Την Πρωτοχρονιά του 1951 η Ταϊβάν αποφάσισε να ξεκινήσει κληρώσεις με τους αριθμούς των αποδείξεων, προκειμένου να περιορίσει τη φοροδιαφυγή και να αυξήσει τα έσοδα. Το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό και οι Αρχές φρόντισαν να ενισχύσουν το κίνητρο συλλογής αποδείξεων, έτσι ώστε να μην ατονήσει το μέτρο.

Το παράδειγμα της Ταϊβάν ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Η Τσεχία, η Λιθουανία, η Πορτογαλία, η Ρουμανία, η Σλοβακία, η Λετονία και από τις παραμονές των Χριστουγέννων του 2017 μπήκε στον χορό και η Ελλάδα.

Σε κάποιες περιπτώσεις, π.χ. στην Πορτογαλία, το αποτέλεσμα μάλλον δικαίωσε τις προσδοκίες των Αρχών, καθώς οδήγησε σε αύξηση των εισπράξεων ΦΠΑ. Σε άλλες, όπως στη Σλοβακία, οι κληρώσεις ήταν μάλλον φιάσκο, καθώς οι αποδείξεις των φορολογουμένων ήταν κυρίως από δραστηριότητες με μηδενικά ποσοστά παραβατικότητας, όπως τα σούπερ μάρκετ. Στην Ελλάδα, η φορολοταρία ήταν για αρκετούς μήνες αντικείμενο συζητήσεων.

Οσο, όμως, δεν δικαιωνόταν η προσδοκία για το... 1.000άρικο της κλήρωσης, τόσο ατονούσε το ενδιαφέρον και κάπως έτσι φτάσαμε στο σήμερα, όπου ουδείς ασχολείται.

Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι, κάνοντας... ποδαρικό στο 2020, το υπουργείο Οικονομικών θα φέρει τα πάνω κάτω, υιοθετώντας μοντέλο... Ταϊβάν. Κατ’ αρχάς, η διαδικασία της κλήρωσης θα πάψει να γίνεται στα... κρυφά, σε κάποιο μυστικό δωμάτιο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων. Έτσι, θα υιοθετηθεί το μοντέλο της εκπομπής σε απευθείας τηλεοπτική μετάδοση, έτσι ώστε οι φορολοταρίες να τραβήξουν εκ νέου τα φώτα της δημοσιότητας.

Φυσικά, αυτό δεν είναι αρκετό. Η επόμενη σκέψη είναι να πυκνώσουν οι κληρώσεις, που σήμερα πραγματοποιούνται μία φορά τον μήνα, έτσι ώστε να τονωθεί ακόμα περισσότερο το ενδιαφέρον των φορολογουμένων. Αυτό θα συνδυαστεί, όμως, με αλλαγές και στα έπαθλα.

Εδώ υπάρχουν πολλές εισηγήσεις στο τραπέζι και, όπως σημειώνουν αρμόδιες πηγές στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ, «δεν χρειάζονται απαραιτήτως νομοθετικές ρυθμίσεις, καθώς το ισχύον πλαίσιο του Νόμου 4446 του 2016 προβλέπει κι άλλες κληρώσεις, εκτός από χρηματικά ποσά».

Πράγματι, στο Αρθρο 70 ορίζεται ότι «οι συναλλαγές που πραγματοποιούνται με τη χρήση μέσων πληρωμής με κάρτα ή άλλου ηλεκτρονικού μέσου πληρωμής για την αγορά αγαθών ή τη λήψη υπηρεσιών λαμβάνονται υπόψη για τη συμμετοχή σε πρόγραμμα δημοσίων κληρώσεων (λοταρίες), μέσω του οποίου οι τυχεροί επιβραβεύονται με χρηματικά ή και σε είδος έπαθλα».

Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι θα εξαντληθούν όλες οι νομικές δυνατότητες, έτσι ώστε να μπαίνουν στην κληρωτίδα και ακίνητα, αν όχι κάθε μήνα, τουλάχιστον σε μία ή δύο mega λοταρίες κάθε χρόνο. Δύο είναι οι βασικές δεξαμενές αυτών των ακινήτων.

Η πρώτη είναι η μάλλον αχαρτογράφητη δεξαμενή των περίπου 70.000 ακινήτων του Δημοσίου, με πιο σημαντικό εμπόδιο ότι μόλις το 15% χαρακτηρίζεται «ελεύθερο», ενώ, αντιθέτως, τουλάχιστον το 40% θεωρείται καταπατημένο.

Η δεύτερη δεξαμενή αφορά τα κατασχεμένα λόγω χρεών στο Δημόσιο. Εδώ, πέρα από τους ηθικούς προβληματισμούς, εγείρεται και θέμα βαρών για τα συγκεκριμένα ακίνητα. Και στις δύο περιπτώσεις, το ζήτημα των φόρων κατοχής που θα συνοδεύουν τα εν λόγω ακίνητα αναμφίβολα προβληματίζει.

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ

Ανάλογοι προβληματισμοί νομικής φύσης βαραίνουν τις εισηγήσεις για κληρώσεις αυτοκινήτων, κυρίως από τα κατασχεμένα του ΟΔΔΥ, καθώς οι φορολογούμενοι που θα τα κερδίζουν θα πρέπει να τα παραλαμβάνουν απαλλαγμένα δασμοφορολογικών και λοιπών βαρών και, φυσικά, να είναι σε θέση να... λειτουργήσουν.

Θα υιοθετηθεί η διαδικασία της εκπομπής σε απευθείας τηλεοπτική μετάδοση, έτσι ώστε οι φορολοταρίες να τραβήξουν εκ νέου τα φώτα της δημοσιότητας

Αντιθέτως, ως προς τα χρηματικά έπαθλα υπάρχει μεγαλύτερη ευελιξία. Η σκέψη είναι να κληρώνονται λιγότεροι τυχεροί, έτσι ώστε το 1.000άρικο να διπλασιαστεί, δίνοντας μεγαλύτερο κίνητρο συλλογής αποδείξεων, άρα και συμμετοχής στη λοταρία.

Το ίδιο αποτέλεσμα -μεγαλύτερο ποσό ανά κλήρωση- θα μπορούσε να επιτευχθεί με αύξηση του κονδυλίου των 12 εκατ. ευρώ που προβλέπει ο Προϋπολογισμός, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν συζητείται επί του παρόντος. Υιοθετώντας το μοντέλο Ταϊβάν, θα μπορούσε, επίσης, να κληρώνονται όχι ΑΦΜ, αλλά οι ειδικοί αριθμοί των αποδείξεων.

Εξετάζεται ακόμη η δυνατότητα κάποιες αποδείξεις να μετράνε «διπλές», έτσι ώστε να γίνεται μεγαλύτερο... σαφάρι από τους φορολογουμένους σε δραστηριότητες με υψηλή φοροδιαφυγή, όπως επίσης να «επιστρέφεται» στον φορολογούμενο μέρος του τιμήματος είτε επιτόπου είτε στο τέλος κάθε μήνα, σε συνεργασία με τις τράπεζες, οι οποίες ούτως ή άλλως «τρέχουν» ανάλογα προγράμματα επιβράβευσης.

Η αλλαγή του μοντέλου της φορολοταρίας θα συνδυαστεί με τη νέα υποχρέωση e-πληρωμών στο 30% του εισοδήματος κάθε φορολογουμένου, με στόχο να περιοριστεί το απίστευτο κενό στις εισπράξεις ΦΠΑ, που κατά την Κομισιόν υπολογίζεται σε περίπου 6,5 δισ. ευρώ κατ’ έτος, δηλαδή όσο τα έσοδα ΕΝΦΙΑ τριών ετών!