με όλο και πιο ορατό κίνδυνο όμως να καταλήξει «αναξιόπιστη σύμμαχος» προς όλες τις πλευρές, άρα και «αναλώσιμη εταίρος» όπου τα συμφέροντα των κεντρικών δυνάμεων δεν συμπίπτουν ακριβώς -της καθεμίας ξεχωριστά- με τις τουρκικές πρωτοβουλίες και επιδιώξεις.

Η Ελλάδα, από την άλλη πλευρά, που βρίσκεται σε μεγάλη αναστάτωση και διπλωματική κινητικότητα εξαιτίας της συνεχώς κλιμακούμενης επιθετικότητας της Τουρκίας στη βάση των επιδιώξεων της «Γαλάζιας πατρίδας», που επικεντρώνεται στην αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της σε Αιγαίο και Κύπρο, υπό την πρωθυπουργία Μητσοτάκη κινείται προς την εμπέδωση πολύ συγκεκριμένων και κρίσιμων συμμαχιών. Όχι πλέον σε πολυμερές επίπεδο (Ευρωπαϊκή Ενωση, ΝΑΤΟ), αλλά διμερές.

Ουσιαστικά η Αθήνα αιφνιδίασε πολλές δυνάμεις του κατεστημένου στο εσωτερικό της όπως και κέντρα μελέτης και ανάλυσης στην Ευρώπη και διεθνώς, που θεωρούσαν δεδομένη τη συνέχεια του «δόγματος υποταγής» στη Γερμανία και του «δόγματος κατευνασμού» απέναντι στην Τουρκία που ακολουθούσε για πολλές δεκαετίες η Ελλάδα, ως άσκηση πολιτικής και διπλωματίας από πολύ διαφορετικές κυβερνήσεις ως προς το ιδεολογικοπολιτικό τους στίγμα, τη σύνθεσή τους και τη συγκυρία. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, προπάντων ο ίδιος ο πρωθυπουργός, ενθάρρυνε και ενθαρρύνει πολιτικές που συγκροτούν τη στρατηγική της «ψύχραιμης αποφασιστικότητας», η οποία τελικά αλλάζει πολύ τα δεδομένα του «παράγοντα Ελλάδα». Σύμφωνα με αυτά, η Ελλάδα μπορεί να μη μετατρέπεται σε μια επιθετική δύναμη, αλλά διαδηλώνει και οργανώνεται ως «ένοπλο εθνικό κράτος», με περιφερειακό ρόλο όχι πλέον μόνο στην Ευρώπη και τα Βαλκάνια, αλλά και σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο. Κάτι που, όχι τυχαία, της αναγνωρίζεται από τις ΗΠΑ με την τελευταία επιστολή του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών, Μ. Πομπέο. Σε αντίθεση με τη στρατηγική της Τουρκίας, η Ελλάδα θέλει να είναι «αξιόπιστη εταίρος», όχι πλέον ως «ευρωπαϊκή αποικία», αλλά ως αυτοτελής δύναμη, ενταγμένη στην Ενωση της Ευρώπης και το ΝΑΤΟ.

ΔΟΜΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ
Στην κατεύθυνση αυτή, η Ελλάδα υπογράφει, προωθεί και εμπλουτίζει τη στρατηγική συμμαχία της με τις ΗΠΑ. Είναι μια διμερής δομική συμφωνία -και σε στρατιωτικό επίπεδο- που υπερβαίνει τα δεδομένα του ξεπερασμένου από τις συνθήκες, ως προς τον ρόλο και τη δυναμική του, ΝΑΤΟ και συσχετίζεται με τη γνωστή συμμαχία σε περιφερειακό και μεσογειακό επίπεδο Ελλάδας - Ισραήλ - Κύπρου (τη γνωστή ως 3+1). Η Ελλάδα στο επίπεδο αυτό εμφανίζεται ως «μονομερής σύμμαχος» υπό τη γεωπολιτική έννοια, αφήνοντας, φυσικά, παράθυρα προς την Κίνα αλλά και τη Ρωσία για οικονομικές συνεννοήσεις, εμπορικές συμφωνίες και πολιτιστικές ανταλλαγές, που δεν επηρεάζουν όμως τη βασική σχέση με τις ΗΠΑ (περίπτωση 5G).

Από την άλλη πλευρά, στο επίπεδο Ευρώπη, η Αθήνα αρχίζει να βλέπει με καχυποψία τις γενικότητες περί «εξωτερικών συνόρων της Ευρώπης» και την «ενωσιακή αλληλεγγύη» ως ευχολόγια χωρίς πρακτικό περιεχόμενο, ενώ εμπεδώνει τη συμμαχία της, ακόμη και σε στρατιωτικό επίπεδο, με την ιστορική της σύμμαχο στην Κεντρική Ευρώπη Γαλλία. Η παρουσία ελληνικής φρεγάτας στην αρμάδα συνοδείας του γαλλικού αεροπλανοφόρου που βρίσκεται πλέον στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου δείχνει το «κατώφλι» της νέας εποχής.

Η σχέση αυτή σχετίζεται και με τις περιφερειακές συμμαχίες της Ελλάδας τόσο με το Ισραήλ όσο κυρίως με την Αίγυπτο, όπου το ενδεχόμενο μιας συγκρότησης τύπου 3+1 με τη συμμετοχή της Γαλλίας στο τρίγωνο Ελλάδα - Κύπρος - Αίγυπτος είναι σχεδόν προβλεπόμενο. Πέραν αυτών, η Ελλάδα με επισκέψεις και σε επίπεδο πρωθυπουργού αναπτύσσει με έμπρακτο τρόπο τις συμμαχίες με Σαουδική Αραβία, Εμιράτα και προφανώς Ιορδανία. Με τον τρόπο αυτόν και σε έναν νέο προσδιορισμό ισχύος αποτελεί τη «γέφυρα» ανάμεσα στον αραβικό κόσμο και το Ισραήλ σε περιφερειακό επίπεδο, με την ενθάρρυνση μάλιστα της Ιερουσαλήμ.

Η Τουρκία λίγο πριν από την τελική ήττα στο έδαφος της Λιβύης μπορεί να «δοκιμάσει» μια ναυτική σύγκρουση με την Ελλάδα νοτίως της Κρήτης ή του Καστελλόριζου. Η Ελλάδα, σε αντίθεση με τα Ίμια το 1996 και τον «Αττίλα ΙΙ» στα μέσα της δεκαετίας του ’70, προτίθεται να απαντήσει και προετοιμάζεται γι’ αυτό. Σίγουρα βρισκόμαστε σε μια νέα περίοδο της ιστορίας μας…

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» στις 25/1