Η Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του 2000, με κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ και πρωθυπουργό τον κ. Κ. Σημίτη, βρισκόταν σε πλήρη ευρωκεντρική μονομέρεια και αισιοδοξία λόγω και της ένταξης στην ευρωζώνη, απολύτως ευθυγραμμισμένη με τη γερμανική επιρροή στα διεθνή και οικονομικά ζητήματα. Στη συγκυρία εκείνη εκλήθη να αποφασίσει μεταξύ δύο ανταγωνιστικών μεταξύ τους προτάσεων για την προμήθεια αλλά και την ενδεχόμενη συμμετοχή της στην παραγωγή μαχητικού αεροσκάφους 5ης γενιάς. Από τη μια πλευρά, του ευρωπαϊκής συμπαραγωγής Eurofighter και, από την άλλη, του αμερικανικής κατασκευής (Lockheed Martin) F-35.

Η Αθήνα με απόφαση του ΚΥΣΕΑ το 2002 επέλεξε την ευρωπαϊκή πρόταση. Η Τουρκία, αντίθετα, τον χρόνο εκείνο την αμερικανική. Μάλιστα, η Τουρκία διαπραγματεύθηκε και πέτυχε να της ανατεθεί και ένα μέρος της συμπαραγωγής του σχεδιαζόμενου τότε μαχητικού F-35.

Το 2004, η Ελλάδα, πάλι με απόφαση της κυβέρνησης Σημίτη, ανέστειλε την απόφασή της για προμήθεια και συμμετοχή στο πρόγραμμα του Eurofi ghter, περιοριζόμενη στα F-16 με ορίζοντα το 2012.

Είκοσι χρόνια μετά και έπειτα από μία οκταετία «επιλεκτικής χρεοκοπίας» και Μνημονίων, σε συνθήκες ασφυκτικής πίεσης εξαιτίας της επιθετικότητας της Τουρκίας, επανέρχεται επιχειρώντας μάλιστα να διορθώσει, με κυβέρνηση πλέον της Ν.∆. και πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, το στρατηγικό λάθος του τότε.

Στο πλαίσιο της επίσημης επίσκεψης στις ΗΠΑ και των συζητήσεων με τον Αμερικανό πρόεδρο, Ντ. Τραμπ, και την αμερικανική κυβέρνηση, ετέθη στο τραπέζι το ζήτημα της προμήθειας σε εύλογο χρόνο, με αφετηρία το 2024, μιας μοίρας (20 αεροσκάφη) F-35 παράλληλα με την ήδη αποφασισμένη από τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και τον προηγούμενο πρωθυπουργό, Αλ. Τσίπρα, αναβάθμιση 84 F-16 (επίσης Lockheed Martin), που έχει στην κατοχή της, σε επίπεδο Viper.

Η συγκεκριμένη αναβάθμιση έχει ως αποτέλεσμα τα υπό ελληνική κατοχή F-16 να πλησιάσουν σε δυνατότητες το F-35. Σύμφωνα όμως με απόψεις των ειδικών, το 5ης γενιάς F-35, παρά τα όποια προβλήματά του ή τη διαφορετική χρήση του (δεν είναι στις προδιαγραφές του η αναχαίτιση), είναι ένα νέο αεροπλάνο (αντίστοιχο με την επανάσταση στις συνθήκες πολέμου στον αέρα και την αεροναυπηγική που είχε φέρει τα παλαιότερα χρόνια το F-84) και η παραγγελία 20 (ενδεχομένως η παραγγελία να φθάσει και τα 24) αεροσκαφών αυτού του τύπου είναι σημαντική για την Ελλάδα, αφού της δίνει τη δυνατότητα συμμετοχής, πέραν των άλλων, σε «διαδικτυακό πόλεμο». Η πρόταση που είχε επεξεργαστεί και πρότειναν στην Ουάσινγκτον η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης κρίνεται από πολύ έμπειρους του χώρου των εξοπλισμών ως απολύτως ορθολογική και ρεαλιστική. Κάποιοι ήδη στην Αθήνα μιλούν για πολύ μεγαλύτερη από αυτή την παραγγελία ή για δυνατότητα της Ελλάδας να υποκαταστήσει την Τουρκία στη συμπαραγωγή του F-35, αφού η τελευταία εξαιτίας της προμήθειας των ρωσικών συστημάτων S-400, στο πλαίσιο των κυρώσεων από τις ΗΠΑ, έχει βρεθεί εκτός της συμπαραγωγής του F-35.

Οι προσεγγίσεις αυτές συσχετίζονται με την πίεση που μπορεί να ασκηθεί προκειμένου να περιοριστεί το υψηλό κόστος της προμήθειας των F-35. Όμως η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Στο πρώτο ζήτημα γιατί μέχρι να προμηθευθεί η Ελλάδα τα 20 F-35 που προκρίνει θα βρίσκεται σε φάση παραγωγής το επόμενο και πιο σύγχρονο ή «ώριμο» μοντέλο από την αεροπορική βιομηχανία των ΗΠΑ. Ως προς το δεύτερο, μοιάζει μη ρεαλιστική η προσπάθεια, με άλλες χώρες -μεταξύ αυτών και το Ισραήλ- να έχουν πολύ περισσότερες δυνατότητες και εμπειρία να αναλάβουν μέρος της συμπαραγωγής αντί της Τουρκίας.